Thursday, November 22, 2012

Ζωντανός

Αποφάσισα να βγω για έναν περίπατο.  Να διασχίσω απ άκρη σ άκρη την πόλη μου. Είχα μείνει καιρό μαζί με τη μοναξιά μου και αισθανόμουν οτι καλοσυνηθίζω. Πήρα τους δρόμους. Η πόλη μου είχε μείνει ίδια. Να θυμηθώ να ρωτήσω την μοναξιά αν πέρασε κι απο δω πριν να εγκατασταθεί σε μένα.
Στην πρώτη στροφή του δρόμου ένιωσα ένα δυνατό τράνταγμα. Σαν κάποιος να μου έδωσε δυνατή γροθιά στο στομάχι. Με προσπέρασε ένας  νεκρός άνθρωπος. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Να καταλάβω πως δεν ζω ακόμα έναν απο τους εφιάλτες μου. Τον κοίταξα καθώς απομακρυνόταν και ευχόμουν να έχω κάνει λάθος.  Πέρασα απέναντι στο μικρό πάρκο. Ήταν μια υπέροχη μέρα. Είχε βρέξει και η γη ευχαριστούσε τον ουρανό για το δώρο του με όλα τα αρώματα που κρύβει στον κόρφο της. Ανάσανα βαθιά. Παραλίγο να μου κοπεί η ανάσα καθώς απο μπροστά μου πέρασε μια παρέα απο πεθαμένα παιδιά. Δεν με πρόσεξαν. Λες και δεν ήμουν εκεί. Προχωρούσαν και χειρονομούσαν. Αόριστα. Αδιάφορα.
«Μα που βρίσκομαι;» αναρρωτήθηκα. Τα καταστήματα με λιγοστό φως να φέγγει μόνο τα πρόσωπα των νεκρών πελατών. Οι δρόμοι το ίδιο.
Μια πόλη γεμάτη πεθαμένους. Ανθρώπους δίχως μάτια. Ανθρώπους δίχως φωνές.
Ποιο θανατικό πέρασε απο δω και αφάνησε τη ζωή;
Ποιος φύτεψε στους ανθρώπους αισθήματα κατασκευασμένα, αντιδράσεις αναμενόμενες; Η πόλη μου έσφιζε απο ζωή και τώρα...αυτοί εδώ λες και δεν είναι οι συμπολίτες μου. Λες και ρήμαξε ο τόπος.
Τα παιδιά...τα παιδιά...με ψυχές φτιαγμένες απο τηλεόραση και ιδέες σε κονσέρβα απο το σχολείο.
Που πήγαν όλοι; Ολοι εκείνοι που γνώριζα και είχα την ελπίδα μου πάνω στα όνειρά τους;
Γύρισα στο σπίτι σέρνοντας τα φτερά μου που είχαν κυλιστεί μέσα στα λασπώνερα.
Θα βγω κι αύριο. Δεν έχω πια την δύναμη να ξεκινήσω να ελπίζω και να εύχομαι. Είχα την βεβαιότητα οτι ο καιρός των ευχών έχει τελειώσει. Οχι απο την αρχή Θεέ μου!
Άναψα τα φώτα. Ολα.  Κι έβαλα δυνατά μουσική. Και πήγα στη μέση του δωματίου. Και ανέβηκα σε μια καρέκλα. Και διάβασα ένα ποίημα. Τουλάχιστον ένας άνθρωπος ας είναι ζωντανός.

No comments:

Post a Comment