Monday, April 30, 2012

εμπόδιο

«Α, τον ηλίθιο!» ξεστόμισε την θυμωμένη καλημέρα του ο οδηγός του ταξί
«Τι έγινε;» τον ρωτώ
«Μα δεν βλέπεις;» μου λέει. «Δεν βλέπεις πως πάει ο μπροστινός;»
«Τι έπαθε;» ρώτησα
"Πηγαίνει σαν κότα! Αντε άνθρωπε μου προχώρα! Εχουμε και δουλειές! Αμα θέλεις βόλτα πήγαινε στο πάρκο!" κολλάει το χέρι του στην κόρνα
Επιτέλους ύστερα από ώρα απομακρύνεται.
"Αντε και γεμίσανε την Ελλάδα καθυστερημένοι!» του φώναξε καθώς έστριβε στην επόμενη γωνία
Εκείνος δεν απάντησε . Χάθηκε μέσα στο στενάκι.
Τότε ήταν που παραμέρησε μια αόρατη κουρτίνα. Είδαμε.
Στη μέση του δρόμου κάποιος τυφλός, προσπαθούσε να περάσει απέναντι.
Ο οδηγός μου έσκυψε το κεφάλι
«Πόσο τυφλοί είμαστε!» ψιθύρισε την σκέψη μου ο οδηγός.

Είμαστε τυφλωμένοι από την ανυπομονησία και τις δικές μας υποθέσεις για τα πάντα….

Sunday, April 29, 2012

Χορευτής

«Ακουσες κάτι;» ρώτησε τον φίλο του
«Σαν τι δηλαδή;» σούφρωσε τα φρύδια του εκείνος
«Κάποια μουσική να παίζει...για κοίτα!» οδήγησε με το βλέμμα του τον φίλο του να κοιτάξει προς τη μεριά της πλατείας.
Εκεί στη μέση ακριβώς δίπλα στο συντριβάνι κάποιος χόρευε με απλωμένα τα χέρια του κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
«Ελα μωρέ» χαμογέλασε σχεδον απαξιωτικά ο δεύτερος «Μιλάς για τον Ανέστη...Είπα κι εγώ!..»
Ο Ανέστης είναι επίσημα ο...τρελός της πόλης. Εδώ και καιρό. Κανείς δεν θυμάται πως ξεκίνησαν όλα. Κανένας δεν ασχολείται. Κάνουν όλοι χάζι μ αυτόν και τους φτάνει.
Ο χορευτής. Έτσι τον λένε. Όποτε τον συναντήσεις τα τον βρεις να χορεύει...να χορεύει...
Σήμερα ανήμερα των Μυροφόρων ο Ανέστης στο ένα του χέρι κρατά ένα μπουκάλι με κολώνια. Μαντινάδες με το ένα, ραντίζει με το άλλο κι όλο χορεύει.
«Κάτι λέει μωρέ...πάμε πιο κοντά» πρότεινε ο ένας φίλος στον άλλον
Πλησίασαν.
«Αρώματα για θάματα!» έλεγε ο Ανέστης λαχανιασμένος από το χορό «Αρώματα στα θάματα...σε σένα...σε σένα...» και ράντιζε και χόρευε στους ήχους κάποιας μουσικής.
«Δίκιο είχε λοιπόν» ψιθύρισε ο πρώτος
«Τι είπες;» τον ρώτησε ο φίλος
«Κάποιος είχε πει οτι λένε τρελό αυτόν που χορεύει στη μουσική που δεν μπορούν να ακούουν οι άλλοι..»
Και ο Ανέστης όλο χόρευε...ολο χόρευε...

