Thursday, May 31, 2012

τσιγάρο

Το Σαββατοκύριακο έφερε μαζί του τον Γιάννη. Ξαφνική έκπληξη στους γονείς του. Οχι από εκείνες τις προετοιμασμένες. Τα δήθεν τα απαξίωνε.
Ο Γιάννης σπουδάζει στα Γιαννενα. Δεν ήταν η πρώτη του επιλογή. Όμως έχει εμπιστοσύνη στην σοφία της ζωής. Ακολουθεί τις προτάσεις της και απολαμβάνει τα δώρα της. Του την είχε συστήσει ο πατέρας του όταν δεν κατάφερε να πιάσει τα μόρια για να μπει στην Αθήνα.
«Να την ακούς γιε μου» του είχε πει και τον παρέδωσε στην αγκαλιά της.
Το πατρικό του σπίτι είναι μια παλιά μονοκατοικία κάπου στη Νίκαια. Εχει ακόμα εκείνον τον αγέρα της γειτονιάς η περιοχή. Το απογευματάκι πήρε την καρέκλα του και κάθισε στο μικρό τους μπαλκονάκι. Η μάνα του έφτιαξε καφεδάκι και τον άφησε εκεί να το απολαύσει μόνος. Οπως του άρεσε.
Ασυναίσθητα έψαξε στις τσέπες του και έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα. Παλιά θα ντρεπόταν να ανάψει μπροστά στους γονείς του. Τώρα όμως είναι μεγάλος. Αφού ψήφισε κιόλας. Χώρια που βρίζει φωναχτά τους πολιτικούς. Τσιγάρο δεν θα ανάψει;
Η πρώτη ρουφιξιά βαθιά. Ο καπνός κυρίευσε την φρεσκάδα της άνοιξης μέσα στα σωθικά του. Ξεφύσηξε αργά. Τελετουργικά. Οταν διαλύθηκε ο καπνός, σαν σε όραμα εμφανίστηκε μπροστά του ο κυρ Στέλιος. Ο γείτονας. Ο Γιάννης παραμέρισε με το χέρι του τον καπνό για να δει καλύτερα. Ο κυρ Στέλιος προχωρούσε αργά μπροστά από το μπαλκονάκι κρατώντας μια μικρή φιάλη οξυγόνου. Στο πρόσωπο του είχε μάσκα. Στάθηκε για μια στιγμή. Κοίταξε τον Γιάννη στα μάτια. Κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω δυο τρεις φορές. Συνέχισε τον δρόμο του.
Στο βάθος ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησιάς.

Wednesday, May 30, 2012

ανατροπή

Η συγκέντρωση γονέων είχε αρχίσει. Οπως καθε χρόνο τέτοιες μέρες. Δάσκαλοι και γονεις βρίσκονται για να ανταλλάξουν απόψεις, να κάνουν σχέδια και διορθωτικές κινήσεις.
Τον τελευταίο καιρό  ο ουρανός μου είχε χαμηλώσει πολύ. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της άνοιξης οι πόρτες της ψυχής μου έμεναν κλειστές. Τις υπερασπίζονταν κάθε λογής αναποδιά. Γκρίνια. Απέλπιδες σκέψεις και προοπτικές. Με κάθε τρόπο υπερασπίζονταν το γκρίζο της ψυχής μου τούτοι οι παντοδύναμοι πολεμιστές.
Με τέτοια διάθεση μπήκα στην αίθουσα. Μερικοί συνάδελφοι ήταν ήδη εκεί και συνομιλούσαν με γονείς. Βρήκα τη θέση μου και στρώθηκα με την ελπίδα να γίνω για μια φορά στη ζωή μου αόρατος. Παρακαλούσα να μην ζητήσει κανείς να με δει. Επειδή εγώ δεν είχα όρεξη να δω κανέναν. Μα τόσα και τόσα έχει εφεύρει η επιστήμη. Ενα ρούχο που να σε κάνει αόρατο δεν εχει βρει ακόμη. Ανασήκωσα τη διερευνητική ματιά μου. Εκείνη την ώρα έμπαινε ο Γεωργόπουλος. Εκείνος ο μαθητής της τρίτης.
"Ωχ.." πήγα να πω.
Δεν πρόλαβα να φτάσω μέχρι το σύμφωνο. Με πρόλαβαν οι ρόδες ενός αναπηρικού καροτσιού που ακολουθούσε τον μαθητή.
"Εδώ είμαστε μπαμπά" είπε και ήταν σα με σύστησε
Στο καροτσάκι καθόταν ένα τεράστιο χαμόγελο, ο πατέρας. Κρατούσε το χέρι της γυναίκας του και της μικρής του κόρης.
Με πλησίασε και με χαιρέτησε
"Μα που είναι αυτό το όμορφο χαμόγελο σας;"
Με αφόπλισε, άλωσε την συννεφιά μου. Κατάφερε να ζωγραφίσει στα χείλη μου υπέροχο χαμόγελο.
Μιλήσαμε για ώρα. Είχε επιθετικό καρκίνο. Δεν θα προλάβαινε να δει τα παιδιά του να μεγαλώνουν. Ετσι τουλάχιστον σκέφτηκα εγώ
Η καλοσύνη και το χαμόγελο του ωστόσο δεν επέτρεπαν στην λογική να κάνει καμιά σκέψη, καμιά προβλεψη. Αυτός ο άνθρωπος τα είχε υπερβεί όλα. Εφερνε μαζί του την αιωνιότητα! Τον ευχαριστώ!

