Wednesday, November 28, 2012

Η σύζυγος

Τέλος Νοέμβρη θα ήτανε...Εκείνη τη χρονιά τα κρύα είχαν αρχίσει απο νωρίς. Οι άνθρωποι είχαν μαζευτεί στα σπίτια του, ο,τι είχε ο καθένας. Οποιος δεν είχε μαζευόταν στους δρόμους, καλή ώρα. Οι βιτρίνες απο καιρό στον δικό τους κόσμο. Λες και ζούσαν σ άλλη εποχή, με άλλους ανθρώπους. Ενδεχομένως πιο καλή.
Ο μικρός διαβάτης είχε κολλήσει τη μύτη του σε μια βιτρίνα. Αυτή καμάρωνε για τα λούσα της. Παπούτσια όλων των ειδών. Οπως έπεφταν επάνω τους τα  χρωματιστά φώτα έφτανε ν απλώσεις τα χέρια σου και να τα πάρεις. Ο μικρός μας ούτε καν που το σκεφτόταν. Τα χέρια του ήταν κοκκαλωμένα απο το κρύο και δεν έβγαιναν εύκολα απο τις τσέπες.
"Τι κάνεις εδώ;" τον ρώτησε μια καλοβαλμένη ψηλή γυναίκα.
Σήκωσε τα μάτια του και έκανε κάμποση ώρα μέχρι να φτάσει τα μάτια της. Πέρασε πρώτα απο τα ακριβά της ρούχα, την τσάντα, τα βραχιόλια το κολλιέ και κατέληξε στα μεγάλα της μάτια που τον κοιτούσαν ίσαμε την ψυχή του.
Ξανακολλά το πρόσωπο του στη βιτρίνα και λέει
"Περιμένω να μου χαρίσει ο Θεός ένα ζευγάρι παπούτσια.."
Δίχως δεύτερη σκέψη η γυναίκα παίρνει τον μικρό απο το χέρι και μπαίνουν στο κατάστημα. Κάθεται εκείνος στον μικρό καναπέ και κάποια πωλήτρια πλησιάζει και του καθαρίζει τα πόδια. Ύστερα του φοράει ένα ζευγάρι καινούργιες κάλτσες και πάνω απο αυτές εκείνο το ζευγάρι παπούτσια που ζήλευε τόσην ώρα.
Βγήκαν απο το κατάστημα. Η γυναίκα έσκυψε και φίλησε το μικρό τρυφερά στο μέτωπο.
"Να προσέχεις" του είπε και έκανε να φύγει
"Συγνώμη..." είπε ο μικρός που δεν είχε συνέρθει ακόμα απο την έκπληξη
"Ναι;" κοντοσθάθηκε η γυναίκα
"Μήπως είστε η σύζυγος του Θεού;" ρώτησε εκείνος και έμεινε αρκετή ώρα με τη χαρά μπερδεμένη με απορία και ευγνωμοσύνη.

Sunday, November 25, 2012

Βία

«Αυτή είναι η τελευταία φορά» έλεγε εδώ και τέσσερα χρόνια η Κατερίνα κάθε φορά που αναγκαζόταν να κρύψει τους μώλωπες της κάτω απο  δέκα στρώματα makeup.
Ο Σπύρος ήταν απο τους άνδρες εκείνους που λαξεύουν την αυτοπεποίηση τους πάνω στις ουλές σε γυναικεία σώματα. Και ψυχές. Επειδή το σώμα δίχως τη ψυχή δεν υπάρχει. Και αυτό δεν το λέει μόνο ο παπα Δημήτρης. Το λέει και η Κατερίνα που πονά βαθιά μέσα της σε κάθε χτύπημα του Σπύρου.
Δεν θυμάται τι είχε ερωτευτεί απο αυτόν τον άνθρωπο.
«Αχ μάνα!» αναστενάζει καθώς θυμάται εκείνη τη βραδιά που την αραβώνιασαν. «Πόσο γελάστηκες. Γιατί δεν έβαλες τη σοφία σου κάτω; Μάνα ήσουν!» έλεγε μέσα στα αναφιλλητά της.
Κανείς δεν τον είχε καταλάβει. Ολοι έβλεπαν έναν νοικοκύρη, επαγγελματία, άξιο σύζυγο της Κατερίνας. Εκείνη όμως έβλεπε τον δήμιο της. Τον φοβόταν. Ετσι ήθελε εκείνος. Να τον φοβάται. Επειδή εκεί έξω στην αγορά ήταν ο υποτακτικός, ο καλός, αυτός που πάντα έλεγε το ναι για να κερδίζει. Στο σπίτι έβγαζε το άχτι του.
Η Κατερίνα όταν έμενε μόνη κρατούσε σφιχτά το ουρλιαχτό της. Μη τύχει και την ακούσει εκείνος.
Στην γιορτή της δεν της πήρε κανένα δώρο. Στην γιορτή της η Κατερίνα ήταν μόνη. Όπως κάθε άλλη μέρα του χρόνου. Καμιά φορά όμως η μοναξιά είναι η καλύτερη κρυψώνα του θανατικού.
Η Κατερίνα έχει μάθει οτι η εκδίκηση μπορεί ν αργεί. Και τότε όσο αργεί τόσο να φοβάσαι.

