Tuesday, April 30, 2013

"Άθεος" φοιτητής

Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, που όμως θα ήθελε πολύ να πιστέψει, άλλα δεν μπορούσε. Χρόνια προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα..
Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους. Άλλα δεν ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
-Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα.
-Δυστυχώς όχι, μού άπαντα. Είμαι της Φιλοσοφικής.
-Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος.
Ένιωσε αμήχανα και κάπου σιώπησε για λίγο.
-Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη που σε πείραξα λιγάκι. Άλλα ο Θεός δεν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα τον πίστευαν. Να ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή;
-Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα. πολλά.. Αν μού πείτε, μπορώ να πάω και αύριο.
Ξέρετε κανέναν μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;
-Τι προτιμάς; Μορφωμένο που μπορεί να σε ζαλίσει ή άγιο που μπορεί να σε ξυπνήσει;
-Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.
-Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ.
-Γαβριήλ, μου άπαντα.
Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θα πας, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω.
Θέλω μια απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
-Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου άπαντα.
-Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και φοβάσαι έμενα; ρωτώ. Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.
Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά και η συνομιλία του Γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.
-Τι γίνεστε, παιδιά; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιει λίγο νεράκι;
-Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική ευγένεια.
-Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας τον από τους υπόλοιπους. Θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το κουτί αυτό με τα λουκούμια. και έλα πιο κοντά να σού πω ένα μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, άλλα να έχει όνομα αγγέλου και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό.
Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του αποκάλυψε το πρόβλημα του; Τι, τελικά, ήθελε να του πει ο γέροντας;
-Πάτερ, μπορώ να σας μιλήσω λίγο; Μόλις που μπόρεσε να ψελλίσει.
-Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε το λουκούμι, πιες και λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να διανυκτερεύσεις.
-Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται;
-Τι να πούμε, ρε παλικάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;
Στο ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα αν, τα γιατί, τα μήπως και έμεινε μόνον το πώς και το Τι από δω κι εμπρός.
Ότι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός άγιου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την μεταμόσχευση χωρίς να σού ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σού κουράσουν το μυαλό.