Tuesday, May 29, 2012

Της Άλωσης

Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι
στοιχειό είναι και με προσκαλεί· ψυχή, και με προσμένει.


Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.


Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα·
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα.


Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι.
Στοιχειό, και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει.


Κωστής Παλαμάς

Monday, May 28, 2012

προιστάμενος

"Για κάθισε να τα πούμε λίγο" μου είπε ο προιστάμενος μου.
Η εταιρεία παρόλα τις αναταράξεις πάει καλά. Ωστόσο η ατμόσφαιρα  βαραίνει πολύ κατα καιρούς και συνθλίβει όσους δεν έχουν μάθει να αντέχουν τα βάρη.
"Πως βλέπεις την απόδοση σου;" με ρώτησε και έγειρε προς το μέρος μου ακουμπώντας με τους αγκώνες του πάνω στο γραφείο του
"Δεν...ξέρω..." είπα ξεροκαταπίνοντας. Αναλογίστηκα το ποτάμι των ανέργων που περνάει έξω από το παράθυρο της εταιρείας και για μια στιγμή σκέφτηκα να βουτήξω μόνος μου εκεί. Συγκρατήθηκα.
"Ξέρω εγώ!" είπε εκείνος και άνοιξε ένα πορτοκαλί ντοσιέ. Απ έξω έγραφε το όνομα μου. Ανακάτεψε κάποια χαρτιά. Οσο τα ανακάτευε το στομάχι μου στριφογύριζε με χίλες στροφές.
"Ορίστε!" είπε στο τέλος και μου έδωσε μια σελίδα. Ηταν τυπωμένοι κάποιοι χρωματιστοί κύκλοι, κάποια διαγράμματα.
"Εδώ είσαι!" μου είπε και χτύπησε με την ανάστροφη του χεριού του τα σχέδια. "Πάμε πάρα πολύ καλά!"
"Αλήθεια;" ρώτησα σα να μην πίστευα.
"Αφού τα βλέπεις!" μου είπε. "Εχεις κι άλλα περιθώρια. Ας πούμε η στρατηγική σου μπορεί να βελτιωθεί και θα σε βοηθήσω εγώ σ αυτό. Ενας τόσο έξυπνος και εργατικός άνθρωπος είναι κρίμα να μένει στάσιμος!"
Φρέσκος αγέρας λες και γέμισε το δωμάτιο. Σα να ταξίδευε το γραφείο στον καταγάλανο ουρανό.
Είπαμε τόσα κι άλλα τόσα. Στο τέλος κατάλαβα οτι δεν είχε καμιά σημασία όλη η καζούρα που του είχαμε κάνει στο σχολείο. Δεν ήταν από τα παιδιά που ήθελες να κάνεις παρέα. Στο τέλος όμως φάνηκε οτι αυτό δεν τον είχε πειράξει καθόλου.
Ωστόσο τα μάτια του είπαν οτι η ψυχή του είχε γίνει πεντακάθαρη επειδή την είχε ξεπλύνει με το απορυπαντικό της συγχώρεσης.