Friday, April 27, 2012

σπίτι η πύργος

Ολοι το έλεγαν. Από τότε που πήγαινε στο Δημοτικό ακόμα.
«Να δεις που ο Γιώργος θα γίνει αρχιτέκτονας. Πιάνει το χέρι του βρε παιδί μου!»
Και ήταν αλήθεια. Γέμιζε τα τετράδια του με μικρά και μεγάλα σχέδια. Ζωγράφιζε ο,τι έβλεπε μπροστά του και μέσα του. Εκεί που σκεφτόταν, εκεί που μιλούσε, είχε το μολύβι του και σχεδίαζε...σχεδίαζε...πολλές φορές κι όσα στα μάτια των άλλων ήταν αόρατα.
Ο Γιώργος επαλήθευσε τις προβλέψεις όσων τον γνώριζαν και έγινε αρχιτέκτονας. Για να πούμε όλη την αλήθεια έγινε πετυχημένος αρχιτέκτονας. Επειδή δεν είναι όλοι ίδιοι.
Οταν ένα πρωί μπήκε στο γραφείο του η Αννα εκείνος περιεργαζόταν δυο τρία καινούργια σχέδια του.
«Πολύ όμορφα» του είπε «μα..είναι πολύ...ανοιχτά...»
Η Άννα ήταν καλή του φίλη. Γνωριμία από τη Σχολή. Του είχε ζητήσει να της σχεδιάσει το σπίτι των ονείρων της.
«Τι σημαίνει...ανοιχτά;» τη ρώτησε ο Γιώργος
«Να..πως να το πω...θα το ήθελα πιο...κλειστό γυρω γύρω...να έχει την λογική του..πύργου...να μην μπορεί να μπαίνει όποιος θέλει...όποτε θέλει...δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις...»
Η Άννα προσπαθούσε να ξεπεράσει τον πόνο της. Είχε αλωθεί η καρδιά της και τα τραύματα έσταζαν ακόμα αίμα.
«Ακου» της είπε ο Γιώργος «Μπορώ να σου φτιάξω αυτό που θέλεις. Τον πύργο σου, όπως το λες. Να σε κλείσω μέσα ερμητικά. Να μη νιωθεις πως κινδυνεύεις. Θέλω όμως να σου πω τούτο..»
«Ποιο;» ρώτησε εκείνη
«Ο πύργος σου θα σε προστατέψει από τη λύπη. Ομως την ίδια ώρα θα έχεις κλείσει απ έξω τη χαρά. Αυτό θέλεις; »
Η Άννα τον πλησίασε. Του έδωσε την απάντηση της πέφτοντας στην αγκαλιά του.

Wednesday, April 25, 2012

Θόρυβος

«Επιτέλους κάποιος να κλείσει το παράθυρο! Δεν σας ενοχλεί ο θόρυβος;» φώναξε γυρνώντας το βλέμμα της ένα γύρω.
Μέσα στο γραφείο ήταν μόνη. Λες κι είχαν εξαφανιστεί όλοι.
Παράξενο. Τέτοιαν ώρα συνήθως όλοι ήταν στις θέσεις τους και ανακάτευαν με νεύρο τους φακέλλους που είχαν μπροστά τους.
Αποφάσισε να σηκωθεί και να το κλείσει μόνη της
Πλησίασε. Την ώρα που έπιασε το ένα φύλλο από το πόμολο και το έσπρωχε σταμάτησε απότομα. Η ματιά της έπεσε σε ένα ζευγάρι που στεκόταν στην είσοδο του κτηρίου. Πρέπει να μάλωναν. Οι χειρονομίες τους ράπιζαν μόνο τον αέρα. Ευτυχώς.
Ξαφνικά συννέφιασε η καρδιά της. Θυμήθηκε.
Ο Γιάννης ορκιζόταν πως την αγαπούσε. Πως στον κόσμο δεν υπήρχε άλλη σαν κι εκείνη. Μέχρι που διαπίστωσε η Κατερίνα οτι είχε αφήσει ανοιχτά παράθυρα στη σχέση τους και βρήκε χώρο να περάσει η καταιγίδα. Είχε αφήσει κερκόπορτες. Από τότε κάθε φορά που έβλεπε ανοιχτό παράθυρο έτρεχε να το κλείσει. Εμπαινε θόρυβος. Εμοιαζε με τύψεις και ενοχές. Με πόλεμο.
Το ζευγάρι στην είσοδο δεν είχε σταματήσει να μαλώνει. Εκείνη έκλεισε το παράθυρο.
Κι ας ήταν άνοιξη. Κι ας έκανε ζέστη.
Ποιος θα της πει πως ακόμα κι όλα τα παράθυρα του κόσμου να κλείσει, το δικό της θα είναι πάντα ανοιχτό. Περιμένει. Να της φέρει πίσω εκείνον που πήρε μαζί της η καταιγίδα.

