Monday, November 28, 2011

Η Ρόζα η φοιτήτρια

Κάποια σχολική χρονιά, όταν φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο, την πρώτη κιόλας μέρα της μπήκε ο καθηγητής μέσα στην αίθουσα, συστήθηκε και μας προκάλεσε να γνωρίσουμε κάποιον που δεν τον είχαμε ξαναδεί.Σηκώθηκα από το θρανίο μου, κοίταξα ενα γύρω όταν ένα απαλό χέρι άγγιξε τον ώμο μου. Γύρισα και είδα μια ρυτιδωμένη, γριά γυναίκα να λάμπει μέσα από έαν χαμόγελο και να μου λέει
"Γεια σου όμορφε! Με λένε Ρόζα. Είμαι 87 χρονών. Μπορώ να σε αγκαλιάσω;"
Γέλασα και ανταποκρίθηκα με ενθουσιασμό
"Και βέβαια μπορείτε!" και με εσφιξε πολύ δυνατά.
"Γιατί είστε στα θρανία σε μια τόσο μικρή και αθώα ηλικία;" την ρώτησα χαριτωμένα
Εκείνη χαρούμενα απάντησε
"Βρίσκομαι εδώ για να συναντήσω ένα πλούσιο σύζηγο, να παντρευτώ, να κάνω κανα δυο παιδιά και ύστερα να πάρω σύνταξη και να ταξιδέψω"
"Οχι, ειλικρινά" την ξαναρώτησα. είμαι περίεργος για το τι την οδήγησε να αναλάβει τέτοια πρόκληση στην ηλικία της
"Πάντα ονειρευόμουν να έχω Πανεπιστημιακή μόρφωση και τώρα την παίρνω" μου είπε.
Μετά το μάθημα πήγαμε στην καφετέρια και πήραμε μιλκσεικ. Γίναμε φίλοι. Κάθε μέρα για τους επόμενους τρεις μήνες φεύγαμε μαζί από το αμφιθέατρο και μιλούσαμε για ατέλειωτες ώρες. Με συνάρπαζε να ακούω αυτή την χρονομηχανή να μοιράζεται μαζί μου σοφία και εμπειρίες. Καθώς προχωρούσε η χρονιά η Ρόζα έγινε η μασκώτ του έτους και έκανε εύκολα φιλίες όπου κι αν πήγαινε.Της άρεσε να ντύνεται όμορφα και περίεργα προκαλώντας έτσι τις ματιές των συμφοιτητών της.Το ευχαριστιόταν. Προς το τέλος του εξαμήνου της είχαμε ζητήσει να μιλήσει σε μια εκδήλωση. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τι μας δίδαξε.
Ανέβηκε στο πόντιουμ. Καθώς ξεκίνησε την ομιλία της της έπεσαν μερικές σελίδες στο πάτωμα. Ενοχλημένη έσκυψε στο μικρόφωνο και είπε
"Συγνώμη, είμαι τόσο τρεμουλιάρα. Εκοψα το κρασί και ξεκίνησα το ουίσκι και κοιτάξτε τι έπαθα. Δεν πρόκειται να καταφέρω να βάλω στη σειρά τις σελίδες για την ομιλία μου οπότε θα σας πω τι ξέρω."
Γέλασε, καθάρισε το λαιμό της και ξεκίνησε
"Δεν σταματάμε να παίζουμε επειδή μεγαλώνουμε, αλλά μεγαλώνουμε επειδή σταματάμε να παίζουμε. Τέσερα μυστικά υπάρχουν μόνο για να μείνεις νέος, ευτυχισμένος και πετυχημένος. Να γελάς, να βρίσκεις χιούμορ για κάθε τι. Αν είσαι δεκαεννιά χρονών και ξαπλώσεις στο κρεβάτι για ένα χρόνο δίχως να κάνεις κάτι παραγωγικό θα γίνεις είκοσι χρονών. Αν εγώ που είμαι 87 καθίσω στο κρεβάτι για ένα χρόνο δίχως να κάνω κάτι θα γίνω 88. Ολοι μπορούν να γίνουν μεγαλύτεροι. Δεν χρειάζεται κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο γι αυτό. Η ιδέα είναι να μεγαλώνεις βρίσκοντας την ευκαιρία στην αλλαγή. Μην έχετε ενοχές. Οι μεγαλύτεροι συνήθως δεν έχουν ενοχές για όσα έκαναν αλλά για όσα δεν έκαναν. Οι μόνοι άνθρωποι που φοβούνται το θάνατο έιναι εκείνοι που έχουν ενοχές".
τέλειωσε το λόγο της λέγοντας το όνομα της τραγουδιστά.
Στα επόμενα χρόνια η Ρόζα τέλειωσε τις σπουδές της. Μια βδομάδα μετά την ορκωμοσία πέθανε ειρηνικά στον ύπνο της. Πάρα πολλοί φοιτητές είχαμε πάει στην κηδεία της για να τιμήσουμε αυτή την υπέροχη γυναίκα που μας δίδαξε με το παράδειγμά της οτι ποτέ δεν είναι πολύ αργά για να γίνεις αυτό που μπορείς.
Να θυμάσαι πάντα οτι το να μεγαλώνεις είναι υποχρεωτικό αλλά το να ωριμάζεις είναι προαιρετικό.

Sunday, November 27, 2011

Saturday, November 26, 2011

Ο καφές

Μια παρέα από πρώην, τώρα πια (sic),  ανώτατα στελέχη μαζέυτηκαν για να επισκεφτούν τον παλιό καθηγητή τους από το Πανεπιστήμιο. Σύντομα η συζήτηση στράφηκε στα παράπονα για το άγχος στη δουλειά και στη ζωή. Ο καθηγητής πήγε στη κουζίνα για να κεράσει καφε στους καλεσμένους του και επέστρεψε με μια μεγάλη καφετιέρα και μερικά φλυτζάνια όλων των ειδών: πλαστικά, γυάλινα, άλλα κρυστάλινα, και άλλα τελείως απλά. Απόθεσε το δίσκο στο τραπέζι και κάλεσε τους παλιούς του μαθητές να σερβιριστούν μόνοι τους.
Οταν όλοι είχαν ένα φλυτζάνι στο χέρι τους είπε ο καθηγητής:
"Αν παρατηρήσατε, πήρατε όλα τα όμορφα και ακριβά φλυτζάνια  και αφήσατε στο δίσκο όλα τα φτηνα και τα κοινά. Ενώ αυτό είναι φυσιολογικό να θέλετε μόνο το καλύτερο για σας, όμως αυτή είναι και η πηγή των προβλημάτων σας και του άγχους.  Το ξέρετε καλά οτι το φλυτζάνι από μόνο του δεν προσδίδει ποιότητα στον καφέ, αλλά παρόλα αυτά εσεις διαλέξατε τα καλύτερα...και ύστερα αρχίσατε να κοιτάζετε ο ένας το φλιτζάνι του άλλου.
Αυτό που θέλατε ουσιαστικά δεν ήταν ο καφές. Οι δουλειές, τα λεφτά η θέση στη κοινωνία είναι τα φλυτζάνια. Είναι μόνο εργαλεία για να συγκρατούν και να περιέχουν τη ζωή, και το είδος του φλυτζανιού που έχουμε δεν προσδιορίζει ούτε αλλάζει την ποιότητα της ζωής που ζούμε.
Μερικές φορές όταν συγκεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας μόνο στου φλυτζάνι δεν ευχαριστιόμαστε τη ζωή που μας έχει δοθεί ως δώρο.
Απολαύστε τον καφέ!
Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν έχουν τα καλύτερα από κάθε τι. Απλά δημιουργούν το καλύτερο από κάθε τι.
Ζήστε απλά. Αγαπήστε γενναιόδωρα. Νοιαστείτε βαθιά. Μιλήστε ευγενικά. Τα υπόλοιπα...μπορεί και να μην υπάρχουν!"