Sunday, May 27, 2012

αστεγος

Την Κυριακή η πόλη φοράει τα καλά της. Λαμποκοπά απλότητα. Λιγοστοί άνθρωποι την περπατούν. Πιο πολλά είναι τα ίχνη που έχουν αφήσει εδω κι εκεί. Σαν κι εκείνον τον άστεγο.
Τέτοια χνάρια στο σώμα της πόλης είναι πληγές. Κι εκείνη μην έχοντας άλλο τρόπο να τις γιατρέψει τις αφήνει στο έλεος τους ήλιου και της βροχής.
Τούτος εδώ ο άστεγος έχει ξαπλώσει καταμεσίς στο πεζοδρόμιο. Μοιάζει σα να προκαλεί την απουσία, την αδιαφορία.
Τα μάτια του ακίνητα στο κενό. Ζωγραφίζουν κύκλους. Δεν ξέρει από ευθείες. Δεν έχει προσανατολισμό.
Μοιάζει να κοιμάται, ωστόσο είναι ξύπνιος και πονά.
Απο την γωνία ξεπροβάλλει κάποιος άλλος άστεγος. Μασουλάει μισή φρατζόλα ψωμί. Βλέπει τον ξαπλωμένο και τρέχει προς τα εκεί.
Αφήνει κάτω την φρατζόλα, ανασηκώνει τον πεσμένο και τον ακουμπάει στο πεζούλι.
Παίρνει το ψωμί, το κόβει στα δυο, δίνει το μισό στον άλλον
"Φάει" του λέει " τούτο το κορμί θέλει να στηριχτεί και δεν φτάνουν μόνο τα λόγια της αγάπης"
Κοίταξα τον ουρανό να δω μήπως βγήκε ο ήλιος από τα σύννεφα. Μα ήταν το τεράτιο χαμόγελο του ανθρώπου εκείνου.
Μαζί με μια φωνή που έβγαινε από τα βάθη της ψυχής μου
"Αλήθεια τι κάνω εγώ για να αλλάξω την ζωή κάποιου;"

Friday, May 25, 2012

τραυλός

Η αίθουσα κατάμεστη. Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί για να τον ακούσει να μιλά. Δεν είχαν άδικο. Σε κάθε του λέξη κρυβόταν ένα άνθος δύναμης και ελπίδας. Το χάρισμα του σπάνιο, σαν το χαμόγελο στις μέρες μας. Κι ας τραυλίζει. Κι ας φαίνεται.
Σε μια γωνία όρθιος τον παρακολουθούσα και τον καμάρωνα. Τόση δύναμη. Τόσος πλούτος. Τέτοιο χάρισμα.
Εγώ; Ούτε που θα τολμούσα να το σκεφτώ. Μόνο το ζούσα στα όνειρα μου. Το φύλαγα εκεί. Να επικοινωνώ λέει με τον κόσμο. Να μοιράζομαι το μέσα μου. Πικρό αστείο.
Στο τέλος τον πλησίασα.
«Π..π...πως το κ...κ...κ..καταφφφ..ερνεις;» τον ρώτησα «Δ..δ..δεν έχει επ..π..πηρέασει τ..την κ..κ..αριέρ..ρ..α σου;»
Με κοίταξε καλόκαρδα, κούνησε το κεφάλι του αριστερά και δεξιά και μου είπε
«Αυτ..το π..π..που εννοούν οι λέξεις είναιπ..π..πιο σημ...μ..μαντικ..κο απ..πο το π..π..ως ακ..κούγονται αυτ..τές»
Από τοτε που ήμουν δέκα χρονών ζω με τον φόβο της φωνής μου. Τούτος εδώ ο άνθρωπος μου έδειξε πως να πολεμώ φαντάσματα. Και να νικώ.