Tuesday, April 24, 2012

φερμουάρ

«Φερμουάρ! Καταλαβαίνεις τι θα πει;»
Ο νεαρός πήρε βαθιά ανάσα για να απαντήσει. Η δασκάλα όμως τον πρόλαβε τοποθετώτας με τον δείκτη και τον αντίχειρά της ένα φανταστικό φερμουάρ πάνω στα χείλη της.
Το έκλεισε. Του έδειξε να κάνει κι εκείνος το ίδιο.
Τα χείλη του Κωνσταντίνου από τα πολλά φερμουάρ πρέπει να έχουν αλλάξει σχήμα.
«Ράψτο ρε παιδί μου!» αυτοσχεδιάζουν μερικοί.
Εδώ και κάμποσο καιρό ο Κωνστνατίνος μαθαίνει την σιωπή.
Τα καλά παιδιά δεν αντιμιλούν. Τα καλά παιδιά συμφωνούν με τους μεγάλους.
Η κουρασμένη μάνα, ο απογοητευμένος πατέρας, οι φοβισμένοι δάσκαλοι απλόχερα χαρίζουν φερμουάρ στον Κωνσταντίνο.
Κανείς δεν έχει το κουράγιο να ακούσει τη γνώμη του. Να κολυμπήσει στο κρυστάλλινο νερό του ενθουσιασμού του. Να πυρποληθεί από το πάθος του.
Οταν μαραθεί κι αυτό το λουλούδι θα έχουν μείνει μόνο σκουριασμένα φερμουάρ να κλείνουν μέσα τους την ζωή που ήταν κάποτε.

Sunday, April 22, 2012

"Απιστε" Θωμά

Το να πιστεύω σημαίνει να ξέρω ότι κάθε μέρα είναι μια καινούργια αρχή, σημαίνει πως είμαι σίγουρος ότι γίνονται θαύματα και ότι τα όνειρα βγαίνουν αληθινά.


Πιστεύω και έτσι βλέπω αγγέλους να χορεύουν ανάμεσα στα σύννεφα, θαυμάζω τον κατάσπαρτο με αστέρια ουρανό και ακούω το νου του ανθρώπου να περιδιαβαίνει πέρα από το φεγγάρι.


Πιστεύω θα πει να ξέρω πόσο αξίζει μια καρδιά που νοιάζεται, η αθωότητα των παιδικών ματιών και η σοφία ενός ηλικιωμένου χεριού, επειδή μέσα από τα διδάγματα τους μαθαίνω την αγάπη.


Πιστεύω σημαίνει να βρω τη δύναμη και το κουράγιο μέσα μου, όταν έρθει η ώρα, να μαζέψω τα κομμάτια μου και να αρχίσω ξανά.


Πιστεύω θα πει πως δεν είμαι μόνος μου, πως η ζωή είναι ένα δώρο και πως ήρθε η ώρα να το εκτιμήσω.


Πιστεύω σημαίνει πως όπου να’ ναι θα γίνουν υπέροχα πράγματα και πως μπορώ να πραγματοποιήσω όλα τα όνειρα και τις ελπίδες μου.


Φτάνει μόνο να πιστέψω… μονάχα να πιστέψω…


 


