Saturday, March 31, 2012

Σβάΐκ

Απο καιρό ήθελε να αποκτήσει ένα σκυλάκι. Ολο κάτι τύχαινε και το ανέβαλλε.
Ώσπου μια μέρα το αποφάσισε. Παρασκευή ήταν. Μόλις τέλειωσε από τη δουλειά της πήγε κατευθείαν στη Στέγη Φιλοξενίας Αδέσποτων για να υιοθετήσει κάποιο από αυτά.
Στεναχωρήθηκε.
Ολα τα χαριτωμένα σκυλάκια τα είχαν ήδη κλείσει. Δεν υπήρχε κάποιο που να της άρεσε. Αποφάσισε να φύγει και να επιστρέψει άλλη μέρα. Την ώρα εκείνη είδε ένα μεγαλούτσικο εξάχρονο σκύλο, ατημέλητο, να κάθεται μόνος και λυπημένος. Δεν τον είχε γυρέψει κανένας. Δίχως δεύτερη σκέψη τον υιοθέτησε εκείνη. Ήθελε να του δείξει τι σημαίνει να ζεις σ ένα ζεστό και αγαπησιάρικο σπιτικό.
Πέρασε μια βδομάδα. Το σκυλί, ο  Σβάικ, έτσι τον ονόμασε είχε ήδη γίνει μέλος του σπιτιού.
Χθες όταν κάποιος ληστής μπήκε στο σπίτι τα ξημερώματα ο Σβάικ άρχισε να γρυλίζει, την ξύπνησε, εκείνη σηκώθηκε αμέσως και είδε το ληστή. Ο σκύλος όρμησε τον άρπαξε από το πόδι και τον δάγκωσε δυνατά προτού προλάβει εκείνος να εξαφανιστεί από το παράθυρο.
Τι θα είχε συμβεί άραγε αν πριν μια βδομάδα στη Στέγη είχε προσπεράσει τον Σβάικ επειδή τον είχε δει μεγάλο, ασχημούλικο και ατημέλητο;
Τι έχουμε χάσει στη ζωή μας προσπερνώντας ανθρώπους που μοιάζουν στον Σβάικ;

Friday, March 30, 2012

κουκούλι

Ένας άνδρας βρήκε ένα κουκούλι μιας πεταλούδας.
Καθώς το παρατηρούσε κάποια μέρα εμφανίστηκε πάνω του ένα μικρό άνοιγμα, μια χαραμάδα.
Κάθισε και παρακολουθούσε την πεταλούδα για αρκετές ώρες, καθώς εκείνη προσπαθούσε να περάσει το σώμα της μέσα από το μικρό εκείνο άνοιγμα.
Ύστερα αυτή σταμάτησε. Δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο.
Ο άνδρας με την καλή καρδιά απόφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα.
Πήρε ένα ψαλίδι και έκοψε μερικά κομμάτια από το κουκούλι.
Η πεταλούδα βγήκε εύκολα αλλά είχε πρησμένο σώμα και καχεκτικά φτερά.
Ο άνδρας συνέχισε να την παρακολουθεί, περιμένοντας οτι όπου ναναι τα φτερά της θα μεγαλώσουν και θα απλωθούν αρκετά για να στηρίξουν το σώμα.
Τίποτα δεν έγινε όμως.
Αντί να πετάξει, η πεταλούδα πέρασε την υπολοιπη ζωή της μπουσουλώντας εδώ κι εκεί, με κόπο.
Εκείνο που δεν κατάλαβε ο άνδρας μέσα στην κσλωσύνη και την βιασύνη του ήταν αυτό:
Το κουκούλι που αντιστέκονταν και η προσπάθεια που χρειαζόταν από την πεταλούδα να περάσει μέσα από το άνοιγμα ήταν ο τρόπος να πιέσει το υγρό από το σώμα μέσα στα φτερά, ώστε αυτά να είναι έτοιμα για να πετάξουν όταν θα το κατάφερνε αυτό.