Πηγή: Από την "παρηγορία" του Αγίου Όρους

Monday, April 29, 2013

Πάσχα του Πατριάρχη στην Ίμβρο των παιδικών χρόνων

Πάσχα τουΠατριάρχη στην Ίμβρο των παιδικών χρόνων
Του Νίκου Μαγγίνα


Ξεχωριστό θα είναι φέτος το Πάσχα στο Αιγαιοπελαγίτικο νησί της Ίμβρου. Ένα από τα παιδιά της, τα απόδημα τέκνα της, ίσως το επιφανέστερο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, επέστρεψε σε αυτήν ύστερα από περίπου 50 χρόνια για να συνεορτάσει με τους Ρωμηούς της γενέτειράς του, τη μεγαλύτερη εορτή της Χριστιανοσύνης. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, αποδεδυμένος πρόσκαιρα τον βαρύ, αν και τιμημένο, μανδύα των πολλών και κοπιαστικών υποχρεώσε-
ων του Ιερού Κέντρου, αναχώρησε από το Φανάρι την Παρασκευή προ του Σαββάτου του Λαζάρου, πραγματοποιώντας με τον τρόπο αυτόν ένα ταξίδι στις αποταμιευμένες στην καρδιά του αναμνήσεις των παιδικών και νεανικών χρόνων, για να ‘κάνει Πάσχα’στο χωριό του.
Οι επισκέψεις του στη λατρεμένη Ίμβρο όλα αυτά τα χρόνια συχνές, με κάθε ευκαιρία. Πάντα η Ίμβρος ήταν και είναι ο τόπος ξεκούρασης και περισυλλογής του Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Οι ομορφιές του φυσικού της περιβάλλοντος, το Όρος Αρασιά, τα εκατοντάδες εξωκκλήσια, το στερημένο από δικαιοσύνη και πλέον στερεμένο Αγίασμα της Αγίας Άννης, το δημοτικό σχολείο τωνΑγίων Θεοδώρων που άνοιξε και πάλι τις πόρτες του ύστερα από υποχρεωτική σιωπή, το πατρικό σπίτι, οι δρόμοι του χωριού, οι τάφοι των προσφιλών νεκρών, οι κάτοικοι, οι ξενι-
τεμένοι που παραθερίζουν, συγγενείς, παλιοί φίλοι και γνώριμοι και απόγονοι τους, πρόσωπα, ιδέες και πράγματα. Όλα μαζί συνθέτουν το σκηνικό που ελκύει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο να επιστρέφει διαρκώς στο πολυαγαπημένο του νησί. Όμως η φετινή επιλογή του, θα είναι εντελώς διαφορετική από τις άλλες επισκέψεις. Στο πατρικό σπίτι στους Αγίους Θεοδώρους και στην οικογενειακή εστία του Χρήστου και τηςΜερόπηςΑρχοντώνη το γιορτινό τραπέζι έχει περίπου μισό αιώνα να στρωθεί με όλα τα ζώντα μέλη της οικογένειας παρόντα. Τα τέσσερα αδέλφια - η Ζαχαρώ, που μένει στηνΑθήνα, ο Νίκος, που ταξίδεψε από την μακρινήΑυστραλία, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος και ο Αντώνης, που μένει στη Γαλλία, θα βρεθούν και πάλι μαζί. Οι σπουδές, η ξενιτειά, η διακονία τηςΜεγάλης Εκκλησίας, η Αρχιερωσύνη, η Πατριαρχεία κράτησαν μακριά από εκείνη τη γλυκιά θαλπωρή, τον Δημήτριο Αρχοντώνη.Μακριά από τη στοργή και την ατμόσφαιρα της οικογενειακής γαλήνης ο μετέπειτα Πρώτος του Γένους και της Εκκλησίας γιόρταζε τις αλήθειες της πίστης μέσα από τη ζωή του Ιερού Κέντρου της Ορθοδοξίας αφιερώνοντας όλη την ικμάδα του βίου του στην υπηρεσία της. Και τώρα, ύστερα από την απουσία τόσων δεκαετιών προσέρχεται με ζωηρή επιθυμία στο κοινό πασχαλιάτικο τραπέζι ο απόδημος αδελφός της οικογένειας Αρχοντώνη.
Τι κι αν οι γονείς και οι παλιότεροι συγγενείς απολαμβάνουν τώρα πλέον το στρωμένο τραπέζι της Βασιλείας του Θεού; Εντούτοις θα είναι όλοι εκεί. Αυτό άλλωστε__μαρτυρεί η επιστροφή για το Πάσχα του Πατριάρχου μας στην πονεμένη Ίμβρο. Με την κίνησή του αυτή έρχεται να αναστήσει στην καρδιά και στη σκέψη του πρόσωπα και γεγονότα που με το διάβα τους από τον κόσμο αυτό επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή του. Έρχεται να αναστήσει τη μνήμη τους, τους μακαριστούς γονείς, τον αείμνηστο Γέροντά του Μητροπολίτη Μελίτωνα Χατζή, τον αλησμόνητο παπα Αστέρη, όλους. Θα έρθει, κρατώντας τη λαμπάδα με το φώς από το Φανάρι για να φωτίσει στο σκοτάδι της λήθης τα πρόσωπα τόσων αγαπημένων. Έρχεται για να γιορτάσει μαζί με όλους ζώντες και νεκρούς τον θάνατο του θανάτου και την αρχή μιας νέας ζωής υπό το πρίσμα της Ανάστασης.
Αλλά ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο Ίμβριος, στις αποσκευές του έχει μέσα το δώρο του για τη γενέθλια γη του. Αυτό το δώρο θα είναι η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, η ανάσταση των προσδοκιών και της αισιοδοξίας πως μέρες καλύτερες διαφαίνονται στον ορίζοντα για το μαρτυρικό αυτό νησί που είδε τους ανθρώπους του να φεύγουν ένας ένας, λίγοι λίγοι και το αποτέλεσμα να είναι σαν ένα ψηφιδωτό που κάποιος με τη βία ξεκόλλησε από επάνω του τις καλύτερες και τις ωραιότερες ψηφίδες. Αυτήν την Ανάσταση φαίνεται να επιθυμεί να γιορτάσει με την επίσκεψή του στην πολύπαθη Ίμβρο ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Θα προσφέρει την αναίμακτη ιερουργία στο χωριό του ενώ συγχρόνως η Ιστορία θα μακαρίζει την άσημη αυτή κόμη για την τιμή της Πατριαρχικής παράστασης κατά την εύσημη ημέρα. Δίπλα στην Αγία τράπεζα το μικρό παιδί με τα γεμάτα αγάπη για την Εκκλησία και τα πράγματά της μάτια θα διακονεί ακόμη τον ταπεινό ιερέα όπως τότε στις ‘μοναχολειτουργιές’.
Το ανοιξιάτικο βράδυ, στους Αγίους Θεοδώρους, κατά την τελετή της Αναστάσεως, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν θα είναι μόνος. Ανακατωμένες με τις μύριες ευωδίες της φύσης, τις ψαλμωδίες, τους ύμνους και τους ήχους από το ολύβουο πλήθος προσκυνητών θα είναι οι ψυχές αυτών που λείπουν και που μας λείπουν. Στο θρόισμα των φύλλων και στις μνημονεύσεις του Πατριάρχου οι ψυχές αυτές θα αναψύχονται και μέσα στο σκοτάδι και στη σιγαλιά της νύχτας εκείνης θα λαμπυρίζουν φέροντας πάνω τους τα σημάδια από το αιώνιο φώς που τις περιβάλλει και θα παραμένουν εκεί ήσυχες και σιωπηλές συμμετέχοντας με συγκίνηση στη χαρά των συμπατριωτών τους στην χαρά της Ίμβρου. Διότι σε όλη την Ίμβρο και στα εκκλησάκια της θα παρευρεθεί σε ακολουθίες και θα χοροστατήσει όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Αυτό το Πάσχα θα ζήσει φέτος η Ίμβρος. Ένα Πάσχα που θα θυμίζει με την λαοπλημμύρα του όντως διάβαση από τον Θάνατο στη Ζωή. Και τότε το «ένα κουβάρι θλίψη» θα ξετυλιχθεί οδηγώντας την άκρη του στο χαρούμενο από συγκίνηση και αναμνήσεις παιδικών χρόνων πρόσωπο του Οικουμενικού Πατριάρχη ο οποίος θα γεύεται την κοινωνία με την γη των πατέρων του, την παραδοσιακή πασχαλιά στην Ίμβρο από την οποία έφυγε αλλά η οποία δεν έφυγε στιγμή από την καρδιά του.__