Thursday, November 22, 2012

Ζωντανός

Αποφάσισα να βγω για έναν περίπατο.  Να διασχίσω απ άκρη σ άκρη την πόλη μου. Είχα μείνει καιρό μαζί με τη μοναξιά μου και αισθανόμουν οτι καλοσυνηθίζω. Πήρα τους δρόμους. Η πόλη μου είχε μείνει ίδια. Να θυμηθώ να ρωτήσω την μοναξιά αν πέρασε κι απο δω πριν να εγκατασταθεί σε μένα.
Στην πρώτη στροφή του δρόμου ένιωσα ένα δυνατό τράνταγμα. Σαν κάποιος να μου έδωσε δυνατή γροθιά στο στομάχι. Με προσπέρασε ένας  νεκρός άνθρωπος. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Να καταλάβω πως δεν ζω ακόμα έναν απο τους εφιάλτες μου. Τον κοίταξα καθώς απομακρυνόταν και ευχόμουν να έχω κάνει λάθος.  Πέρασα απέναντι στο μικρό πάρκο. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Είχε βρέξει και η γη ευχαριστούσε τον ουρανό για το δώρο του με όλα τα αρώματα που κρύβει στον κόρφο της. Ανάσανα βαθιά. Παραλίγο να μου κοπεί η ανάσα καθώς απο μπροστά μου πέρασε μια παρέα απο πεθαμένα παιδιά. Δεν με πρόσεξαν. Λες και δεν ήμουν εκεί. Προχωρούσαν και χειρονομούσαν. Αόριστα. Αδιάφορα.
«Μα που βρίσκομαι;» αναρρωτήθηκα. Τα καταστήματα με λιγοστό φως να φέγγει μόνο τα πρόσωπα των νεκρών πελατών. Οι δρόμοι το ίδιο.
Μια πόλη γεμάτη πεθαμένους. Ανθρώπους δίχως μάτια. Ανθρώπους δίχως φωνές.
Ποιο θανατικό πέρασε απο δω και αφάνησε τη ζωή;
Ποιος φύτεψε στους ανθρώπους αισθήματα κατασκευασμένα, αντιδράσεις αναμενόμενες; Η πόλη μου έσφιζε απο ζωή και τώρα...αυτοί εδώ λες και δεν είναι οι συμπολίτες μου. Λες και ρήμαξε ο τόπος.
Τα παιδιά...τα παιδιά...με ψυχές φτιαγμένες απο τηλεόραση και ιδέες σε κονσέρβα απο το σχολείο.
Που πήγαν όλοι; Ολοι εκείνοι που γνώριζα και είχα την ελπίδα μου πάνω στα όνειρά τους;
Γύρισα στο σπίτι σέρνοντας τα φτερά μου που είχαν κυλιστεί μέσα στα λασπώνερα.
Θα βγω κι αύριο. Δεν έχω πια την δύναμη να ξεκινήσω να ελπίζω και να εύχομαι. Είχα την βεβαιότητα οτι ο καιρός των ευχών έχει τελειώσει. Οχι απο την αρχή Θεέ μου!
Άναψα τα φώτα. Ολα.  Κι έβαλα δυνατά μουσική. Και πήγα στη μέση του δωματίου. Και ανέβηκα σε μια καρέκλα. Και διάβασα ένα ποίημα. Τουλάχιστον ένας άνθρωπος ας είναι ζωντανός.