Πηγή: Τα εσώτερα δώματα της ψυχής των απανταχού ανθρώπων

Saturday, April 21, 2012

καινούργια παπούτσια

"Τι εννοείς ότι δεν θα τα ξαναφορέσεις;" τον ρώτησε η μάνα
"Τι δεν καταλαβαίνεις δηλαδή;" θυμωμένα ο μικρός
"Τα καινούργια σου παπούτσια; Αυτά που σου πήρε η νονά; Αυτά που της είχες ζητήσει; Γιατί;"
"Επειδή δεν μου αρέσουν πια!" είπε εκείνος αναψοκοκκινισμένος "Να τα πετάξεις!"
"Μα, δεν καταλαβαίνω! Δεν τα φόρεσες χθες που βγήκες με τους συμμαθητές σου; Δεν καμάρωνες στο δρόμο; Τι έγινε;"
Συγκρατώντας εκείνος το θυμό του φώναξε
"Με κοροΐδευαν!" της είπε "Μόλις με είδαν δεν είχαν άλλη συζήτηση παρά κοίταγαν τα παπούτσια μου και με γελούσαν! Κατάλαβες; Να τα πετάξεις! Δεν τα θέλω!"
Αναστέναξε η μάνα. Πόνεσε. Για τον φαύλο κύκλο που τυραννά αδιάκριτα όλες τις γεννιές.
"Ακου γιε μου" του είπε
"Δεν θέλω να ακούσω! Θέλω να πετάξεις τα ηλίθια παπούτσια!"
"Θα το κάνω" του είπε ήρεμα. "Μήπως θέλεις να το κάνεις εσύ αντι για μένα;"
"Οχι!" φώναξε ο μικρός. "Εσύ να το κάνεις!"
"Λιγάκι σου αρέσουν όμως έτσι;"
"Λίγο.."  ακούστηκε μέσα στα αναφυλλητά του
Η μάνα τον πλησίασε. Απαλά πέρασε το χέρι της πάνω από τα ιδρωμένα μαλλιά του.
"Αν υποστηρίξεις κάτι" του είπε "τότε σίγουρα δεν θα αρέσεις σε κάποιον. Αν δεν υποστηρίξεις κάτι, τότε σίγουρα δεν θα αρέσεις στον εαυτό σου. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή, που πρέπει να σταθείς στα πόδια σου και να πεις "Αυτός είμαι Εγώ". Κατάλαβες γιε μου;
Ο μικρός σκούπισε τα δάκρυα του και κοίταξε τη μάνα στα μάτια. Για πρώτη φορά ύστερα από πολλή ώρα ζωγραφίστηκε το χαμόγελο στο πρόσωπο του.

Friday, April 20, 2012

πεταμένα χρήματα

Ήταν ένα αγόρι που πήγαινε κάθε μέρα στο σχολείο του.
Ένα πρωινό λοιπόν εκεί που περπατούσε βρήκε στον δρόμο 20 λεπτά. Καταχαρούμενο μάζεψε το νόμισμα και καμαρωτός το φύλαγε μέσα στο χέρι του. Ένοιωθε απίστευτη χαρά που απεκτησε χρήματα δίχως να κάνει κάτι.
Από εκείνη τη μέρα συνέχεια όπου κι αν πήγαινε, κοιτούσε τον δρόμο με ολάνοιχτα μάτια, μήπως βρει κι άλλα χρήματα, και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.
Σ' όλη του τη ζωή πιθανότατα θα έχει βρει κάμποσα εικοσάλεπτα.
Θα μαζέψει τα χρήματα αυτά χωρίς να κάνει τίποτα. Χωρίς καμιά προσπάθεια, δίχως να ρισκάρει να χάσει κάτι.
Εκτός βέβαια από την ανείπωτη ομορφιά από 31369 ηλιοβασιλέματα, την υπέροχη πανδαισία 157 ουράνιων τόξων, την αμέτρητη γαλήνη χιλιάδων αστεριών.
Δεν θα δει ποτέ τα σύννεφα να χορεύουν στον ουρανό, τα πουλιά να πετούν λεύτερα, ούτε κάποιο μέρος της μνήμης του θα λαμπρύνει απο τα χιλιάδες χαμόγελα των περαστικών που διάβηκαν από κοντά του και πέρασαν δίχως να τα προσέξει.
Ξέρεις κανέναν που ζει έτσι;
Με το κεφάλι σκυμμένο να το βαραίνουν χιλιάδες καθημερινά προβλήματα, να φοβάται τον πόνο και την κριτική, να πανικοβάλλεται από πράγματα που ποτέ δεν θα γίνουν, ελπίζοντας να βρει πεταμένα 20 λεπτά, χωρίς να κάνει κάτι....