Μερικές φορές οι προσπάθειες είναι ακριβώς αυτό που χρειαζόμαστε στη ζωή μας.
Περνώντας μέσα από τη ζωή δίχως εμπόδια να μας ταλαιπωρούν δεν θα είμασταν τόσο δυνατοί όσο θα έπρεπε και δεν θα πετούσαμε ποτέ.


Πηγή: Η εμπειρία μας στα μήκη και τα πλάτη της βιωτής.

Thursday, March 29, 2012

φάρμακο αθανασίας

Ηταν ένα υπέροχο πρωινό. Η μητέρα είχε ήδη φύγει για το σχολείο της. Την μεγάλη της αγάπη. Έχουν περάσει ίσαμε 22 χρόνια από τότε που ξεκίνησε να διδάσκει. Κάθε χρόνο η χαρά της για τους μαθητές της μας ξεπερνά όλους.
Ο Θανάσης μπήκε στο αυτοκίνητο και περίμενε τον πατέρα του να έρθει για να τον πετάξει με το αυτοκίνητο μέχρι τη Σχολή του και να συνεχίσει εκείνος για τη δουλειά του.
Ξαφνικά εμφανίστηκε εκείνος κρατώντας στο χέρι του ένα σπρέυ καθαρισμού για τα τζάμια και ένα ρολό χαρτί κουζίνας
"Κράτησε τα σε παρακαλώ" είπε στο Θανάση και κάθισε στη θέση του οδηγού.
"Τι είναι αυτά;" ρώτησε εκείνος κοιτώντας μια τα καθαριστικά μια τον πατέρα του
"Χθες το βράδυ εκεί που κουβεντιάζαμε με την μαμά, μου είπε οτι το μπροστινό τζάμι είναι γεμάτο κουτσουλιές και πρέπει να το καθαρίσει το συντομώτερο. Σκέφτηκα λοιπόν οτι μιας και περνάμε από κει κοντά να κάνουμε μια γρήγορη στάση και να της το κάνουμε λαμπίκο. Έκπληξη."
Ο Θανάσης δεν μιλούσε.
"Μικρέ μου" συνέχισε εκείνος "είναι τα μικροπράγματα που κρατούν την αγάπη ζωντανή!"
Οση ώρα ο πατέρας του καθάριζε το παρμπρίζ του αυτοκινήτου της γυναίκας του, εκείνη είχε βγεί για διάλειμμα. Ο Θανάσης μαγεύτηκε από το χαμόγελο στα χείλη της καθώς καμάρωνε τον άνδρα της. Τότε ήταν που κατάλαβε ο μικρός για άλλη μια φορά τι σημαίνει αθανασία.