Wednesday, May 23, 2012

φιλί

"Δεν πρόκειται να σου το συγωρήσω ποτέ!" φώναξε ο πατέρας "Τ' ακούς; Ποτέ!"
Το μικρό κοριτσάκι είχε κολλήσει τα μάτια του στο πάτωμα. Εγινε ένα με αυτό.
"Το ξέρεις οτι είμαστε φτωχοί. Το ξέρεις οτι έχουμε ανάγκη και από το παραμικρό Ευρώ. Κι εσύ πας και χάνεις ένα ολοκληρο εικοσάρικο; Ντροπή σου! Θα μείνεις τιμωρία στο δωμάτιο σου και δεν πρόκειται να βγεις μέχρι να σου πω εγώ. Μπρος! Εξαφανίσου από τα μάτια μου! Ανεύθυνο πλάσμα!"
Η υπόλοιπη μέρα καθώς και η νύχτα πέρασαν από το σπίτι δίχως να το επισκεφτούν.
Την επόμενη μέρα το μικρό κορίτσι πήγε ένα δώρο στον πατέρα του και του είπε:
"Αυτό είναι για σένα!"
Ο πατέρας ξαφνιάστηκε στην αρχή, θύμωσε όμως πολύ όταν το άνοιξε και είδε οτι ήταν άδειο.
Μίλησε με βαρύ τόνο στην κόρη του:
"Δεν ξέρεις οτι όταν δίνουμε ένα δώρο σε κάποιον πρέπει να βάζουμε κάτι μέσα στο κουτί;"
Η μικρή τον κοίταξε με δάκρυα στα μάτια και του απάντησε:
"Το κουτί αυτό είναι γεμάτο με φιλιά για σένα!"
Ο πατέρας ντράπηκε, γονάτισε και της ζήτησε να τον συγχωρέσει.
"Συγνώμη..." της είπε "Συγνώμη καρδούλα μου..." και έβρεξε με τα δικά του δάκρυα το πάτωμα τούτη τη φορά.
Από τότε ο πατέρας είχε το κουτί δίπλα στο κρεβάτι του, κι όποτε δεν ήταν καλά, ή χρειαζόταν να πάρει θάρρος, το άνοιγε και έβγαζε ένα φιλί.


Ο καθένας μας έχει ένα κουτί γεμάτο με την αγάπη των δικών του ανθρώπων.
Σκέφτεσαι κάτι καλύτερο από αυτό για σένα;

Monday, May 21, 2012

Τα "μη" και τα "δεν"

"Παππού είμαι πολύ αγχωμένος" είπε ο Κωνσταντίνος και κάθησε δίπλα στα πόδια του παππού του.
"Γιατί μικρέ μου;" ρώτησε εκείνος.
"Είναι πολύ δύσκολα..." απάντησε χαμηλόφωνα ο Κωνσταντίνος
"Σήκω όρθιος και κοίταξε με" του είπε ο παππούς με κάπως αυστηρό ύφος
"Ορίστε σε κοιτάζω!" του είπε και ταίριαξε το τρομαγμένο του βλέμμα με εκείνο του παππού.
Για μια στιγμή δεν μιλούσε κανείς.
"Το ξέρεις οτι δεν κάνει να λες τέτοια πράγματα ιδίως σήμερα που έχεις και την γιορτή σου, έτσι;" του είπε χαμογελώντας
"Ναι, αυτή μας μάρανε τώρα.." είπε ο μικρός και αναστέναξε απογοητευμένα "Εδώ δεν έχουμε μέλλον στην Ελλάδα κι εσύ μου λες τα παραμύθια σου. Μεγάλωσα πια και καταλαβαίνω! Ολα τα βλέπω!"
"Τι βλέπεις δηλαδή;"
"Πως οι δρόμοι έκλεισαν, πως έτσι όπως είναι τα πράγματα είναι αδύνατον να..."
Ο παππούς πέρασε το χέρι του γύρω από τον ώμο του μικρού. Σα να τον αγκάλιαζε με τις φτερούγες του. Να μην κρυώνει από την παγωνιά των σκέψεων του. Ύστερα με κείνη την φωνή που μόνο οι παππούδες έχουν του λέει:
"Ακουσε όλα τα "δεν πρέπει", ακουσε τα "μη". Άκουσε τα "δεν θα έπρεπε" τα "αδύνατον", τα "δεν θα". Άκουσε τα "ποτέ δεν θα". Ύστερα άκουσε πολύ προσεκτικά εμένα: Τα πάντα μπορεί να συμβούν Κωνστανίνε μου. Οτιδήποτε μπορεί να γίνει."
Είπε και προχώρησαν στο παράθυρο. Η μέρα αποχωρούσε. Οι σκιές στο δρόμο μεγάλωναν. Μέχρι που ένα ασημένιο φως νίκησε το σκοτάδι. Το αδύναμο φως του φεγγαριού ήταν το εμβατήριο που παιάνιζε στο σύμπαν τα λόγια του παππού!