 


Πηγή: Εφημερίδα Απογευματινή

Sunday, April 28, 2013

Νυμφίος

Ξένε, ποιος είσαι, που χωρίς καμώματα και μάγια
μαγεύεις; Κοίτα! όπου πατάς άχραντα βγαίνουν βάγια!
Σε βλέπει, και τη δόξα σου, Μεσσία, ποιος δεν κηρήττει;
Γιατί σκορπάς τη μυστικήν αυγή του αποσπερίτη;
Γιατί καθείς που σ' απαντάει, ξεχνάει τη Γη, και θέλει
να σέρνεται απ' τα χείλη σου που στάζουν θείο μέλι:
Δε φοβερίζει ο Λόγος σου, μήτε η ματιά σου καίει·
πώς τρέμουν έτσι αγνάντια σου κι' οι άγριοι Σαδουκαίοι;
Αλήθεια, μ' ένα λόγο σου πώς το κακό γιατρεύεις
κι' ακόμα κι' απ' το θάνατο πώς και νεκρούς γυρεύεις;
Οι λίμνες της Γενησαρέτ και της Τιβεριάδας,
Τα ρόδα του Γεθσημανή, τα κρίνα της κοιλάδας
Σε ξέρουν· είσαι των παιδιών χαμόγελο και ακτίνα
των γυναικών· τα χέρια σου, δυο θαύματα κι' εκείνα,
όταν τ' ανοίγεις απλωτά, θαρρεί κανείς την πλάση
ολόκληρην η αγκάλη σου πως θέλει ν' αγκαλιάσει.
κι' εμπρός σου χαμηλώνεται και φτωχική απομένει
του Σολομώντα η εκκλησιά η φεγγοβολισμένη!