Friday, November 25, 2011

Πόσοι είναι;






Όταν συναντιώνται δύο άνθρωποι, είναι παρόντες έξι:


 


Υπάρχει ο κάθε άνθρωπος όπως βλέπει τον εαυτό του




Υπάρχει ο κάθε άνθρωπος όπως τον βλέπει ο άλλος




και υπάρχει ο κάθε άνθρωπος όπως είναι πραγματικά.

Wednesday, November 23, 2011

10 ( άλλες) Εντολές


  •     Μη συναναστραφείς με ανθρώπους που σε κάνουν να αισθάνεσαι άσχημα  για τον εαυτό σου.

  •     Μη προσπαθήσεις να βγάλεις νόημα από τρελή συμπεριφορά.

  •     Μην κάνεις παρέα με ανθρώπους πιο δυσλειτουργικούς από εσένα.

  •     Να εμπιστεύεσαι το σώμα σου κάθε μέρα της ζωής σου. Το ίδιο και το  μυαλό σου.

  •     Έχεις την άδεια κάθε φορά, να λες "Όχι", να αλλάζεις γνώμη, και να  εκφράζεις τα αληθινά συναισθήματά σου.

  •     Αυτό που δεν είναι σωστό για σένα δεν είναι επίσης σωστό για τους συνανθρώπους σου.

  •     Να μην κάνεις τίποτα παραπάνω από τις δυνάμεις σου.

  •     Δεν έχει καμία σημασία τι νομίζουν οι άλλοι άνθρωποι για σένα.

  •     Όπου βρίσκεσαι, εκεί επίσης βρίσκεται και η χαρά σου.

  •     Να τραγουδάς για τα κατορθώματα σου κάθε μέρα της ζωής σου.

Sunday, November 20, 2011

Πιο αργά!

sunset.jpg

Ένα νεαρό και επιτυχημένο στέλεχος εταιρείας, οδηγούσε τη νέα του Τζάγκουαρ κάπως γρήγορα σε μία γειτονιά όχι και τόσο καλόφημη. Πρόσεχε βέβαια μην τυχόν κάποιο παιδάκι ξεπροβάλει απότομα ανάμεσα από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Κάποια στιγμή πιστεύοντας πως είδε κάτι να κινείται επιβράδυνε, αντί όμως να εμφανιστεί κάποιο παιδί, ένα τούβλο χτύπησε με δύναμη την πλαινή πόρτα της τζάγκουάρ του.
Φρέναρε απότομα και κάνοντας όπισθεν κατευθύνθηκε στο σημείο που ήρθε το τούβλο
Φανερά θυμωμένος πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητό του, κι έπιασε ένα μικρό που βρήκε κοντά του, το έσπρωξε και το ακούμπησε με την πλάτη σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, φωνάζοντας
«Γιατί το έκανες αυτό και ποιος είσαι; Τι νομίζεις ότι κάνεις; Αυτό είναι ένα καινούριο αυτοκίνητο και το τούβλο που πέταξες του έκανε μια πολύ ακριβή ζημιά! Γιατί το έκανες»;

Το νεαρό αγόρι απολογητικά του είπε
«Σας παρακαλώ κύριε! Σας παρακαλώ! Ζητώ συγνώμη, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω! Πέταξα το τούβλο γιατί κανένας δεν σταματούσε.»
Με δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του και στο σαγόνι του, το αγοράκι έδειξε πίσω από ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
«Είναι ο αδερφός μου» είπε «Το αναπηρικό του καροτσάκι αναποδογύρισε στο πεζοδρόμιο, έπεσε κι εγώ δεν μπορώ να τον σηκώσω!».
Το αγόρι ζήτησε από τον νεαρό
«Θα μπορούσατε σας παρακαλώ να με βοηθήσετε να τον βάλουμε πίσω στο αναπηρικό του καροτσάκι; Είναι χτυπημένος και είναι πολύ βαρύς για να τον σηκώσω μόνος μου».
Ο οδηγός εμβρόντητος, προσπάθησε να συνέλθει, σήκωσε γρήγορα το ανάπηρο αγόρι και το καροτσάκι του, έπειτα πήρε ένα χαρτομάντηλο και περιποιήθηκε πρόχειρα τις πληγές του αγοριού.
Με μια ματιά που του έριξε κατάλαβε πως τα τραύματα του ήταν επιφανειακά κι όλα θα πήγαιναν καλά.
«Σε ευχαριστώ! ο Θεός να σε έχει καλά!» είπε το αγοράκι με ευγνωμοσύνη στον ξένο.
Ο οδηγός ταραγμένος ακόμη, απλά κοιτούσε το αγοράκι να σπρώχνει το καροτσάκι με τον αδερφό του πάνω στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας για το σπίτι τους.
Γύρισε προς τη τζάγκουάρ του αργά. Η ζημιά στο αυτοκίνητο ήταν εμφανέστατη αλλά ο νεαρός ποτέ δεν μπήκε στην διαδικασία να την επιδιορθώσει. Άφησε τη ζημιά να υπάρχει για να του θυμίζει το μήνυμα:
«Μην ζεις τη ζωή σου τόσο γρήγορα έτσι ώστε να αναγκάζεις τον άλλον να σου πετάξει τούβλο για να τραβήξει την προσοχή σου»!

Wednesday, November 16, 2011

"Ο Παράδεισος δεν έχει μόνο αγγέλους"

 




Δημοσιεύω μερικές σελίδες από το καινούργιο μου μυθιστόρημα με τίτλο
"Ο Παράδεισος δεν έχει μόνο αγγέλους".
Εχει σταλεί σχεδόν σε όλους τους εκδοτικούς οίκους για να αξιολογηθεί και να κριθεί αν μπορεί να εκδωθεί η όχι.
Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, το έκριναν αντιεμπορικό.
Ετσι λοιπον λόγω της μεγάλης μου αγάπης προς τα "παιδιά" μου αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο δίκτυο. Οπως πιθανόν να κάνω και με τα επόμενα βιβλία μου, τα οποία υποψιάζομαι οτι είναι εξίσου αντιεμπορικά. Είμαι ωστόσο σίγουρος, από την μέχρι τώρα ανταπόκριση, οτι μιλούν γλυκά στη ψυχή των αναγνωστών.
Αν λοιπόν κι εσύ αγαπητέ αναγνώστη ακους τη ψυχή σου να σου ψιθυρίζει καθώς θα διαβάζεις τις παρακάτω γραμμές, μη διστάσεις να το μοιραστείς με μας.
Καλή "συμμετοχή".


 


(1). Οι αγέρηδες πήραν και σκόρπισαν πόθους και λιοπύρια

Όταν χτύπησε το κινητό του, εκείνος είχε ήδη ξυπνήσει. Νωχελικά το κοίταξε, περιμένοντας να τελειώσει το τραγούδι που είχε βάλει για αφύπνιση. Για μια ακόμα φορά έκλεισε τα μάτια. Του άρεσε το κρυφτό με τον ύπνο. Στις γωνιές των ματιών, στα χρώματα των ονείρων.

Αποτίναξε το σεντόνι του και το άφησε κουλουριασμένο σε μια άκρη. Σηκώθηκε. Στην καρέκλα του γραφείου του, είχε αποθέσει από εχθές την μπλούζα και το παντελόνι του. Τα φόρεσε αργά.