Saturday, May 19, 2012

κατάλογος φτώχειας

"Καλημέρα. Θα ήθελα τη γνώμη σας"
"Βεβαίως. Τι αισθάνεσθε"
"Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα μου. Θέλω να μου πείτε τι αισθάνομαι"
"Δε σας καταλαβαίνω"
"Σαμπως εγώ καταλαβαίνω; Θα σας το ρωτήσω ευθέως. Νομίζετε οτι είμαι φτωχός;"
"Α, περι αυτού πρόκειται! Μάλιστα! Λοιπον μπορώ να σας βοηθήσω αγαπητέ μου. Εχω αυτό που χρειάζεστε. Ορίστε. Πάρτε αυτόν τον κατάλογο με τα συμπτώματα και βγάλτε μόνος σας τα συμπεράσματα σας"
"Για να δούμε λοιπον τι γράφει..


- Είσαι φτωχός όταν ξέρεις ακριβώς πόσο κοστίζει το κάθε τι.
- Είσαι φτωχός όταν θυμώνεις με τα παιδιά σου, οταν σου ζητούν όλες τις αηδίες που βλέπουν στην τηλεόραση.
- Είσαι φτωχός όταν ελπίζεις πως θα σου περάσει ο πονόδοντος.
- Είσαι φτωχός όταν τα παιδιά σου πηγαίνουν στα σπίτια των φίλων τους, αλλά ποτέ δεν έρχονται στο δικό σου.
- Είσαι φτωχός όταν έχεις θέρμανση, η δροσιά, μόνο σε ένα δωμάτιο του σπιτιού σου.
- Είσαι φτωχός όταν ελπίζεις πως τα παιδιά σου δεν θα αναπτυχούν πολύ.
- Είσαι φτωχός όταν θεωρείς οτι 8 Ευρώ την ώρα είναι πολύ καλή πληρωμή.
- Είσαι φτωχός οταν βασίζεσαι σε ανθρώπους που δεν δίνουν δεκάρα για σένα.
- Είσαι φτωχός όταν δεν χαιρετάς την κοπέλλα που έρχεται, επειδή θα κοροιδέψει τα ρούχα σου
- Εσαι φτωχός όταν ελπίζεις οτι κάποιος θα σε καλέσει για φαγητό.
- Είσαι φτωχός όταν ελπίζεις πως θα πάρεις αύξηση 50 λεπτά.
- Είσαι φτωχός όταν πας στα φάστ φούντ και κλαις με μάυρο δάκρυ όταν σου πέσει κάτω το χάμπουργκερ.
- Είσαι φτωχός όταν ξέρεις πως δουλεύεις τόσο σκληρά όσο όλοι, παντού.
- Είσαι φτωχός όταν πρέπει να περιμένεις 6 ώρες στα επείγοντα με το άρρωστο παιδί στην αγκαλιά σου.
- Είσαι φτωχός όταν πιστεύεις πως μια αληθινή σχέση βασίζεται στο οτι ένας από τους δύο έχει ένα σπίτι.
- Είσαι φτωχός όταν το παιδί σου κάνει τα ίδια λάθη με σένα και δεν σε ακούει όταν το παρακαλάς να μην τα κάνει.
- Είσαι φτωχός όταν δεν σου περνάει αυτός ο βήχας που συνεχίζει για πολύ καιρό.
- Είσαι φτωχός όταν βλέπεις πόσες λίγες ευκαιρίες έχεις.
- Είσαι φτωχός όταν μπορείς να συνεχίσεις τον κατάλογο αυτόν.


Σιωπή.