(ΠΑΛΑΜΑΣ)

Wednesday, April 24, 2013

ο γιος

Ήταν μεσημέρι όταν χτύπησέ το τηλέφωνο.
Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο γιός του ζευγαριού που επέστρεφε από τον πόλεμο.
"Ακούστε", λέει στους γονείς του, "θέλω να μου κάνετε μια χάρη, μια μεγάλη χάρη. Έχω ένα φίλο, πολεμήσαμε μαζί και θέλω να τον φέρω στο σπίτι".
 "Και το ρωτάς;" είπαν με ένα στόμα αυτοί.
 "Ναι αλλά έχει ένα πρόβλημα. Έπεσε σε νάρκη σε μια μάχη, και έχει χάσει το ένα χέρι και το ένα πόδι του. Δεν έχει που να μείνει. Τι λετε;"
 "Θα του βρούμε εμείς ένα μέρος," λέει ο πατέρας.
 "Όχι, αυτό δεν γίνεται, θα ήθελα να μείνει μαζί μας".
 "Γιε μου, αυτό είναι πολύ δύσκολο. Δεν ξέρεις τι μας ζητάς. Ένας τέτοιος άνθρωπος θα μας ήταν εμπόδιο στη ζωή μας. Θα πρέπει να τον φροντίζουμε. Έχουμε όμως τις ζωές μας και δεν μπορούμε να αναλάβουμε μαι τέτοια δέσμευσή".
Σε αυτό το σημείο, ο γιος έκλεισε το τηλέφωνο. Δεν ξανάκουσαν από αυτόν για καιρό.
Ένα πρωινό, τους τηλεφώνησε η αστυνομία. Θα χρειαστεί να αναγνωρίσουν ένα πτώμα.
 "Μάλλον πρέπει να είναι ο γιος σας", τους είπαν.
Μέσα στη θλίψη, πήγαν εκείνοι στο νεκροτομείο, για την διαδικασία αυτή.
Με μεγάλη τους έκπληξη τότε είδαν ότι ο γιος τους ήταν αυτός που είχε ένα πόδι και ένα χέρι...

Monday, April 22, 2013

Μαιμούδες και Wall Street


Μια φορά και έναν καιρό σ΄ ένα χωριό, ένας άντρας ο Χάρης ανακοίνωσε στους χωρικούς ότι θα αγόραζε μαϊμούδες προς 10 δολάρια τη μία. Ξέροντας οι χωρικοί ότι υπήρχαν πολλές μαϊμούδες γύρω στο δάσος πήγαν και τις έπιασαν. Ο Χάρης αγόρασε χιλιάδες προς 10 δολάρια τη μία όπως είπε. Το εμπόρευμα όμως λιγόστευε και οι χωρικοί σταμάτησαν να κυνηγάνε μαϊμούδες.
Ο Χάρης ξαναανακοινώνει ότι θα αγόραζε μαϊμούδες για 20 δολάρια τη μία. Οι χωρικοί έτρεξαν και έπιασαν και άλλες μαϊμούδες. Σύντομα όμως οι μαϊμούδες λιγόστεψαν κι άλλο, οι χωρικοί επέστρεψαν στα κτήματά τους.


Ο Χάρης ανακοινώνει πάλι ότι επειδή δεν υπάρχουν πλέον πολλές μαϊμούδες θα αγόραζε τη μία προς 25 δολάρια. Οι χωρικοί πιάνουν και τις λίγες που έμειναν.