Thursday, April 19, 2012

Δοκιμή

"Κωστάκη! Πρόσεχε παιδί μου! Θα πέσεις! Θανάση! Τρέξε! Το παιδί"
Ακόμα και τα πουλιά είχαν σταματήσει το τραγούδι τους τρομαγμένα.
Η πλατεία αναστατώθηκε από τις φωνές της μητέρας
Ο Κωστάκης μόλις ξεκίνησε να δοκιμάζει τα πρώτα του βήματα στο γρασίδι.
Μαθαίνει τον πρώτο του χορό. Τα χεράκια του απλωμένα σα φτερούγες.
Δοκιμάζει. Πέφτει. Ξανασηκώνεται. Ξαναπέφτει. Χτυπάει το γόνατο του.
Η μητέρα του πιο εκεί αναμαλλιασμένη από το φόβο φωνάζει.
Δεν έμαθε να ζει ελεύθερη. Είχε αφήσει τον φόβο να την κυβερνά.
"Πρόσεχε Κωστάκη! Θα χτυπήσεις! Περίμενε τη μανούλα!"
Ο μικρός συνεχίζει την Οδύσσεια του στο γρασίδι.
Σαν ένα μικρό κομπιούτερ το μυαλουδάκι του δέχεται το πρόγραμμα της μάνας.
"Θα χτυπήσεις!"
Μεγαλώνοντας θα μάθει να ζει μ αυτό.
Θα αποφεύγει να μαθαίνει μέσα από τη δοκιμή, το λάθος, την ανταμοιβή.
Θα καταφύγει στα βιβλία, στις ειδήσεις, σε όσα ακούει από συγγενείς και φίλους.
Μόνο όποιος έχει την εμπειρία του πόνου, ξέρει τι είναι ο πόνος.
Μόνο όποιος έχει ζήσει την αγάπη, ξέρει τι σημαίνει.
Μόνο όποιος έχει δοκιμάσει να περπατήσει και έχει πέσει ξέρει τι σημαίνει να έχεις πέσει και να σηκωθείς ξανά και να περπατήσεις.

Wednesday, April 18, 2012

Μουσείο

"Το ξέρεις οτι σήμερα είναι όλα τα μουσεία ανοιχτά,ε;" του είπε όλο ενθουσιασμό
"Ανοιχτά; Γιατί;" ρώτησ εκείνος
"Ελα καλέ! Εσένα που σε ενθουσιάζουν κιόλας, θα έπρεπε να το ξέρεις... Παγκόσμια μέρα μουσείων σήμερα..."
Την κοίταξε στα μάτια. Για ώρα. Δίχως να μιλά. Εκείνη ενοχλήθηκε
"Τι έγινε τώρα; Γιατί με κοιτάς έτσι;" του είπε ανήσυχη
"Πως σε κοιτάω δηλαδή;" απάντησε εκείνος περνώντας το βλέμμα του μέσα από εκείνη
"Δεν ξέρω...κάπως..απόμακρα..." έσμιξε τα φρύδια της
Ο Αλέκος αγαπούσε τα μουσεία. Είχε επισκεφτεί το καθένα από δυο και τρεις φορές. Χανόταν μέσα στον κόσμο τους.
Δεν του άρεσε ο δικός του. Γύρευε παρηγοριά αλλού.
"Λοιπόν;" επέμενε η Αναστασία
"Τι λοιπόν;" κούνησε εκείνος το κεφάλι του δεξια και αριστερά προσπαθώντας να ..προσγειωθεί
"Τι θέλει να πει αυτό το βλέμμα;"
"Τίποτα...δεν θέλει να πει τίποτα.." είπε και ξεμάκρυνε για άλλη μια φορά
Πλησίασε το γραφείο του. Είχε πάντα εκεί οδηγό των μουσείων.
"Ποιο θα επισκεφτούμε;" τη ρώτησε και πήρε να τον ξεφυλλίζει
"Δεν χρειάζεται να μετακινηθούμε τόσο μακριά" του είπε
"Τι εννοείς;" ήταν η σειρά του να ρωτήσει
"Ας μείνουμε σ αυτό εδώ το μουσείο. Στην σχέση μας" του είπε και βγήκε από το δωμάτιο για να τον αφήσει μόνο του να περιεργαστεί τον χώρο όπως του άρεσε να κάνει σε όλα τα μουσεία.

Tuesday, April 17, 2012

Αλήθεια

Τρείς άνθρωποι εργάζονταν σε μια οικοδομή.
Όλοι είχαν την ίδια δουλειά.
Πλησίασα.
"Καλημέρα" είπα χαμογελώντας. "Καλή δύναμη!"
Δίχως να σταματήσουν μου ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό
"Καλημέρα" είπαν
"Τι κάνετε εδώ;" τους ρώτησα
O πρώτος είπε: "Εγώ σπάω πέτρες..."
O δεύτερος είπε: " Εγώ βγάζω το ψωμί μου..."
O τρίτος είπε: " Εγώ βοηθάω να χτιστεί ένα κέντρο αστέγων..."
Απομακρύνθηκα απορώντας και θαυμάζοντας για το μεγαλείο της Αλήθειας.