Friday, May 18, 2012

κυρ Θάνος

Στην γειτονιά μας ακόμα υπάρχει ένα μικρό συνοικιακό παντοπωλείο. Προσπαθούμε όλοι να το κρατήσουμε στη ζωή. Το παντοπωλείο αυτό είναι ο κυρ Θάνος. Τα δύο αυτά είναι ένα.
Τα απογεύματα συνήθως έχει πολύ κόσμο.
Οι περισσότεροι από τους πελάτες έχουν χάσει το χαμόγελο τους τον τελευταίο καιρό. Το χειρότερο είναι οτι δεν έχουν και το κουράγιο να το γυρέψουν. Το έχουν εγκαταλείψει κάπου μισοπεθαμένο. Το ξέχασαν. Γυροφέρνουν με την έλλειψη του στα μάτια. Να, σαν την κυρα Τασούλα.
"Πως είσαι κυρ Θάνο;" τον ρώτησε
"Υπέροχα! Θαυμάσια κυρία Τασούλα μου!" της είπε εκείνος και το χαμόγελο του άναψε σαν φλας μπροστά στο συννεφιασμένο βλέμμα της.
Εκείνη σούφρωσε τα χείλη της, μισόκλεισε το ένα της μάτι προσπαθώντας να καταλάβει πως τα καταφέρνει ο κυρ Θάνος.
Ξαφνικά σα να θυμήθηκε κάτι από τα νιάτα της, σαν να σάλευε κάτι κρυμμένο πίσω από τα ζαρωμένα χείλη της, κάτι που έμοιαζε με χαμόγελο εμφανίστηκε δειλά, σαν τον ήλιο του χειμώνα.
"Μα αυτή είναι μια υπέροχη απάντηση!" του είπε "Σπάνια ακούει κάποιος κάτι τέτοιο στις μέρες μας!"
Αφού αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες ακόμα, η κυρα Τασούλα πήρε τα ψώνια της και απομακρύνθηκε.
Την ώρα που έφτανε στη πόρτα γύρισε ξανά και του είπε
"Αυτή σου η θετική στάση έκανε την μέρα λίγο πιο φωτεινή. Σε ευχαριστώ"
Η αλήθεια είναι οτι αυτή η συζήτηση ανάστησε τις μέρες όλων μας όσοι βρεθήκαμε στο παντοπωλείο χθες το απογευματάκι.

Thursday, May 17, 2012

Πονόδοντος

Αφόρητος ο πονόδοντος. Ξέρεις εσύ πως είναι. Σα να σου κατεδαφίζουν το κεφάλι με ένα σφυρί. Ο,τι είχα από φάρμακα στο σπίτι τα χρησιμοποίησα όλα. Ο πόνος με περιγελούσε κάθε φορά. Αυτό με πλήγωνε πιο πολύ ακόμα.
Ομως ο πόνος αυτός δεν είναι τίποτα μπροστά στον άλλο πόνο. Εκείνον που αισθάνομαι όταν πρέπει να πάω στο γιατρό και δεν μου φτάνουν τα χρήματα. Μάζεψα ο,τι είχα κρυμμένο για ώρα ανάγκης. Μερικά χαρτονομίσματα, λίγα κέρματα. Τα μετρούσα τα ξαναμετρούσα. Τέντωνα τα χαρτονομίσματα μήπως μεγαλώσουν. Τίποτα. Πόσο πόνο μπορεί να αντέξει κάποιος.
Στο τηλέφωνο ήταν ο Γιάννης. Θέλει λέει να περάσει. Είναι μέρες τώρα που παραπονιέται πως δεν αισθάνεται καλά. Στην ψυχή του. Περπατά δύσκολα. Βαριανασαίνει. Είναι ένας από το ενάμιση εκατομμύριο ανέργους. Ενας αριθμός. Μιλάμε πολύ. Κάθε μέρα. Τα φέρνει δύσκολα πέρα, όπως κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι. Ομως σήμερα δεν είναι καλή μέρα. Ο πονόδοντος μου είναι αφόρητος. Ο θυμός μου το ίδιο. Δεν είναι καλή μέρα να βρεθούμε.
«Φίλε έχω ανάγκη, θα έρθω» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Δεν πέρασε λίγη ώρα νάτος. Πήγαμε στο μπαλκόνι. Πρόσφερα καφέ. Δεν είχα κάτι άλλο.
«Ακου» μου είπε «Δεν θα με διακόψεις πριν τελειώσω»
«Εντάξει» είπα εγώ χαμογελώντας. Ήξερα πως κάθε φορά έτσι γινόταν.
Ομως τούτη η φορά ήταν αλλιώτικη. Εβγαλε από την τσέπη του ένα φάκελο.
«Αυτο είναι το δικό μου περίσσευμα» μου είπε. «Να πας στο γιατρό, να φτιάξεις το δόντι σου»
Δεν πρόλαβα να πω κουβέντα. Με σταμάτησε.
«Σκεφτόμουν που να επενδύσω» μου είπε χαμογελώντας «αποφάσισα οτι αυτή είναι η καλύτερη επένδυση που μπορώ να κάνω!»
Εκείνη την ώρα κάποιος χρηματιστής σε κάποιο σημείο του κόσμου ένιωσε μια γλύκα μέσα στην ψυχή του. Σαν την δική μου.