Ο Χάρης τούς λέει καταλαβαίνω ότι δεν υπάρχουν πλέον παρά ελάχιστες μαϊμούδες γι' αυτό και εγώ θα σας δώσω 50 δολάρια τη μία. Αλλά επειδή πρέπει να φύγω για την πόλη για δουλειές θα αναλάβει την αγοροπωλησία ο βοηθός μου.


Ο βοηθός φωνάζει τους χωρικούς και τους λέει. Κοιτάξτε τι έκανε ο Χάρης.
Γέμισε ένα στάβλο γεμάτο με μαϊμούδες, θα σας τις πουλήσω εγώ για 35 δολάρια τη μία και όταν γυρίσει ο Χάρης τού τις πουλάτε εσείς για 50 δολάρια τη μία.
Οι χωρικοί στριμώχτηκαν μάζεψαν όλες τις οικονομίες τους και αγόρασαν όλες τις μαϊμούδες.


Δεν ξαναείδαν ούτε τον βοηθό ούτε τον Χάρη.


Καλώς ήρθατε στη Wall Street.

Saturday, April 20, 2013

τι είναι πιο ισχυρό;

Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του.


Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.


«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.


Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.


Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.


«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»


Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.


Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»


Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες -που τους έκαιγε τα σπαρτά- και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.


Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.


«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»


Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωρία, κι όλοι το καταριόνταν.


Μα σύντομα, κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.


«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»


Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.


Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.


«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»


Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ότι πιο σταθερό πάνω στην γη.


Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.


«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;;» απόρησε.


Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο...



 