Monday, April 16, 2012

Της Ανάστασης

"Πιστέυω στον ήλιο
ακόμα κι αν αυτός δεν λάμπει.
Πιστέυω στην αγάπη
ακόμα κι εαν δεν τη νιώθω.
Πιστεύω στον Θεό
ακόμα κι αν αυτός παραμένει σιωπηλός..."


Βρέθηκε σε μια κρυψώνα κάποιου Εβραίου στην διάρκεια του Ολοκαυτώματος

Sunday, April 15, 2012

Χριστός Ανέστη

"Χριστός Ανέστη!" είπε και ύψωσε το ποτήρι του στον αέρα, σαν σημαία, σαν λάβαρο
"Αληθώς ο Κύριος!" απάντησαν οι υπόλοιποι και ύψωσαν κι αυτοί το ποτήρι τους για να ανταμώσουν το σινιάλο του Γιώργου.
Το φως λαμπύριζε καθώς σπάθιζε το κατακόκκινο κρασί. Διαμάντια σπινθίριζαν πάνω στο γυαλί.
Αφού απόθεσαν τα ποτήρια τους στο τραπέζι κάποιος είπε ένα χωρατό, άλλοι γέλασαν, άλλοι σχολίασαν και άλλοι έμειναν σιωπηλοί για να ακούσουν καθαρά τον χτύπο στην πόρτα.
«Ποιος να είναι τέτοιαν ώρα;» ρώτησαν. «Ολοι είμαστε εδώ!»
«Φαίνεται πως δεν είμαστε..» είπε ο Γιώργος και μαζί με την σύντροφο του τράβηξαν κατά την εξώπορτα.
Κοιτούσε ο ένας τον άλλον. Σώπασαν τα χωρατά. Παράτησε το φως τα παιχνιδίσματα του.
Στο άνοιγμα της πόρτας στεκόταν το ζευγάρι των αστέγων της γειτονιάς. Λιγο καιρό πριν ο Γιώργος και η γυναίκα του έτρωγαν στο σπίτι τους. Τώρα στέκει μόνο, σαν πεθαμένο.
«Ελάτε, περάστε! Ο Χριστός αναστήθηκε!» είπε ο Γιώργος
«Κοπιάστε στο τραπέζι μας!» είπε η γυναίκα του δίχως να ρωτήσει τίποτα άλλο.
«Βλέπετε πως δεν είμασταν όλοι;» χαμογέλασε πλατιά καθώς  τακτοποιούσε για να συν-χωρέσουν όλοι.
«Τελικά στο τραπέζι, και κυρίως στο αναστάσιμο, ποτέ δεν είμαστε όλοι. Πάντα κάποιος θα λείπει και τον περιμένουμε...» σχολίασε κάποιος
«Για να μη το προχωρήσω προτείνοντας να  πάρουμε την μερίδα του και θα βγούμε να τον  συναντήσουμε εμείς» συμπλήρωσε άλλος
Τα μάτια συνέχισαν την κουβέντα. Δίχως λόγια περιττά.
« Χριστός Ανέστη» ξαναύψωσαν όλοι μαζί τα ποτήρια τους τούτη τη φορά.