Αποβραδίς είχε έτοιμη την τσάντα του. Του φάνηκε βαριά. Οι μέρες στο σχολείο έμοιαζαν ατέλειωτες. Πόσα χρόνια ήταν μαθητής! Έρχονταν στιγμές που το ξεχνούσε. Λες και είχε γεννηθεί μαθητής. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, είχε περασμένη μια τεράστια τσάντα στον ώμο. Με βιβλία και ευχές. Ξένες.

Πλησίασε το laptop του. Να το ανοίξει πήγε, μα το ξανασκέφτηκε. Ο χρόνος του δεν ήταν αρκετός και δεν άντεχε την πρωινή γκρίνια. Του πατέρα. Γιατί, με την μάνα είναι αλλιώς.

«Που τις βρίσκει τόσες καλοσύνες μονάχα εκείνη ξέρει. Σπάνια να ακούσεις από το στόμα της πικρή κουβέντα για κάποιον. Ακόμα και για τον άντρα της...», παρατήρησε.

Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να διαβάσει τα νυχτερινά emails του. Άλλωστε δεν είχε να περιμένει και πολλά...

Προχώρησε προς την πόρτα. Έριξε κλεφτή ματιά στο κρεβάτι του. Ολόιδιο οι σκέψεις του. Ανεμοσκόρπισμα. Κίνησε να το στρώσει, όμως του φάνηκε καλύτερο, να παραμείνει έτσι: Σωστός καθρέφτης της ψυχής του. Δευτέρα πρωί. Δύο βδομάδες μετά τον αγιασμό.

«Πως θα ήταν αλήθεια μια εβδομάδα δίχως Δευτέρα; Σαν έρωτας δίχως το πρώτο φιλί... Σαν έκθεση δίχως πρόλογο...Σαν τσακωμός δίχως αιτία...».«Ναι καλά, γιατί εδώ στο σπίτι χρειαζόταν κάποια αιτία...», συνέχισε. «Να δεις που μόλις με δουν...» έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του.

«Επιτέλους θυμήθηκες πως είναι Δευτέρα σήμερα; Εγώ στην ηλικία σου πρώτος σηκωνόμουν από το κρεβάτι και έτρεχα να φτιάξω πρωινό στους γονείς μου, χώρια που είχα να φροντίσω και τον αδελφό μου τον μεγάλο, τον θείο σου που...».

« Καλημέρα μπαμπά», είπε και πήγε να φιλήσει την μητέρα. Σιωπηλή, του τύλιγε το σάντουιτς του, με αλουμινόχαρτο.

«Εμ βέβαια, εκεί που τρώμε, έτσι; Αν ακούσουμε και καμιά άλλη αλήθεια, στρίβουμε, γιατί δεν έχουμε τι να πούμε...»

«Που την βρίσκεις την όρεξη κάθε πρωί;» τον ρώτησε εκείνος και χάιδεψε την πλάτη της μάνας, λες και ήθελε να πάρει μερτικό από την δύναμη και την υπομονή της

«Έλα», γύρισε τότε αυτή και του έδωσε το σάντουιτς, «μην τον ξεσυνερίζεσαι, έχει στεναχώριες, απολύουν στην δουλειά του και τον έχει πιάσει άγχος...»

Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Απλά για να συμφωνήσει ότι κέρδισε το στοίχημα, ότι θα ξαναέβλεπε το ίδιο «έργο», ότι θα έρθει η ώρα που θα κουνήσει ξανά το κεφάλι του πάνω κάτω. Όπως τα άλογα. Που τρομάζουν κι εσύ νομίζεις ότι σου γνέφουν καταφατικά...

Ακούμπησε την τσάντα του στο τραπέζι για να βάλει μέσα το κολατσιό του. Την ώρα που έκλεινε το φερμουάρ, εκείνο σκάλωσε. Δεν έλεγε να κουμπώσει. Ο Γιώργος προσπαθούσε να το ξεκολλήσει. Μια το τραβούσε μπρος, μια πίσω. Καθώς η ζωή του μέσα στο σπίτι. Ξαφνικά με μια απότομη κίνηση σπάει το φερμουάρ, τινάζεται το χέρι του προς τα εμπρός και εκσφενδονίζει το φλιτζάνι με τον καφέ του πατέρα στον τοίχο.

«Ώρα να πηγαίνεις καμάρι μου», του είπε η μάνα, θα το φροντίσω εγώ.

« Μια ζωή σκουπίζεις τις ακαθαρσίες και τα ατοπήματα των άλλων» ήθελε να της πει, αλλά τον πρόλαβε η πολεμική κραυγή που αντηχούσε σαν ιαχή από το δωμάτιο του Κωνσταντίνου.

«Σήμερα μπορεί να πάμε εκδρομηηηή!!» σαν αγέρας πέρασε από δίπλα του και προσγειώθηκε στην καρέκλα δίπλα στον πατέρα.

«Σιγά παιδί μου!» τον μάλωσε, «πως κάνεις έτσι; Με εκδρομές και αποχές δεν μαθαίνεις γράμματα...».

«Είδαμε και την δική σου προκοπή», αντέδρασε εκείνος, δίχως να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην αγενή απάντηση του.

Πήρε τις φρυγανιές του και τις εξαφάνισε στο λεπτό. Ο Γιώργος, όρθιος, παρατηρούσε την καθημερινή παράσταση κάπως βαριεστημένα.

«Μαμά ξέρεις ποιος πέθανε εχθές;» ρώτησε ο μικρός, κρύβοντας ένα γελάκι πίσω από μια κουταλίτσα μαρμελάδα.

«Όχι, δεν ξέρω, ποιος;» ρώτησε εκείνη με αφέλεια, δίνοντας του το δικό του τοστ.

«Ούτε κι εγώ ξέρω! Χα χα χα!!» καμάρωσε με το αστείο του και με μια γουλιά κατέβασε μονορούφι το γάλα του.

«Σιγά, θα πνιγείς!» φώναξε ο πατέρας.

«Μόνο αν φωνάζεις και μας σπας τα νεύρα», είπε ο μικρός και έφυγε δίχως να φιλήσει κανέναν. Δεν το συνήθιζε, παρά μόνο σε έκτακτες περιστάσεις. Όταν χρειαζόταν χρήματα. Ή κάποια αγκαλιά...



Πολλά είχε να πει στην γυναίκα του, ο Ανέστης, για τα παιδιά του.

«Πρέπει να είμαστε κοντά τους Μίνα», της είπε και της έπιασε το χέρι, «έρχονται δύσκολες μέρες».

«Να χαλαρώσεις λίγο Ανέστη μου», του είπε εκείνη, «τα παιδιά μπορεί να μην καταλαβαίνουν την έγνοια σου και να νομίζουν άλλα...»

«Μα πως; Πως θα μάθουν τα όρια;»

«Ίσως όχι με τις φωνές, δεν ξέρω... Ποιος μας ετοιμάζει για γονείς... Ποιος;», αναστέναξε εκείνη και πήγε να πλύνει όσα έμειναν στον νεροχύτη.

«Τον Γιώργη μας», είπε μόνο. «Τον Γιώργη μας...».

«Ε, τι έγινε μ’ αυτόν;»

«Μας θέλει κοντά του, Ανέστη! Τον βλέπω, πώς λαχταρά...»

«Ε, άμα θέλει, ας έρθει,» είπε εκείνος κάπως ενοχλημένα.

«Να βρει όμως και την πόρτα ανοιχτή, έτσι λεβέντη μου;» γύρισε και τον κοίταξε γλυκά μέσα στα μάτια.