Monday, November 19, 2012

Καθρέφτης

Μια φορά ένας άνδρας με τον γιο του περπατούσαν μέσα στο δάσος. Ξαφνικά το αγόρι σκουντουφλά και πέφτει κάτω. Χτύπησε το πόδι του και φώναξε δυνατά:
- ΑΑΑΧΧΧ!
Ξαφνιασμένο, ακούει την φωνή του να επιστρέφει:
- ΑΑΑΧΧΧ!
Παραξενεμένο από το φαινόμενο, φωνάξει:
- Ποιός είσαι;
Όμως την μοναδική απάντηση που παίρνει είναι:
- Ποιός είσαι;
Θυμωμένο τώρα φωνάζει αγριεμένα:
- Είσαι δειλός!
Και η φωνή απαντά:
- Είσαι δειλός!
Γεμάτο περιέργεια ρωτά τον πατέρα του.
- Τι συμβαίνει πατέρα; τι γίνεται εδώ;
- Πρόσεξε γιε μου, του λέει εκείνος και φωνάζει δυνατά:
- Σε θαυμάζω!
Η φωνή απαντά:
- Σε θαυμάζω!
Ο πατέρας φωνάζει για άλλη μια φορά:
- Είσαι υπέροχος!
Η φωνή απαντά:
- Είσαι υπέροχος!
Το αγόρι ακόμα πιο έκπληκτο από πριν, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει.
Υστέρα ο πατέρας πιάνει να εξηγήσει στον γιο του:
- Το φαινόμενο αυτό, οι άνθρωποι το λένε ΗΧΩ, αλλά στ' αλήθεια είναι ΖΩΗ. Επειδή εκείνη σου επιστρέφει αυτό που της δίνεις. Η ζωή είναι ένας καθρέφτης των πράξεών σου. Αν θέλεις πιο πολλή αγάπη, τότε να δώσεις πολλή αγάπη! Αν θέλεις κατανόηση, τότε δώσε κατανόηση. Αν θέλεις οι άνθρωποι να σε υπομένουν, τότε να τους υπομείνεις και εσύ. Αυτός είναι ο κανόνας της ζωής και έχει εφαρμογή σε κάθε τομέα της ζωής μας!
Η ζωή σου με άλλα λόγια είναι  ένας καθρέφτης του ίδιου σου του εαυτού!

Thursday, November 15, 2012

Για την Ιμβρο


Αυτό είναι το βίντεο προώθησης του πρώτου βιβλίου για την Ίμβρο που κυκλοφόρησε στην Τουρκία από τις εκδόσεις Heyamola !

Wednesday, November 14, 2012

Διασταύρωση

Η Άννα βιαζόταν να πάει στο σπίτι της. Είχε έρθει ο αδερφός της από την Λάρισα. Είχε να τον δει τόσο καιρό. Δεν μπόρεσε να πάει να τον πάρει από το σταθμό. Αυτή η χαζοσυνάντηση στη δουλειά έτοιμη να σκοτώσει τις εκπλήξεις. Ποτέ δεν είχε καταλάβει, πώς γίνεται κάθε φορά που της συμβαίνει κάτι όμορφο και χρειάζεται να πάει να το συναντήσει, εκείνη την μέρα και την ώρα να έχει συνάντηση στο γραφείο. Λες και υπάρχει κάτι εκείνο το δαιμονικό που λένε…
Ας είναι όμως. Χθες προσπαθούσε να φτάσει στο σπίτι τουλάχιστον μια ώρα νωρίτερα. Να τον δει. Να τον αγκαλιάσει. Η μοναξιά στην πόλη καταντάει αφόρητη.  Χώρια που κινδυνεύεις να την συνηθίσεις κιόλας. Το χειρότερο.
Λίγα τετράγωνα από το σπίτι της μια μεγάλη διασταύρωση χωρίζει την πόλη στα τέσσερα. Εδώ η κυκλοφορία των αυτοκίνητων μοιάζει τόσο πολύ με το αίμα στις φλέβες. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι δεν σταματά ποτέ.  Το πράσινο διαρκεί πολύ λίγο. Γι αυτό πρέπει να έχεις υπομονή όταν βιάζεσαι. Βρέθηκε πρώτη στο φανάρι. Με αγωνία περίμενε το πράσινο. Το κόκκινο το είχε βαρεθεί. Γενικά. Τα μάτια της κολλημένα στο φανάρι και το πόδι να χαιδεύει το γκάζι. Με το που άλλαξε σε πράσινο βάζει πρώτη και ξεκινά. Στο επόμενο δευτερόλεπτο με όλη της την δύναμη πατάει φρένο. Την τελευταία στιγμή μια γριούλα είχε ξεκινήσει να διασχίσει το δρόμο. Αναστεναγμός ανακούφισης. «Καλά που την είδα» σκέφτεται και δεν λέει να ξεκολλήσει το πόδι από το φρένο. Το φανάρι για άλλη μια φορά χαμένο όμως. Εκείνη τη στιγμή στυλώνει τα μάτια της λίγο πιο πέρα και δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει: Από τα δεξιά της ένα μεγάλο φορτηγό είχε υπολογίσει ότι θα προλάβει το κόκκινο. Δεν το πρόλαβε όμως. Πέρασε. Συγκρούστηκε στη μέση του δρόμο με μια μηχανή που έφυγε σα βολίδα από δίπλα της όση ώρα εκείνη περίμενε τη γριούλα να περάσει. Στη θέση της μηχανής θα ήταν εκείνη. Η Άννα.
Όσοι δεν πιστεύουν στους αγγέλους θαρρούν ότι η ευγένεια και οι καλοί τρόποι μπορούν να μας σώσουν τη ζωή.