Saturday, April 14, 2012

Φως

"Αντε βρε κορίτσι μου να βγεις καμιά βόλτα! Αράχνιασες εδώ μέσα όλη την ώρα!"
Αυτή ήταν η μόνιμη γκρίνια στο σπίτι τον τελευταίο καιρό.
Η Αντριάνα δίχως να απαντήσει κουλουριαζόταν πιο πολύ πάνω στο κρεβάτι της, τακτοποιούσε τα ακουστικά στα αυτιά της και χανόταν στο σκοτάδι. Το δωμάτιο κάποτε είχε παράθυρα. Τώρα οι γέφυρες για να περάσει το φως έχουν γκρεμιστεί. Στη θέση τους θυμωμένα παντζούρια υπερασπίζουν την απομόνωση.
"Τι έχεις παιδάκι μου; Γιατί δε μας μιλάς;" παρακαλούσε η μάνα.
Ο πληθυντικός ήταν απο συνήθεια. Η αλήθεια είναι οτι στο σπίτι κυριαρχούσε ο ενικός.
 Εδω και λίγα χρόνια. Ενας γονιός κοντά. Ο άλλος μακριά.
"Τι σου λείπει που δεν το έχεις;" αναζητούσε δρόμο να περάσει η μάνα
Η σιωπή όμως την έδιωχνε από το δωμάτιο
Η Αντριάνα ακόμα και στο σχολείο κουβαλούσε τη σιωπή της. Πιο βαριά από την τσάντα με τα δεκατέσσερα βιβλία και τα πέντε τετράδια.
Οι φίλοι βαρέθηκαν. Οι δάσκαλοι παραιτήθηκαν. Οι ψυχολόγοι έμειναν πολύ μακριά από την καρδιά της.
Η Μεγάλη Εβδομάδα δεν ήταν διαφορετική από την προηγούμενη. Απλά είχε όνομα.
Για την Αντριάνα η ζωή της τέλειωνε στον Επιτάφιο.
Μέχρι που το Μεγάλο Σάββατο ξαφνικά άνοιξε το παράθυρο του δωματίου της.
Στο κάδρο του φάνηκε ο πατέρας.
Έπεσε στην αγκαλιά του και αναστήθηκε το Φως της.

Friday, April 13, 2012

Ο παππούς

Κωνσταντίνος Κωστέλλας. Ετσι έλεγαν τον παππού. Και ήταν ήρωας. Και η φωτογραφία του δέσποζε στο σαλόνι του σπιτιού.
Από τότε που χτίστηκε τούτο το σπίτι, το πρώτο κάδρο που κρεμάστηκε καταμεσίς στον ολόλευκο τοίχο ήταν του παππού. Σαν θεμέλιο. Σαν ευχή.
"Αυτός εκεί που βλέπετε.." ήταν το σκαλοπάτι για να ανέβει στο βάθρο ο κυρ Δημήτρης και να εξιστορίσει για χιλιοστή φορά τα κατορθώματα του παππού. Τι πόλεμο, τι στενάχωρα χρόνια, τι κατορθώματα.
Ολοι οι φίλοι του είχαν ακούσει τα ιστορήματα αυτά χιλιες φορές. Δεν χόρταιναν να τον βλέπουν να τα εξιστορεί για χιλιοστή πρώτη. Τους καθήλωναν τα δάκρυα του. Τιμή και καμάρι.
Κάθε φορά που χρειαζόταν να βαφτεί το σπίτι όλη του η έγνοια ήταν το καδρο του παππού. Η ιστορία του. Ο λόγος για να ζει.
Μεγάλη Παρασκευή ήταν όταν ήρθε η ώρα να φύγουν.
Δεν θα πήγαιναν για προσκύνημα. Ούτε για εκκλησσιά.
Τους σκλάβωσε η προσφυγιά.
Το βιος τους το πήραν άλλοι. Με το έτσι θέλω. Οπως προστάζει ο νόμος του δυνατού.
Ο κυρ Δημήτρης αποκαθήλωνε το καδρο του παππού την ίδια ώρα που ο ιερέας σε κάποιο ναό αποκαθήλωνε το σώμα του Ιησού.
Λευκό σεντόνι τύλιξε τις μνήμες, την ιστορία. Αντί για μύρο ο κυρ Δημήτρης το πότισε με δάκρυα. Το μύρο της ψυχής του.
Στα κατάβαθα της βαλίτσας ευλαβικά, σαν σε τάφο βρέθηκε ο φωτογραφία του Κωνσταντίνου Κωστέλλα.
Θα ξανάβλεπε το φως του ήλιου στην καινούργια πατρίδα τώρα πια. 