«Καταλαβαίνω Μίνα, καταλαβαίνω, μα να με καταλάβει κι εκείνος. Ολόκληρος άνδρας είναι πια...»

«Ο πατέρας θαρρώ πως απλώνει πρώτα το χέρι και το παιδί πιάνεται», είπε εκείνη. «Δεν ξέρω κιόλας...»

«Εντάξει, εντάξει... Λοιπόν εγώ φεύγω... Θα πάω να βρω και εκείνον τον Ασημακόπουλο, γι’ αυτή την υπόθεση με τα γραμμάτια. Να έχω κάτι να πω στο αφεντικό...»

«Να είσαι ευγενικός με τους αναγκεμένους...»

«Ναι, καλά...» μελαγχόλησε για μια στιγμή με την σκέψη πως κι εκείνος ήταν στην ίδια θέση.

Ένα πεταχτό φιλί κόλλησε πάνω στην πόρτα που έκλεισε για δεύτερη φορά, αφήνοντας την Ασημίνα να κεντά τα όνειρα της, στης μοναξιάς της τον καημό.

Τώρα που έφυγαν όλοι καιρός να συμμαζευτεί κι εκείνη. Σήμερα, έτσι όπως πηγαίνει, θα φτάσει καθυστερημένη στη δουλειά της. Θα τα ακούσει ξανά. Μα τι νόημα έχει. Λες και οι άνθρωποι έχουν ηχογραφημένο το ίδιο παράπονο. Απλώς αλλάζει ο τόνος της φωνής. Παρόλο που ακούγεται θυμωμένος, κρύβει πόνο και το ξέρει.

Το ρολόι δείχνει ήδη οκτώ παρά τέταρτο. Τα παιδιά θα έχουν φτάσει στο σχολείο. Όπου να ναι θα χτυπήσει το κουδούνι.



Τα πρωινά στο σχολείο μοιάζουν τόσο πολύ το ένα με το άλλο. Η αυλή, δεύτερη μάνα, έχει ανοίξει την αγκαλιά της να χωρέσει τους γιους και τις κόρες της. Εκείνα την ανταμείβουν με υπέροχο βουητό. Πως κάνει το μελίσσι; Ε, ίδιο και απαράλλαχτο.

Η «ζωή» ξυπνά. Νυσταγμένη ακόμα περιδιαβαίνει το προαύλιο και απαλά χαϊδεύει στην πλάτη τα παιδιά, ένα προς ένα. Μέσα από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, χρυσίζει τις πλεξούδες των κοριτσιών, περνάει δίπλα από τις παρέες των αγοριών. Βροντοφωνάζουν, λες και μαλώνουν. Η τραχιά φωνή τους. Διασχίζουν την πολυτάραχη, πολύχρωμη, εφηβεία τους.

«Πιάσε!» ακούγεται από την μεριά της μπασκέτας και στο επόμενο δευτερόλεπτο έχει ξεκινήσει ένα « παιχνίδι μονό».

Γύρω της, γαϊτανάκι αόρατο, με μεταξωτές κορδέλες, τα παιδιά στριφογυρίζουν σε έναν παθιασμένο χορό. Τσάντες παρατημένες εδώ κι εκεί, σαν ρούχα πεταμένα στο χώμα, κάποια καυτή καλοκαιρινή μέρα. Το ρυθμικό χτύπημα της μπάλας στο τσιμέντο, σαν ταμπούρλο πολεμικό. Προσκαλεί και προκαλεί. Μαγευτικό για τα περισσότερα αγόρια που δεν μπορούν ν’ αντισταθούν.

Λίγα μέτρα παρακεί ανησυχίες κυριεύουν τις ψυχές των μαθητών:

«Διάβασες Ιστορία; Θα πέσει τεστ σήμερα!»

«Τι μου λες! Κοντεύει να πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου, το τεστ θα με φοβίσει;»

Πλησιάζει η «ζωή» να ακούσει πιο καθαρά. Θέλει να είναι σίγουρη πως τα παιδιά της αντέχουν.

«Τι εννοείς; Τι έγινε;»

«Άστα μωρέ, με τους δικούς μου τα 'χω!»

«Τσακωθήκατε πάλι;»

«Γίναμε μπίλιες σου λέω, βαρέθηκα ρε Μαρία! Έτσι μου’ ρχεται να σηκωθώ να φύγω...»

«Έχουν να πουν πολλά οι δυο τους» σκέφτεται η «ζωή» και απομακρύνεται διακριτικά

Πιο κάτω, στο γήπεδο του βόλεϊ, δεν υπάρχει ακόμα κανείς. Το δίχτυ έρημο. Η «ψαριά» αυτή την ώρα ελάχιστη έως μηδενική. «Πηγαδάκια» έχουν ανοίξει σε όλη την αυλή. Να καθρεφτιστούν μέσα τους οι διάφορες ειδήσεις, να πάρουν άλλο νόημα. Ίσως το αληθινό.

«Παιδιά, ήρθε ο Γιώργος!»

«Καλημέρα! Άργησες! Τι έγινε;» τον πλησίασε η Σοφία.

«Τι να γίνει μωρέ, εντάξει, μια από τα ίδια!!»

Ξαφνικά αισθάνθηκε επίμονο τράβηγμα στο μπουφάν .

«Γιώργο, ξέχασα να πάρω λεφτά, έχεις;» τον χτύπησε στο πόδι ο μικρός. Ο Κωνσταντίνος.

«Τι θες ρε Παναγία μου; Κι εδώ με κυνηγάς;»

« Δεν σε κυνηγώ, λεφτά θέλω, έχεις;»

«Να ζήταγες από τον μπαμπά! Δεν έχω! Άσε με!!»

«Καλά μωρέ, πως κάνεις έτσι; Καλά σε λέει εκείνος «κρασίνου» »

«Πως με λέει;»

«Ξέρω γω; κάπως έτσι... κρασίνου...κροψίνου...»

«Τι πάει να πει αυτό;»

«Να! Είσαι κρυφός μωρέ, δεν χαμογελάς, δεν λες αυτό που σκέφτεσαι....»

«Κρυψίνους!» γέλασε η Σοφία.

«Αυτό! Τι θα γίνει με τα λεφτά;»

«Να, έλα, τσάκωσε ένα ταληράκι», του δίνει ο Σταύρος, «Μου τα χρωστάς έτσι;»

«Να τα πάρεις από τον κραψάνου...» είπε και έτρεξε να συναντήσει την παρέα του.

«Ώστε έτσι ε; Δεν λέμε και πολλά...» παρατήρησε ξανά η Σοφία, «Τι κρύβεις; Μήπως ξέρεις κάτι και...»

«Τόλμησε μια μέρα να τον ζήσεις τον πατέρα μου και μετά μου λες διάφορα», θύμωσε εκείνος και έκανε να φύγει.

« Για πλάκα το είπα ρε φίλε, πως κάνεις έτσι; Πάμε να περπατήσουμε...», είπε και πέρασε φοβισμένα το χέρι της μέσα στο δικό του.

Εκείνος ρίγησε. Προσπάθησε να το κρύψει. Τους άνδρες δεν τους πιάνει τρέμουλο μόλις του ακουμπήσει κοπέλα.. Το βλέμμα της, όμως, τον παρέσυρε.... Παραλίγο να τους έρθει στο κεφάλι μια μπάλα ποδοσφαίρου. Πέρασε τόσο ξυστά από τη Σοφία που της άγγιξε την κόκκινη κορδέλα που φορούσε με καμάρι.

«Ποιος την πέταξε;» φώναξε αγριεμένος ο Γιώργος.

Εκείνη την στιγμή νότος πάλι από το πλάι ο Κωνσταντίνος.