Wednesday, May 16, 2012

χαρτζιλίκι

"Θέλω να μου πεις αμέσως που ξόδεψες τα χρήματα που σου έδωσε η γιαγιά το πρωί!" του είπε η μητέρα του.
Εκείνος σιωπούσε.
"Εχεις μπλέξει έτσι; Το φαντάστηκα. Και σου έχω πει άπειρες φορές να προσέχεις τις παρέες σου. Σου το είπα ή δεν σου το είπα;"
Ο Θανάσης κούνησε το κεφάλι του. Συμφώνησε. Αμίλητος.
Τόσην ώρα καθόταν όρθιος μπροστά στην μητέρα του. Αυτή καθόταν στην πολυθρόνα της. Αυστηρή. Αγέλαστη. Σχεδόν παγωμένη.
"Ο πατέρας σου κινδυνεύει να χάσει τη δουλειά του. Τα χρήματα που έχουμε δεν μας φτάνουν. Η γιαγιά σου έδωσε για να το έχεις για φαγητό. Εσύ το ξοδεύεις αλλού. Που; Σε ρωτάω που;"
Ο Θανάσης σηκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Η μάνα του. Η ζωή του, που της λείπει η χαρά.
"Αχ δεν θα μπορέσω να αντέξω άλλο. Αρκετά παλεύω τόσο καιρό" αναστέναξε "Αν έχεις μπλέξει με τίποτα ναρκωτικά, η κάτι άλλο θα με πεθάνεις σου το λέω"
Ήταν τόσο βαριά η ατμόσφαιρα στο σπίτι τον τελευταίο καιρό που κόντευαν να βυθιστούν όλοι μέσα στη γη. Απο τώρα.
Ο Θανάσης αμίλητος γύρισε να φύγει
"Δεν θα πας πουθενά αν δεν μου τα πεις όλα!" του φώναξε η μάνα με όση φωνή είχε
Εκείνος της έγνεψε με το χέρι του. Να περιμένει.
Οταν επέστρεψε κρατούσε στα χέρια του την πιο όμορφη ανθοδέσμη του κόσμου. Της την πρόσφερε.
"Σου πήρα αυτά τα λουλούδια" της είπε " για να σε δω να χαμογελάσεις και να πολεμήσεις την κατάθλιψη σου"
Από το παράθυρο πέρασε στο δωμάτιο μια χρυσή αχτίδα φως.

Tuesday, May 15, 2012

καυγάς

"Για έλα δω!" του είπε η μάνα και μισόκλεισε τα μάτια της για να δει καλύτερα.
"Ασε με τώρα...βιάζομαι..πρέπει να πάω στο δωμάτιο μου..." είπε ο μικρός και έτρεξε προς τα κει
"Μισό λεπτό!" τον συγκράτησε εκείνη. Τον τράβηξε από το πουκάμισο. Παραλίγο να της μείνει στο χέρι ένα κομμάτι.
"Τι χάλια είναι αυτά παιδί μου!" του έβαλε της φωνές
Ο μικρός έσκυψε το κεφάλι. Η ανάσα του έγινε γρήγορη. Σαν ατμομηχανή που ετοιμάζεται να εκτιναχτεί μπροστά.
"Να με κοιτάς όταν σου μιλώ" του είπε η μάνα και του σήκωσε το πρόσωπο.
Το κατακόκκινο προσωπάκι του είχε μερικούς μελανούς λεκέδες. Σημάδια καυγά.
"Πες μου τι έγινε αμέσως!" του είπε αυστηρά με την αγάπη της μάνας που τα καλύπτει όλα
"Δεν επιτρέπω σε κανέναν να κοροιδεύει τον Γιάννη" είπε με δυσκολία ο μικρός. Οι λέξεις έβγαιναν μισές μαζί με κάθε λυγμό θυμού. Ο κόμπος στο λαιμό του τον θύμωνε ακόμα πιο πολύ
"Κάθε μέρα τα ίδια. Εκείνα τα βρωμιάρικα. Πως είσαι έτσι; Κουνιέσαι πέρα δώθε σαν ηλίθιος. Βγάζεις κραυγές σαν τρελός" Φτάνει πιά! Κατάλαβες;" της είπε βάζοντας στην τελευταία του λέξη όλη την δύναμη της ψυχής του.
Ο Γιάννης είναι ο παιδικός του φίλος. Κολλητός. Μαζί περπατούσαν στη ζωή από τα πρώτα τους βήματα. Ο μικρός ορθώθηκε τοίχος μπροστά στο Γιάννη. Τοίχος και καταπέλτης μαζί.
Τα δάκρυα του μοσχομύριζαν καμάρι και γενναιότητα. Η αγκαλιά της μάνας αιώνια παρηγοριά.