Πηγή: antikleidi.com
 

Tuesday, April 16, 2013

Η Αννέτα και η συγνώμη

Οσο κι αν χτυπούσε ο ήλιος τα παραθυρόφυλλα η Αννέτα δεν σηκώνονταν για να του ανοίξει. Τον άκουγε που γρατζουνούσε με τις αχτίδες του τα ερμητικά κλειστά παντζούρια, να βρει μια χαραμάδα, να τρυπώσει στο δωμάτιο. Άδικος κόπος όμως. Εκείνη είχε φροντίσει γι αυτό. Αμπαρωμένη μέσα σε τούτο το δωμάτιο, μέρες τώρα, ζει και ανασαίνει από το φως της νύχτας που φωτίζει απαλά τον Εσταυρωμένο. Εκεί στα δεξιά της. Καρφωμένο στον τοίχο. Σαν τον Χριστό.
Λιγοστό το φως που βγαίνει από την μικρή λάμπα. Λιγοστό και το κουράγιο της για να σηκωθεί από το κρεβάτι.  Πάνε δυο μέρες τώρα που έχει να πάει στη δουλειά της. Οι συνάδελφοι ανησυχούν. Στέλνουν μηνύματα, της τηλεφωνούν. Η Αννέτα έχει καταφέρει να χτίσει απόρθητο κάστρο γύρω της. Προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της. Δεν είναι εύκολο. Έγιναν τόσα πολλά. Πόσα ν αντέξει..
Η Αννέτα είναι η μεγαλύτερη κόρη του Σταύρου και της Σοφίας. Οι γονείς είναι και οι δυο εκπαιδευτικοί. Εκείνη από μικρή μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον γεμάτο βιβλία, συζητήσεις, δεν ήθελε τίποτα άλλο από τη ζωή της παρά να γίνει δασκάλα. Οι γονείς της ήταν ό,τι πιο σημαντικό γι αυτήν.  Ο πατέρας της, ο Σταύρος, το στήριγμα του σπιτιού. Έχει να θυμάται η Αννέτα τις ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του τα βράδια που δεν μπορούσε να την πάρει εύκολα ο ύπνος. Την ταξίδευε σε μέρη μακρινά, εκεί που δεν φτάνει ο ανθρώπινος νους εύκολα, παρά μόνο αν έχει ικανό οδηγό. Ο πατέρας της τα μονοπάτια αυτά τα ήξερε καλά. Οδηγούσε την κόρη του στον λαμπρό κόσμο των αρετών, της καλοσύνης, της τιμιότητας. Κι εκείνη δεν έχανε ευκαιρία να του λέει αγκαλιάζοντας τον σφιχτά πόσο πολύ τον αγαπά. Η μάνα καμάρωνε παρακεί.
«Οι άνθρωποι γι αυτό πλαστήκαμε από το Θεό» της έλεγε « για να συνεχίσουμε τον έργο του, να φανερώνουμε κάθε μέρα την αγάπη μας, να είμαστε τίμιοι ο ένας προς τον άλλον, να κάνουμε αυτόν τον κόσμο παράδεισο»
«Ναι..» του έλεγε εκείνη
«Δεν υπάρχει πιο ιερό πράγμα από την αγάπη» συνέχιζε «η αγάπη είναι το θεμέλιο του σπιτικού μας. Η μάνα σου κι εγώ κι εσεί. Τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Αυτή η θεική φωτιά που φωτίζει και ζεσταίνει τον κόσμο»
Ήξερε να μιλά καλά ο πατέρας. Δάσκαλος θα μου πείτε.
Ναι δάσκαλος που δίδασκε… όπως λένε…
Η Αννέτα δεν έγινε δασκάλα. Σπούδασε οικονομικά και διορίστηκε σε μια μεγάλη εταιρία.
Οσο και να το κάνεις όμως ο καημός της, η καρδιά της ήταν δοσμένη στην έδρα, στα παιδιά, στην τιμή και την υπόληψη της. Ήταν ο καθρέφτης του πατέρα και της μάνας.
«Εσύ πρέπει να είσαι η κόρη του Σπυρου έτσι;» την πλησίασε μια μέρα η νεαρή προσωπάρχης. «Του μοιάζεις τόσο πολύ!»
«Ναι!» ζωγράφισε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη της η Αννέτα.
Ο πατέρας μου, σκέφτηκε, εμπνέει κόσμο.
Επειδή όμως μόνο στα παραμύθια οι ζουν οι αγνές βασιλοπούλες και τα πριγκιπόπουλα, η Αννέτα δεν άργησε να μάθει πως ο πατέρας είχε ανάγκη από πολλά προσωπεία για να νιώθει καλά με τον εαυτό του. Βέβαια δεν έδωσε εκείνη αυτή την ερμηνεία. Δεν μπόρεσε. Δεν είχε μάθει ότι στη ζωή της θα ερχόταν στιγμές για να αναμετρηθεί με τον εαυτό της.