«Γεια σου!» χαμογελάει και τρέχει να την προλάβει.

«Και... συγνώμη!» φώναξε την ώρα που προσπερνούσε.

Πριν προλάβει όμως να την μαζέψει, ένα ψηλό και γεροδεμένο αγόρι, τρέχει σαν σίφουνας και την κλωτσάει τόσο δυνατά που πήγε και καρφώθηκε στα κλαδιά του πλάτανου που καμαρώνει στην μέση της αυλής.

Τα 'χασε ο μικρός για μια στιγμή. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, παρατάει κάτω το σακίδιο του και ορμά να πιάσει τον επίδοξο ποδοσφαιριστή. Τρέχουν πάνω κάτω στην αυλή μέσα σε φωνές και επιδοκιμασίες. Παραλίγο να ρίξουν κάτω την Άννα. Με πόση προσοχή κρατούσε το κουτί με την τούρτα της. Την έφερε να την κόψουν στην τάξη. Φορούσε και τα καλά της σήμερα. Εκείνη την μπλούζα που της χάρισε η νονά της, με τα κόκκινα και πράσινα τριαντάφυλλα και το άσπρο το παντελόνι με την χρυσή αλυσιδίτσα για ζώνη.

«Είστε πολύ χαζοί!» τους φώναξε κατακόκκινη από θυμό και τρόμο. Ησύχασε, όμως, όταν βεβαιώθηκε ότι η τούρτα ήταν ασφαλής μέσα στο κουτί της.

« Ποτέ δεν μεγαλώνουν αυτά τα αγόρια!» σχολίασε η φίλη της, αλλά έριξε μια ματιά στον Μάνο που χάρισε ένα ολόκληρο κουτί τσίχλες στην Αγγελική.

«Πόσο δίκιο έχεις!» αναστέναξε η Ευτυχία και έκανε μια τελευταία επανάληψη την «Αντιγόνη».

«Και άδικο», τη διέκοψε η Σοφία και έριξε μια ματιά στον Άρη, τον καινούργιο συμμαθητή τους.

Μόνος του, στα σκαλιά, είχε κλείσει τα αυτιά του με τα ακουστικά από το mp3 και κοιτούσε μακριά, ίσως και μέσα του.

«Γιώργο, άντε να του μιλήσεις λίγο! Είστε ξαδέρφια! Μην τον αφήνεις μόνο του. Δυο βδομάδες πέρασαν και φαίνεται πως δυσκολεύεται λίγο να προσαρμοστεί. Καλά δεν συναντιέστε έξω από το σχολείο;»

« Εννοείται ότι βλεπόμαστε. Δύσκολο παιδί. Του αρέσει η μοναξιά.», αναστέναξε ο Γιώργος. «Δεν προλαβαίνω τώρα. Χτυπάει. Στο πρώτο διάλειμμα, θες να πάμε να του πιάσουμε κουβέντα;»

«Εγώ θα ήθελα και τώρα, αλλά, ας είναι».

Όλα τα διέκοψε το κουδούνι. Το μικρόφωνο, εκεί στο μαρμάρινο βάθρο, αυστηρό, αγέρωχο, στέλνει σε κάθε γωνιά το μήνυμα του: «Γραμμές!»

Σαν την μάνα που αποχαιρετά τα παιδιά της, η αυλή τα κατευθύνει απαλά και τα καμαρώνει έτσι που στοιχίζονται, σαν ζωντανά παραλληλόγραμμα, σαν ποτάμι φουσκωμένο έτοιμο να ξαμοληθεί, σαν τραγούδι που φουσκώνει μέσα στα στήθια ψάχνοντας διέξοδο.

Εκτός από να καλεί με την μεταλλική του φωνή, το μικρόφωνο είχε μάλλον και δεύτερη αποστολή. Να φυλάει, να προστατεύει την πόρτα που βρίσκονταν πίσω του. Διπλή, μανταλωτή, σιδερένια πόρτα. Σου έδινε την εντύπωση ότι εκεί θα έβρισκες όλα τα μυστικά των αιώνων, έτοιμα να σου παραδοθούν, αν μπορούσες να παραμερίσεις την σκόνη τους.

Ξαφνικά, παρόλο που ήταν προετοιμασμένοι για την μεγαλοπρεπή καθημερινή άφιξη, ξαφνιάστηκαν όταν εκείνος, ο διευθυντής, στητός όπως πάντα, βημάτισε μέχρι το μικρόφωνο κοιτώντας ίσια μπροστά. Το βλέμμα του διαπέρασε τα σώματα, τις καρδιές των μικρών και καρφώθηκε πίσω από τις γραμμές. Εκεί που στέκονταν, όπως κάθε πρωί, οι καθηγητές. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Μια δεύτερη φοβισμένη γραμμή. Τα χέρια σταυρωμένα, δίχως την παραμικρή διάθεση για συνομιλία.

«Καλημέρα και καλή εβδομάδα», πάγωσε τα πάντα.

Είπε μόνο εκείνος. Και κανένας άλλος. Το ήξεραν πως έτσι πρέπει να αντιδράσουν. Μια φορά, ένας καινούργιος μαθητής είχε ενθουσιαστεί και αντευχήθηκε. Από τότε διηγείται θυμωμένα, με βρισιές και τρόμο, την περιπέτεια του στο άλλο σχολείο που αναγκάστηκε να μετεγγραφεί.

«Καλά, σε φώναξε να πας μπροστά;» τον ρωτούσαν οι καινούργιοι του φίλοι

«Ναι ρε, κατάλαβες; Επειδή είπα «καλημέρα». Δεν το πιστεύω! Τον «ξεχασμένο από τον θάνατο»!.»

«Κι εσύ τι έκανες;»

«Τι να κάνω, πήγα να δω τι θα γίνει.»

«Και;»

Σκοτεινιάζει το βλέμμα του, κάθε φορά. Κάθε φορά.

«Ζήτησα από κανέναν να μου πει καλημέρα; Πως λέγεσαι;» με είχε ρωτήσει.

«Κωστίδης, κύριε».

«Έχεις γονείς που σε προσέχουν ή είσαι τυχαίο δημιούργημα της φύσης;»

Ξεροκαταπίνω.

«Έχω κύριε».

«Περίεργο», είχε χαμογελάσει εκείνος, «επειδή τα βούρλα τα βρίσκει κανείς μόνο στην εξοχή... Πήγαινε στη θέση σου και να μην φυτρώνεις εκεί που δεν σε σπέρνουν! Σου ζήτησε κανείς να πεις καλημέρα;».

«Πόσο θα ήθελα ρε παιδιά εκείνη την ώρα.... Τέλος πάντων», ξεφυσάει και ξεσπάει σε μια μεγάλη ρουφηξιά από το άγουρο τσιγάρο του, κρατώντας τον καπνό για πολλή ώρα μέσα στα πνευμόνια του μέχρι που κάηκαν.

Επειδή είχε καεί από νωρίς το μέσα του. Γονείς είχε ξεχάσει. Σάμπως τους είχε και ποτέ! Όμως, όσο και να 'ναι, κανένας δεν έχει δικαίωμα να τον παιδεύει.

«Μια μέρα...», γρυλίζει. «Μια μέρα...» και ξεσπά σε καινούργια ρουφηξιά.