Monday, May 14, 2012

χαντάκι

"Μα Δευτεριάτικα τόσες πολλές αναποδιές! Που ήταν κρυμμένες; Μέσα στο Σαββατοκύριακο;" γκρίνιαξε ο Αλεξία. Αγανάκτησε.
«Υπομονή..." της συναίσθησα. "Υπομονή και μάτια ανοιχτά!" πρόσθεσα
«Τι υπομονή!" αντέδρασε, "Τι υπομονή! Πόση άλλη! Εδώ κοντεύουμε να βάλουμε και το άλλο πόδι μέσα στο λάκκο!»
«Είπες λάκκος;» τη ρώτησα. «Θα σου πω μια ιστορία που μου είχε μάθει η γιαγιά μου. Εσύ να αλλάξεις τα πρόσωπα και πράγματα και να τα αντικαταστήσεις με εκείνα που ξέρεις Εντάξει;"
«Για ιστορίες είμαστε τώρα;» νευρίασε εκείνη
«Μωρέ άκου να δεις τί εγινε….» της είπα και της συναίσθησα να με ακούσει προσεκτικά


Μια φορά ένας αγρότης είχε έναν γάιδαρο. Γέρασε ο κακόμοιρος και κάποια μέρα, εκεί που περπατούσε στο λιβάδι, έπεσε μέσα σε ένα χαντάκι. Προσπάθησε μα δεν μπορούσε να βγει.
Τον βρήκε το αφεντικό του, προσπάθησε κι εκείνος αλλά δεν τα κατάφερε.
Σκέφτηκε λοιπόν οτι μιας και ο γάιδαρος ήταν γέρος και το χαντάκι έπρεπε να κλειστεί, να κάνει δυο δουλειές μαζί.
Κάλεσε τους χωριανούς, τους έδωσε από ένα φτυάρι και όλοι μαζί έριχναν χώμα, πέτρες, λάσπη μέσα στο χαντάκι να θάψουν τον γάιδαρο και να κλείσουν το χαντάκι. Μόλις το ζωντανό κατάλαβε τι συνέβαινε, έκλαιγε, μα κανένας δεν του έδινε σημασία.
Ξαφνικά όμως σιώπησε. Ολοι αναρωτήθηκαν τι έγινε. Δεν έκλαιγε όταν του πετούσαν χώμα. Εκείνος, κάθε φτυαριά που του έρχονταν στην πλάτη, την τίναζε και έπεφτε στα πόδια του το χώμα. Έτσι συνέβαινε να πατάει το χώμα και να ανεβαίνει εκείνο και στο τέλος γέμισε το χαντάκι και ο γαίδαρός μας βγήκε καμαρωτός καμαρωτός.


Τι κατάλαβες λοιπόν; Πως η ζωή θα σου ρίχνει πολλές φτυαριές με ακαθαρσίες. Κάθε είδους. Το κόλπο είναι να τις τινάζεις από πάνω σου και να ανεβαίνεις από το χαντάκι πατώντας τη βρωμιά. Μπορούμε να βργούμε από το οποιοδήποτε χαντάκι όχι με παραίτηση αλλά με αποφασιστηκότητα. Κάθε φτυαριά και ένα βήμα προς τα πάνω!»


Το αποφασιστικό βλέμμα της Αλεξίας αποτίναξε από πάνω της την πρώτη φτυαριά.