Thursday, April 12, 2012

Μεγάλη Πέμπτη στην Ίμβρο

Οι τρεις πρώτες μέρες περνούσαν μέσα σε ήπιο κλίμα με τους Νυμφίους και έφτανε η μεγάλη Πέμπτη, η κόκκινη Πέμπτη όπως την λέγαμε. Τη μέρα αυτή έβαφαν τα κόκκινα αυγά και γι’ αυτό την έλεγαν κόκκινη. Τα αυγά τα έβαφαν με ριζάρι, που έιναι η κόκκινη ρίζα του φυτού «μπογιά». Για ποικιλία έβαφανκαι λίγα κίτρινα με τρυφερά φύλλα και βλαστάρια αμυγδαλιάς. Τα κόκκινα αυγά συμβολίζουν τα κόκκινα από το αίμα της καρδιάς της, δάκρυα της Παναγίας για τον Μονογενή της.
Ένα από τα κόκκινα αυγά το κρατούσαν ολοχρονίς φυλαγμένο στο εικονοστάσι. Σύμβολο της γονιμότητας, το έβαζαν πάνω στηνκοιλιά της στείρας γυναίκας, για να «δέσει» παιδί, ή της ύποτης ν’ αποβάλει, για να «κρατήσει». Το ίδιο έκαναν και στα ζωντανά.
Τα πλαιά χρόνια, το βράδυ της Μεγάλης Πέμτης στόλιζαν ένα φανάρι με βάγιες κι έβγαιναν στην γειτονιά κι έλεγαν το παρακάτω τραγούδι:


Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,


Σήμερα τ’άστρα θλίβονται και το φεγγάρι κλαίγει.


Πάει στη μάνα του ο γιος θολός και βουρκωμένος


κι η μάνα του τον έρωτα κι η μάνα του του λέει.


-Γιε μου, με τ’άστρα μάλωσες, γιε μου, με το το φεγγάρι,


γιε μου, με τον αυγερινό, που πάει και βασιλεύει;


-Μηδέ με τ’άστρα μάλωσα, μηδέ με το φεγγάρι,


μηδέ με τον αυγερινό που πάει και βασιλεύει.


Τη νύχτα, τα μεσάνυχτα και την βαθιά αυγίτσα,


ακούει τις πόρτες που χτυπούν και τα κλειδιά γυρίζουν.


-Ποιος είν’αυτός, όπου χτυπά την πόρτα μου και τα κλειδιά γυρίζει;


-Εγώ ‘μαι ο απόστολος και πρώτος μαθητής σου.


-Δεν είσαι συ απόστολος και πρώτος μαθητής μου,


μόν’ είσαι συ ο διάβολος κι ήρτες να με προδώσεις.


Εμείς οι τρεις, οι τέσσερις κι οι άλλοι δεκατέσσερις


την πόλη τη γυρίσαμε, το βασιλέ δεν ήβραμε.

φίλημα


“Τώρα που αρρώστησες δεν θέλω να στεναχωριέσαι καθόλου!» του είπε και του χαίδεψε τα λιγοστά μαλλιά.
Εκείνος ανήμπορος σα να βυθίζεται σε κινούμενη άμμο. Πετάρισε τα βλέφαρά του δυο τρεις φορές πασχίζοντας να δει πιο καθαρά το πρόσωπο της γυναίκας του.
«Τι θα απογίνουν τα παιδιά;» τη ρώτησε
Εκείνη του χάρισε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο
«Τα έχεις φροντίσει όλα καλέ μου!» του είπε
«Ολα;» ρώτησε αυτός «Πως;»
Του έφερε κοντά στο πρόσωπο του μερικές πυκνογραμμένες κόλλες χαρτιού γεμάτες υπογραφές και χαρτόσημα.
«Αυτό είναι το δώρο σου γι αυτά.» του είπε «Το μόνο που λείπει είναι η συγκατάθεση σου» και του έβαλε στο χέρι ένα στυλό.
Με τρεμμάμενο χέρι εκείνος υπέγραψε τη διαθήκη.
Εκείνη την ώρα περνούσε ο γιατρός πίσω από την πόρτα. Κοίταξε την γυναίκα ερωτηματικά, εκείνη του έγνεψε καταφατικά και αποτέλειωσε το φιλί στο μάγουλο του άνδρα της. Ολο γλύκα, σαν δηλητήριο.
Σχεδόν κανείς δεν άκουσε την τρέμαμενη σκέψη του, γεμάτη παράπονο:
«Με φίλημα προδίδεις την αγάπη μας;»