Όλοι στο σχολείο τον ήξεραν τον Γιάννη, ποιος θα ήθελε το λοιπόν να είναι στη θέση του;



Κράτησε σφιχτά τον κορμό του μικροφώνου, πες πως το μάλωνε κι αυτό. Στη συνέχεια είπε:

«Το σχολείο αγαπητά μου παιδιά, είναι έτοιμο να σας προσφέρει την αγάπη που περιμένετε. Αρκεί να ακολουθούμε τους κανόνες που θέτει, έτσι; Το ξέρετε πως σας αγαπά και φροντίζει πάντα το καλό σας. Έτσι;»

Ήταν η ώρα της καθημερινής σάρωσης. Το κεφάλι του ξεκινούσε από τα αριστερά, πάντα. Τον βόλευε επειδή η αγαπημένη του έκφραση ήταν « να σου φέρω μια ξανάστροφη». Άρχιζε πάντα από αριστερά. Σιγά. Σιγά. Έφτανε μέχρι τα δεξιά. Εκεί που περίμεναν ακούνητα τα μικρά. Τα πρωτάκια.

«Έλα παιδί μου για προσευχή», έπιανε πάντα τον πρώτο στη σειρά. Ήταν ο ίδιος κάθε μέρα.

Ο μικρός πλησίαζε, με δέος θαρρείς. Έπαιρνε τη θέση του, ανάμεσα στο μικρόφωνο και τον διευθυντή. Και άρχιζε:

«Άγιος ο Θεός, άγιος ισ....»

«Θα με αναγκάσετε να διακόψω και την προσευχή; Ανθόπουλε, στο γραφείο μου. Τώρα. Να με περιμένεις εκεί. Συνέχισε παιδί μου».

«Από την αρχή»;

«Ναι»

« Άγιος ο Θεός....»

Τα δευτερόλεπτα κυλούν αργά στην πρωινή προσευχή. Επειδή τότε έρχονται στο νου όλα εκείνα που πρέπει να ειπωθούν. Την ώρα της προσευχής. Τρέχουν αλαφιασμένες οι σκέψεις και ψάχνουν να βρουν μια χαραμάδα. Να ξετρυπώσουν. Να γίνει όμως διακριτικά. Κάτω από το αετίσιο βλέμμα της “αγάπης” του διευθυντή.

«Περάστε παρακαλώ, με απόλυτη ησυχία», γλύκανε την φωνή του και ήταν σαν να έλεγε, « δεν μου έδωσαν σήμερα ευκαιρία να αλλάξω ύφος δυο τρεις φορές ακόμα. Δεν πειράζει, έχουμε καιρό μπροστά μας!»

Στην τάξη

«Μα κυρία, γιατί δεν μας πήγατε εκδρομή σήμερα;»

«Τι λέτε παιδιά; Ακόμη δεν άρχισε το σχολείο και θέλετε εκδρομή; Δεν είμαστε με τα καλά μας μου φαίνεται. Για να δω, βιβλία και τετράδια πάνω στα θρανία! Εμπρός!»

Αναστάτωση επικράτησε στην αίθουσα μέχρι να βγουν βαριεστημένα τα σύνεργα του μαθήματος. Μέσα στους θορύβους βέβαια, μπορούσες να ξεχωρίσεις και φωνούλες θυμωμένες που συμφωνούσαν για το «πόσο σπαστικές είναι οι φιλολογίνες»!

«Μόνο από μαθήματα ξέρουν!!!»

«Σήμερα θα ξεκινήσουμε το ποίημα «Γυάλινα Γιάννενα». Έχει πάει κάποιο παιδί στα Γιάννενα; Μήπως κάποιος είναι από εκεί;»

Είχαν όλοι ησυχάσει. Το ήξεραν πως, όταν άρχιζε να μιλάει, καλή ώρα, το ταξίδι θα ήταν συναρπαστικό. Και βέβαια, κανείς δεν τολμούσε να πει ότι έχει πάει, ή ότι κατάγεται από τα Γιάννενα. Ανυπομονούσαν για την συνέχεια.

Εκείνη, πλησίασε την έδρα και άνοιξε την τσάντα της. Έμοιαζε με μικρή βαλίτσα. Έβγαλε από μέσα θησαυρούς για να τους απλώσει μπροστά στα μάτια των παιδιών. Μαγικό χαλί για να ταξιδέψουν ίσαμε την πόλη εκείνη. Το είχαν τολμήσει και άλλες φορές. Ήταν συναρπαστικό.

«Τα Γιάννενα δε χρειάζονται ούτε σχόλια ούτε συστάσεις», είπε. «Όπως λέει και η παράδοση «...πρώτα στ' άρματα, στα γρόσια και στα γράμματα». Τα Γιάννενα παντρεύουν με υπέροχο τρόπο το νέο με το παλιό, τα σύγχρονα κτίρια με τα παλιά στενά σοκάκια και τους τεχνίτες του ασημιού. Τα Γιάννενα ανασαίνουν και ζουν γύρω από τη λίμνη Παμβώτιδα που την τραγούδησαν ποιητές και η λαϊκή μούσα. Στολίδι της το νησάκι της, στο κέντρο της λίμνης. Παρελθόν και παρόν, μύθοι, θρύλοι και ιστορία ζουν σε κάθε γωνιά της».

Εκείνη την ώρα, άνοιξε η πόρτα και ο επιστάτης έφερε μέσα το φορητό τρέιλερ με μια τηλεόραση και ένα DVD. Η καθηγήτρια το μετέφερε προσεκτικά μπροστά στον πίνακα, σε μια θέση που μπορούν να βλέπουν όλοι. Η καθηγήτρια τακτοποιούσε πάνω στην έδρα όταν η ματιά της συνέλαβε κάποια κίνηση. Στο παράθυρο. Στην σειρά είχαν σταθεί τρία σπουργίτια.

«Ίσως να θέλουν και αυτά να ταξιδέψουν. Ποιος θα αρνιόταν...» αναστέναξε.

«Κυρία, εσείς έχετε πάει ποτέ;» διέκοψαν τις σκέψεις της.

«Κάθε χρόνο τέτοιον καιρό Κωνσταντίνε», γέλασε με εκείνο το γέλιο που λες πως θα ήθελες να βλέπεις την ώρα που πεθαίνεις.

Ακόμα και ο Ανεστόπουλος δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να διακόψει το μάθημα, που δεν ήταν μάθημα, αλλά ταξίδι.

Ο Ανεστόπουλος χρησιμοποιούσε τα γελαστά του μάτια για να ξεσηκώνει την τάξη, όταν έβλεπε ότι κινδύνευε να παρασυρθεί στην αδράνεια. Αυτό βέβαια δεν άρεσε στους δασκάλους. Οι περισσότεροι από αυτούς ονειρεύονταν έναν βαρετό μονόλογο, με ήχο σαν κι εκείνο που ακούς στους βάλτους. Ο Ανεστόπουλος το φοβόταν αυτό και το πολεμούσε. Με αστεία. Με πειράγματα. Με ερωτήσεις που έφερναν σε δύσκολη θέση τον καθηγητή. Όμως τώρα ταξίδευε στα Γιάννενα. Στα γυάλινα Γιάννενα.

Ο διάδρομος έξω από το Α1 ήταν άδειος. Ψίθυροι ευωδίαζαν εδώ κι εκεί. Ψίθυροι και χαρούμενες φωνές. Άλλες αυστηρές κι άλλες γελαστές. Οι πίνακες γέμιζαν και ξαναγέμιζαν με αδέξια και επιδέξια βήματα προς τη γνώση.

Ο κάτω όροφος στέγαζε το Γυμνάσιο. Από την είσοδο, μέχρι πέρα. Εκεί που τελειώνει ο διάδρομος συναντάς το μεγάλο παράθυρο που βλέπει στην αυλή. Στην μέση του διαδρόμου ορθώνεται μια στριφογυριστή σκάλα. Από εκεί ανεβαίνει ο μαθητόκοσμος του Λυκείου για τις τάξεις του.