«Αγαπιόμαστε» τόλμησε να της πει η κοπέλα και παραλίγο να λιποθυμήσει η Ανέτα. Θαρρούσε πως η αγάπη είναι η μάνα της και καμιά άλλη. Πίστευε ότι γίνεται να φυλακίσεις την αγάπη και να την κρατάς ζωντανή στη φυλακή δίχως τροφή και τραγούδι.
Τα νέα μαθεύτηκαν γρήγορα. Τα έμαθε ο πατέρας. Κυματοθραυστης. Μη περάσουν τα κύματα στη μάνα. Στο σπίτι περνούσε κυκλώνας. Σαρωτικός. Δεν είχε φροντίσει κανείς να προετοιμάσει κανέναν, κι έτσι έπαιρνε στο διάβα του ό,τι δεν είχε ρίζες, ο,τι δεν κρατιόταν δυνατά.
Ο πατέρας έκανε προσπάθειες να μιλήσει στην Ανέτα, να της εξηγήσει, να της μιλήσει για την ψυχή του, για τον εαυτό του, για τα λάθη του, να της ζητήσει να τον συγχωρέσει.
Η κόρη ήταν άμαθη στη συγνώμη. Επεφταν γύρω της με ορμή όσες αξίες και αρετές είχαν πάνω τους την φωτογραφία του πατέρα. Οσο για τη μάνα… τι να πει για τη μάνα… το θύμα… μέσα στην άγνοια της κι αυτή, μέσα στην παραίτηση της, πετροβολούσε τον άνδρα της. Έτσι περνούσε μέσα στη καρδιά της Αννέτας, σαν ταινία θρίλερ.
Το δωμάτιο της ήταν η καταφυγή της. Κλείστηκε και δεν μιλούσε σε κανέναν.
Και να πεις ότι δεν της τηλεφωνούσε ο Γιώργος… συνέχεια… μα εκείνη απόκριση καμία.
Ο Γιώργος είχε αρχίσει να σχεδιάζει καράβια και να ανοίγει πανιά στη ζωή της Ανέτας. Γύρευε να την ταξιδέψει. Εκείνη είχε ετοιμαστεί να σαλπάρει. Μέχρι που ναυάγησε μέσα της η εικόνα τους πατέρα, δηλαδή η εικόνα της αλήθειας, της εμπιστοσύνης. Πώς να γλυτώσει ο Γιώργος απ αυτό το ναυάγιο… Από το μικροσκόπιο περνούσαν μια μια οι κουβέντες που της έταζε, οι ματιές που της έριχνε κι έβρισκε ψεγάδια, πολλά απ αυτά που την έκαναν να πει πως δίκιο είχε… δεν αξίζει κανένας… αφού ο πατέρας, τότε  κανένας.
«Ανθρωποι είμαστε Αννέτα μου!» της έλεγε και της ξανάλεγε κάθε φορά που την έβλεπε να περνά σαν τον αγέρα μέσα από το σπίτι δίχως να μιλά και να κοιτά κανέναν.
«Τι έχει το παιδί» ρωτούσε δακρυσμένη η μάνα.
Κάθε που άκουγε τούτη την κουβέντα εκείνη τρικυμία σηκώνονταν μέσα στη ψυχή της, γύρευε απεγνωσμένα να πνίξει μέσα της όσα της θύμιζαν πως δεν έχει τη δύναμη να μιλήσει, να συγχωρέσει, να χτίσει γέφυρες. Γιατί δεν το κάνει;
Το δωμάτιο ερμητικά κλειστό. Λένε για τα μάτια, όμως το δωμάτιο είναι χειρότερο.  Επειδή μέσα κει γυροφέρνουν πολλά μάτια, ανοιχτά, ολάνοιχτα, θεώρατα.
Μάτια που σε κοιτάνε ίσια στη ψυχή και σου δείχνουν τον αληθινά άρρωστο. Εσένα.
Η Αννέτα μέσα στην αρρώστια της είχε κρυφτεί, να μη βλέπει, να μην ακούει. Σα να την είχε ανάγκη, σα να μην μπορούσε να ξεφύγει από την γλυκιά θαλπωρή της κινούμενης άμμου που την κατάπινε αργά και βασανιστικά.
Να συγχωρέσει ήταν τον εαυτό της που τοσον καιρό δεν είναι ανακαλύψει τούτο το μοναδικό φάρμακο. Να δει πως κανένας δεν είναι τέλειος και πως όλοι έχουμε ανάγκη από μια ζεστή αγκαλιά. Μια που μοιάζει τόσο πολύ με τη δική μας, γι αυτό και νιώθουμε τόσο όμορφα μέσα της.


Η Αννέτα κοίταξε το παράθυρο. Ο ήλιος συνέχιζε να γρατζουνίζει τα παραθυρόφυλλα, σα το σκυλί στη πόρτα που θέλει απελπιστικά να βγει έξω. Κοίταξε τη πόρτα του δωματίου της. Σα να ήταν κάποιος απ έξω και περίμενε υπομονετικά. Εκλεισε τα μάτια της. Ηταν η ώρα για να πάρει μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής της.



Η φωτογραφία απο την χθεσινή παρουσίαση της ιστορίας και την καθιερωμένη ζεστή και ενδιαφέρουσα συζήτηση που ακολούθησε.