Tuesday, November 13, 2012

Περικοπές στην παιδεία

Ένα από τα πολλά έγγραφα που καταφτάνουν μέσα στην πρωινή αλληλογραφία στις σχολικές μονάδες είναι κι εκείνο που έχει οδηγίες για το πώς θα γίνει οικονομία στα σχολεία.
Δεν αναφέρεται στην έλλειψη κονδυλίων για την αγορά πετρελαίου. Η ζεστασιά τον χειμώνα πια θα είναι μια από τις πολλές αναμνήσεις, όπως εκείνες με τον Μάη που καταφθάνει και πάμε να τον προϋπαντήσουμε στην εξοχή, η όπως εκείνη με τα χιόνια στο καμπαναριό που σημαίνουν Χριστούγεννα. Έτσι και με τα καλοριφέρ. Θα λέμε, όσοι καταφέρουμε να επιζήσουμε, τα παλιά τα χρόνια είχαμε ζεστασιά στο σχολείο και κάναμε μάθημα δίχως τα μπουφάν, τα γάντια και τα κασκόλ μας. Η οδηγία λοιπόν δεν αναφέρεται σ αυτή την περικοπή. Αυτή γίνεται εκ των ουκ άνευ.
Τα τμήματα να αποτελούνται από τουλάχιστον τριάντα παιδιά. Τριάντα εν δυνάμει συνειδητοί πολίτες της χώρας με λόγο για το παρόν και το μέλλον της. Μια τέτοια γνώση αυτής της δυναμικής μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με περικοπές. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Αλλιώτικα τούτες οι σπίθες που κάθονται στα θρανία, αν τις ποτίσεις με οξυγόνο μια μέρα θα κάψουν όλο το σαθρό οικοδόμημα. Θα το γκρεμίσουν συθέμελα. Θα ζητήσουν το λόγο. Θα αποδώσουν ευθύνες. Αυτόν τον κίνδυνο τον κοιμίζεις μόνο μειώνοντας το οξυγόνο. Κλείνοντας την στρόφιγγα. Σακατεύοντας τους δασκάλους, λιγοστεύοντας τα βιβλία, αποχαυνώνοντας τους βλαστούς με χυμούς ξένους, παράταιρους. Όπιο τα κοινωνικά δίκτυα, η τεχνολογία, η αποξένωση από το διάβασμα, τη σκέψη. Η απογοήτευση. Η εύκολη λύση. Η λησμονιά. 
Περικοπές στη παιδεία. Αβάντα στο χορό του αλόγου τους, κατά πως λέει ο λαός.
Ο λογαριασμός όμως γίνεται δίχως τον ξενοδόχο. Δίχως τον δάσκαλο εκείνον που μοιάζει με αναμμένο κερί, έτοιμο να λαμπαδιάσει όλες τις παιδιές ψυχές. Επειδή τον δάσκαλο, ό,τι και να τον κάνεις, μαθημένος πια στα λίγα έχει το νου του στα σημαντικά.  Οι περικοπές δεν τον αγγίζουν. Θα βρει τρόπο να ζεστάνει, να στρέψει τα μάτια των μικρών στο μέλλον, στο όραμα.
Ο δάσκαλος σε όποια βαθμίδα κι αν τον γυρέψεις, μπορεί να τον δεις ν αναστενάζει, να κουνάει το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά. Μα θα βρει αυτό που ψάχνει. Μέσα στα φυλλοκάρδια του θα το βρει. Την γραμματική της ελπίδας την γνωρίζει. Την προπαίδεια των αρετών απ έξω. Την Γεωγραφία της καλοσύνης κι ανακατωτά. Τι μένει; Να την διδάξει στους μαθητάδες του. Πεινασμένος από φαγητό μα χορτάτος από νιότη.
Το σχολείο είναι μοιραίο να είναι η κιβωτός. Είναι γνωστό. Το έχει αποδείξει. Γι αυτό και το φοβούνται. Γι αυτό ελπίζουν σ αυτό.