Διαφορετικός ο κόσμος εδώ. Πιο σοβαρός. Μερικές φορές πιο σκυθρωπός. Μάτια που συνοφρυώνονται πιο εύκολα. Καρδιές που ανοίγουν πιο δύσκολα. Σαν του Άρη.

Ο Άρης αυτή την ώρα, παρακολουθεί μάθημα Γενικής Παιδείας. Θρησκευτικά. Από το παράθυρο δεν μπορεί να διακρίνει κανείς τι γίνεται μέσα στην αίθουσα, επειδή είχε σπάσει το τζάμι και το έχουν αντικαταστήσει προσωρινά με έναν πίνακα ζωγραφικής. Ιδέα του καθηγητή. Έτσι, για να μπορέσει να δει κάποιος μέσα, πρέπει να ανοίξει την πόρτα.

Το ταξιδιάρικο πρωινό, δεν έχει κανένα πρόβλημα. Μπορεί και μπαίνει, ακόμα και απρόσκλητο, όπου θέλει. Το μάθημα αυτού του καθηγητή ποτέ δεν το χάνει. Επειδή ανοίγονται δρόμοι. Μυστικοί. «Χτίζονται γεφύρια». Κι αυτό κάνει την επίσκεψη, τουλάχιστον αναγκαία.

Το πρώτο που παρατήρησε , είναι τα θρανία. Μανία που έχει ο δάσκαλος αυτός να αλλάζει την διάταξη τους! Ζωγραφίζει με αυτά ένα Π. Θέλει λέει να βλέπει κατάματα όλους τους μαθητές του.

Να έχουν όλοι την ίδια ευκαιρία για interactive επαφή με το μάθημα. Το να συνδυάζει όρους της τεχνολογίας με καθημερινό λεξιλόγιο, και ιδίως με θρησκευτικό περιεχόμενο είναι από τα αγαπημένα του «μαγειρέματα». Όλοι πια γνωρίζουν την αγάπη που έχει αυτός ο παράξενος θρησκευτικός, για την τεχνολογία.

«Η προσωπική σχέση ξεκινά από την οικογένεια και συνεχίζεται στο σχολείο» λέει αυτή την στιγμή. «Κάθε σχέση, αποζητά ειλικρίνεια και ξεκάθαρα όρια. Συμβόλαια. Αλλιώς κρασάρει.»

Αντίρρηση δεν φέρνει κανένας. Πως θα μπορούσαν άλλωστε! Τόσα χρόνια μαζί του, έχουν μάθει να σέβονται και να υπολογίζουν τις υποδείξεις του.

Δεξιά της έδρας, στο πρώτο θρανίο, κάθεται ο Άρης. Δίπλα του ο Γιώργος. Παραπέρα η Σοφία, η Γιώτα...

«Από τα θέματα που μας ζορίζουν καθημερινά είναι και η κοινωνική αδικία,» είπε ο καθηγητής και τράβηξε την καρέκλα του προς το μέρος τους.

«Ως πότε;» ρώτησε ο Γιώργος.

«Τι εννοείς;» τον κοίταξε με ενδιαφέρον ο καθηγητής του.

«Λέω, ως πότε θα συνεχίζεται αυτό το αγαπημένο θέμα. Η κοινωνική αδικία, η ταξική διαφορά, οι πλούσιοι, οι φτωχοί, οι δυνατοί και οι αδύναμοι...»

«Μέχρι να συνειδητοποιήσουν όλοι την ασημαντότητα τους μέσα στο αχανές παρελθόν και μέλλον του Σύμπαντος.» του απάντησε ήρεμα.

«Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο ασφαλείς είμαστε όλοι! Βολεμένοι. Καθώς, μέσα στην άνεση μας, κουβεντιάζουμε τα θέματα αυτά, ενώ για άλλους, τούτες οι συζητήσεις είναι πολυτέλεια.»

Η ευκολία της επικοινωνίας που χαρακτήριζε την τάξη, την έκανε να μοιάζει περισσότερο με συντροφιά, παρά με «καθώς πρέπει» σχολική τάξη. Όχι πως απουσίασε ο σεβασμός, αλλά όλοι ήξεραν ότι αυτός ήταν ήδη συμφωνημένος και οριοθετημένος, οπότε ο κίνδυνος παρεκτροπών απουσίαζε.

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μένουμε μόνο στα λόγια;» ρώτησε τον Γιώργο ο καθηγητής

«Συγγνώμη αν κάνω λάθος, αλλά εκεί έξω, η ζωή, όσο καλή κι αν παρουσιάζεται, όσο κι αν την υμνούν οι ποιητές, με τους αδύναμους είναι απίστευτα σκληρή!»

«Δηλαδή θα κατηγορήσεις τη ζωή, το Θεό, για τα καμώματα των ανθρώπων;»

«Δεν κατηγορεί κανέναν» πετάχτηκε ο Άρης αρπάζοντας θαρρείς την ερώτηση που εκτοξεύτηκε από κάποιον συμμαθητή. «Δεν κατηγορεί, απλά καταγράφει. Την ματιά όλων μας προσπαθεί να εκφράσει»

«Γιατί κάνει έτσι αυτός; Τι πρόβλημα έχει;» ρώτησε, τη Σοφία, ο Γιάννης.

«Εσύ ξέρεις κανέναν που να έχει θυμό για πλάκα;»

«Ο Άρης», πήρε το λόγο ο καθηγητής, «αν θέλει, μπορεί να μοιραστεί μαζί μας, την αλήθεια του. Το γιατί του θυμού του. Για τον θάνατο και τη μοναξιά, τον όποιον θάνατο, το μοναδικό αντίδοτο είναι ο λόγος, ο διάλογος. Το έχουμε μάθει καλά αυτό».

Τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

«Εγώ, μέχρι πέρσι, πήγαινα στο Ιδιωτικό, εδώ παρακάτω. Από παιδί. Ο πατέρας μου, είχε αυτή τη λόξα. Μπορεί να δούλευε τις άπειρες ώρες, αλλά, μάζευε χρήματα για να τα δίνει εκεί. Βέβαια, ίσως ποτέ να μην ήμουν ουσιαστικά ένα με τους συμμαθητές μου, να μην μπορούσα να ανταπεξέρχομαι στην οικονομική τους κατάσταση, όμως το είχα συνηθίσει. Με μερικά παιδιά είχαμε δεθεί πολύ. Στα μαθήματα ήμουν καλός. Πολύ καλός. Όμως πέρυσι ο πατέρας μου τα έβαλε κάτω και είδε ότι δεν φτάνουν τα χρήματα για να τελειώσω αυτό το σχολείο.»

«Ο γιος μου», έλεγε «πως θα συνεχίσει;»

Μια μέρα, πήρε τον ομμάτιόν του και πάει στο διευθυντή.

«Έτσι κι έτσι» του λέει, «δεν έχω. Μήπως μπορείς να κάνεις μια διευκόλυνση;»

«Λυπάμαι κύριε», του είχε απαντήσει εκείνος ατάραχος.«Γνωρίζετε πως η κατάσταση διεθνώς είναι δύσκολη και οι απαιτήσεις του σχολείου είναι αυξημένες. Δεν έχουμε περιθώρια.»

«Μα ούτε για κάποια έκπτωση; Κάποιο διακανονισμό;»

«Σας είπα, δεν έχω την άνεση αυτή. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Λυπάμαι. Για οτιδήποτε άλλο χρειαστείτε, θα είμαι εδώ. Και τώρα με συγχωρείτε, έχω κάποιο ραντεβού. Χαιρετίσματα στον Άρη. Θα του στείλουμε το αριστείο του, αν δεν μπορεί να το πάρει ο ίδιος.»

Ο Άρης έσφιξε τα δόντια του.

«Καταλάβατε τώρα;» γύρισε και κοίταξε τους συμμαθητές του.

Σιωπή κάλυψε τα προβληματισμένα πρόσωπα.

«Συγνώμη, αλλά καλά του είπε του πατέρα σου, ακούστηκε φωνή από το βάθος. Γιατί δηλαδή! Ποιος νομίζει ότι είναι; Αν έχει τα κότσια ας πληρώσει. Οι άλλοι κορόιδα είναι;»

Ο Άρης σηκώθηκε όρθιος. Τούτα τα λόγια τα είχε ακούσει τόσες φορές, και κάθε φορά πεταγόταν επάνω ελπίζοντας ότι θα του δοθεί η ευκαιρία να αποτινάξει από πάνω του, όλη την οργή.

Για μια στιγμή όλοι φοβήθηκαν ότι θα εξελιχθεί άσχημα τούτη η εξομολόγηση. Θορυβήθηκαν. Αποσύρθηκε και τούτη τη φορά. Ησύχασε.

«Όποιος πιστεύει στον διπλανό του είναι κορόιδο τελικά» είπε με σιγανή φωνή.

«Όχι, δεν είπα αυτό» ακούστηκε πληγωμένη η φωνή του Τάσου.

Τόση ώρα ο καθηγητής των θρησκευτικών, δεν έβγαλε μιλιά. Μόνο άκουγε. Το μέσα του. Αγωνιζόταν να δει με τα μάτια, της ψυχής, παράθυρα ολάνοιχτα. Κρυμμένα δάκρυα στις κόγχες, εκεί που δύσκολα ανακαλύπτονται. Παρά μονάχα από εκείνον που γνωρίζει το σύνθημα: Αγάπη.

«Και τι απέγινε;» ρώτησε, έτσι για να πάρει άλλο δρόμο η ένταση.

«Αυτό που βλέπετε. Δεν πήγα στο σχολείο μου και είμαι εδώ. Να προσπαθώ ύστερα από τόσα χρόνια, να ξεκινήσω από την αρχή, στην πιο κρίσιμη τάξη του Λυκείου.»

«Μαθαίνω ότι είσαι πολύ καλός στα θετικά, στους υπολογιστές, αληθεύει; Αυτή η φήμη σε συνοδεύει.»

«Και τι μ’ αυτό; Άνθρωπος είμαι, δεν είμαι ρομπότ. Υπάρχει και κάτι που λέγεται συναίσθημα. Αυτό δεν βρίσκεται με διαφορικές εξισώσεις, ούτε με τίποτα άλλο. Χώρια που τραυματίζεται εύκολα. Θεραπεύεται δε, ακόμα δυσκολότερα».

«Υπάρχει λύση;» ρώτησε ο καθηγητής με την σειρά του.

Την ώρα εκείνη χτύπησε για διάλειμμα. Η καρδιά του καθηγητή των θρησκευτικών χτυπούσε πιο δυνατά. Για να τρομάξει την σκληροκαρδία των ανθρώπων. Το μάθημα για το κοινωνικό πρόβλημα είχε παραδοθεί με τον καλύτερο τρόπο. Τον πιο σκληρό.

Αφού τακτοποίησαν τα θρανία για την επόμενη ώρα, βγήκαν από την αίθουσα σκεφτικοί.

« Άρη, μπορώ να σου πω;» τον πλησίασε ο θρησκευτικός.

« Κάποια άλλη φορά», τον έκοψε εκείνος και κατέβηκε τις σκάλες, σχεδόν τρέχοντας.

« Μην τον παρεξηγείτε κύριε,» του είπε ο Γιώργος, « δεν το κάνει επίτηδες, πονεμένος είναι, θα του περάσει»

«Ελπίζω πως όχι», είπε χαμηλόφωνα ο καθηγητής « αν του περάσει, θα ξεχάσει, κι αυτό δεν είναι καλό».

«Τι εννοείτε;».

«Θα τα πούμε άλλη ώρα. Άντε τώρα στο διάλειμμά σου», είπε και απομακρύνθηκε προς το γραφείο των καθηγητών.

Δεν θα έμενε εκεί, μέσα στο ευρύχωρο και όμως αποπνικτικό δωμάτιο. Σε κάθε διάλειμμα τον βρίσκεις στην αυλή, μαζί με τα παιδιά. Κουβεντιάζει, παίζει, ακούει. Θέλει να είναι ανάμεσα τους, να νιώθει τον παλμό τους, να δροσίζεται από την αύρα της νιότης, να παραστέκεται όταν και όπως μπορεί.

Σε δευτερόλεπτα η αγκαλιά της αυλής είχε γεμίσει παιδόπουλα. Να διακρίνεις ηλικίες, δύσκολο. Δεν υπάρχει λόγος άλλωστε. Είναι όλα τους παιδιά.

«Γιατί μίλησες έτσι ρε;» ρώτησε ο Γιώργος τον Άρη. Τον βρήκε να κάθεται στην συνηθισμένη του θέση κάτω από τον μοναδικό πλάτανο του σχολείου. Δίπλα στο γήπεδο του μπάσκετ.

«Πως μίλησα δηλαδή;»

«Ε, να κάπως απότομα. Σαν να σου έφταιγε αυτός.»

« Τι να καταλάβει μωρέ αυτός; Βολεμένος όπως όλοι, μπορεί και λέει τα δικά του. Άλλος έχει ξεριζωθεί.»

«Δίχως να το θέλεις, είπες μεγάλη κουβέντα ξαδερφάκι».

«Τι κουβέντα;»

«Για τον θρησκευτικό λέω, είπες την κουβέντα που έπρεπε».

«Ποια κουβέντα ρε φίλε; Μ’ έπρηξες!»

«Αυτός που βλέπεις και κατηγορείς, αυτός κι αν ξέρει από εκπατρισμό! Το ξέρεις ότι τον έδιωξαν από το σπίτι του στην Ίμβρο;»

«Που;»

«Στην Ίμβρο! Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο νησί που βρίσκεται στα στενά του Ελλήσποντου.»

«Έλα ρε!»

«Τι σου λέω! Διωγμένος από τους Τούρκους, στα δέκα του χρόνια, να αφήνει πίσω τραυματισμένη την παιδική του ηλικία, σπίτι, φίλους και να ξενιτεύεται στην Ελλάδα!»

Μία μία, οι λέξεις του Γιώργου έσταξαν στην ψυχή του Άρη, όση γλύκα χρειαζόταν για να ζωντανέψει όλη του την ανθρωπιά. Γιατί ο Άρης ήταν ευαίσθητο παιδί. Άλλο που η ζωή του φύλαγε δύσκολα μαθήματα.

«Κοίτα να δεις! Προσφυγάκι λοιπόν! Μάλιστα! Τότε μπορεί να με καταλάβει!»

«Μα ήδη σε έχει καταλάβει! Μην κοιτάς που δεν σε αφήνει ο θυμός σου να το δεις. Έτσι, τώρα που ξέρεις, σκέψου και αλλιώς!»

«Δεν μου λες, θα πάμε στη γιαγιά το βραδάκι;» άλλαξε την κουβέντα ο Άρης.

«Και το ρωτάς; Κατά τις εφτά θα είμαι εκεί»

«Εγώ τελειώνω το φροντιστήριο στις εφτά, οπότε λίγο αργότερα θα είμαι εκεί!»




 

Συνεχίζεται.....