Sunday, November 11, 2012

Ένα κομμάτι σχοινί

Διάβαζα με πολύ ενδιαφέρον το παρακάτω περιστατικό: "Ένας ορειβάτης θέλησε να ανεβεί το ψηλότερο βουνό. Ξεκίνησε, λοιπόν, την περιπέτεια του μετά από πολλά χρόνια προετοιμασίας. Όμως, επειδή ήθελε τη δόξα μόνο για τον εαυτό του αποφάσισε να σκαρφαλώσει το βουνό μόνος. Η νύχτα, λοιπόν, έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν μαύρα. Μηδενική ορατότητα. Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα. Καθώς ο άνδρας ανέβαινε και απείχε λίγα μόνο μέτρα από την κορυφή του βουνού, γλίστρησε και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα. Ο ορειβάτης πού το μόνο πού έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρομερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά. Συνέχισε να πέφτει… και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του. Σκεφτόταν, τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σκοινί πού ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά. Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα. Μόνο το σκοινί τον κρατούσε ζωντανό. Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμιάς άλλης επιλογής, φώναξε: - Θεέ μου, βοήθησε με! Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε: - Τί θέλεις να κάνω; - Σώσε με, Θεέ μου! - Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε σώσω; - Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς! - ΤΟΤΕ, ΚΟΨΕ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΔΕΜΕΝΟ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΣΟΥ…".
Στο σημείο αυτό σταμάτησα να διαβάζω και απορημένος σκέφτηκα: «Θεέ μου, τί ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του ζητάς να κόψει το σκοινί, το μόνο πράγμα πού τον κρατάει ζωντανό;» Αλλά, άφησα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη. Αλήθεια, ΕΣΥ, τί θα έκανες; Με ανάμεικτα συναισθήματα και σχεδόν βέβαιος για την απάντηση μου, συνεχίζω να διαβάζω: «Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σκοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σκοινί ΜΟΝΟ 3 μέτρα μακριά από τη γη…».
Και εσύ; Πόσο κολλημένος είσαι στο σκοινί σου;

Thursday, November 8, 2012

πολιτεία

Μη νομίζετε οτι σκύβω επειδή με βαραίνουν τα χρόνια. Αυτά είναι σειρήτια, παράσιμα, πως το λένε. Καμαρώνω για όσα έζησα και τα έζησα με όση λεβεντιά και αξιοπρέπεια μπορούσα. Πέρασα πείνα, δυστυχία, πόλεμο, έζησα ξενητιά...μα δε λύγισα. Αναστασία είπα, θα κρατήσεις για χάρη των ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι έτσι είναι καμωμένοι. Για να λυγίζουν ναι, για να σπάνε όχι.
Εφερα στο κόσμο παιδιά και εγγόνια. Και χαμογελώ που και που έτσι που τα βλέπω να μεγαλώνουν...μακριά από τη πατρίδα τους. Μου στέλνουν φωτογραφίες, μιλούμε στο τηλέφωνο και όλο μου λένε να τα συγχωρέσω που είναι μακριά μου. Τι να πω εγώ; Πως δεν τα θέλω κοντά μου; Δεν υπάρχει άλλο ψέμα πιο μεγάλο από αυτό. Μα έτσι που είναι τα πράγματα εδώ θα έλιωνε το μέσα μου να τα βλέπω να σέρνονται και να καταριούνται την ώρα και τη στιγμή που τα έφερα στο κόσμο. Με την ευχή μου, τους λέω. Είμαι εγώ εδώ αντι για σας, το ίδιο κάνει. Το λέω αλλά δεν το πιστέυω. Δεν είναι το ίδιο. Αλλο το φως και τα νιάτα και άλλο η σκιά και τα γηρατειά.
Είμαι τώρα εδώ όλη μέρα στα ιατρεία και τα φαρμακεία απ έξω και ζωγραφίζω με το μπαστούνι μου στο πάτωμα άορατες πολιτείες. Εκεί που οι άνθρωποι ζουν με τιμιότητα και μοιράζονται όσα έχουν. Εκεί που δεν κοιτάνε πως ο ένας θα κλέψει το ψωμί του άλλου, αλλά κόβει το μισό από το δικό του και το χαρίζει στον άλλον.
Σηκώνω το κεφάλι μου μπας και έχει εμφανιστεί κάποιος γιατρός, κάποιος φαρμακοποιός, απογοητεύομαι και συνεχίζω το ταξίδι μου. Που θα πάει, στο τέλος θα εγκατασταθώ κι εγώ σ αυτή τη πολιτεία, τη φανταστική και δεν θα έχω ανάγκη κανέναν να μου δώσει το φαρμακό μου, το φαγητό που μου έχει κλέψει, την αξιοπρέπεια μου που την έχει τσαλακώσει.