Wednesday, March 28, 2012

Απόδειξη

Πρωί πρωί χτύπησε η πόρτα του δωματίου της
"Ωχ!" ήταν η λέξη που βγήκε από το στόμα της μαζί με τον αναστεναγμό. Είχε μάθει πως όταν χτυπάει η πόρτα και το τηλέφωνο, εννιά στις δέκα είναι για κακό.
"Καλημέρα" ακούστηκε η φωνή της μάνας. "Θέλεις να σηκωθείς να πάμε για ένα καφέ; Θέλω να σου πω..."
"Γιατί; Τι έγινε;" ρώτησε εκείνη πνιγμένη στην αγωνία
"Ντύσου να πάμε και θα σου πω.." την σταμάτησε η μάνα
"Δεν γίνεται να πιούμε εδώ τον καφέ και να μου πεις;"
"Προτιμώ κάπου έξω..." είπε σιγανά η μάνα
Δεν άργησαν να φτάσουν στην καφετέρια της γειτονιάς.
"Λοιπόν;" κρεμάστηκε από τα χείλη της η κόρη
Η μάνα την αγκάλιασε την κοίταξε στα μάτια και της είπε
"Πούλησα το σπίτι!"
Τα δευτερόλεπτα σιωπής κύλησαν μέσα στα δάκρυα της κόρης
"Ύστερα από τριάντα χρόνια κόπων και θυσίας; Γιατί;"
"Δεν γινόταν αλλιώς Μαρινάκι μου" της χάιδεψε τα μαλλιά. "Θα μείνουμε με τη γιαγιά! Θα βολευτούμε..."
Τα μάγουλα της κόρης κοκκίνησαν. Εβλεπε τα μάτια της μάνας πως κάτι ήθελαν ακόμα να πουν και περίμενε
"Είναι και κάτι άλλο..." το αποφάσισε η μάνα "Να...προς το παρόν...μέχρι να έρθουμε στα ίσια μας...θα πρέπει να...διακόψεις το Πανεπιστήμιο και να δουλέψεις για λίγο καιρό στο σούπερ μάρκετ του κυρ Κώστα. Του μίλησα τις προάλλες και λέει να πας...Τα χρέη του πατέρα σου Μαρινάκι μου είναι μεγάλα...Ομως θα δεις...όλα θα πάνε καλά...θα δεις..."
Ξέσπασε σε κλάματα η κόρη. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο.
Κάποιος από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε. Την πλησίασε. Προσπάθησε να την ηρεμήσει.
Πάντοτε πίστευε η Μαρίνα οτι το κλάμα είναι σημάδι αδυναμίας και ζήτησε συγνώμη για τη σκηνή που δημιούργησε.
"Κορούλα μου" της είπε η μάνα χαιδεύοντας της τα μαλλιά "το κλάμα δεν είναι αδυναμία. Είναι σημάδι οτι έχουμε τη δύναμη να αποδείξουμε οτι είμαστε άνθρωποι!"

Tuesday, March 27, 2012

προσωπείο

Ξυπνώ.
Διαλέγω προσωπείο.
Κοιτάζομαι στο καθρέφτη.
Αλλάζω προσωπείο.
Συναντιέμαι με την οικογένεια μου.
Αλλάζω προσωπείο.
Ακούω τα προβλήματα τους.
Αλλάζω προσωπείο.
Βγαίνω στο δρόμο, πάω στη δουλειά
Αλλάζω προσωπείο.
Συναντώ φίλους, μιλώ με συναδέλφους και αφεντικά.
Αλλάζω προσωπείο
Γυρίζω στο σπίτι
Αλλάζω προσωπείο
Πριν κοιμηθώ σκουπίζω τα δάκρυα μου.
Αλλάζω προσωπείο
Κοιμάμαι.
Δεν είμαι ηθοποιός.
Απλός κομπάρσος.

Monday, March 26, 2012

Ποιος ξέρει...

Στο αγρόκτημα του ο μπαρμπα Κώστας είχε ένα γέρικο άλογο που τον βοηθούσε στις δουλειές του λιβαδιού.
Κάποια μέρα δραπέτευσε το άλογο και έφυγε κατα τους λόφους. το έμαθαν οι γείτονες και πέρασαν να δώσουν κουράγιο στον μπαρμπα Κώστα.
"Τι κακοτυχία ήταν αυτή γείτονα;" του είπαν
"Κακοτυχία; Καλοτυχία; Ποιος ξέρει;"
Πέρασε μια βδομάδα και το άλογο επέστρεψε με ένα κοπάδι άγρια άλογα από τους λόφους. Κι αυτή τη φορά πέρασαν οι γείτονες να τον συγχαρούν
"Αυτό θα πει καλοτυχία!" του είπαν. "Είδες που δεν πρέπει να στεναχωριέσαι;"
"Καλοτυχία; Κακοτυχία; Ποιος ξέρει;"
Ο γιος του μπαρμπα Κώστα βλέποντας τόσα άλογα γύρεψε μια μέρα να δαμάσει ένα από αυτά. Ομως έπεσε άσχημα και έσπασε το πόδι του. Όλοι απογοητεύτηκαν με την κακοτυχία του παιδιού
Οχι όμως και ο μπαρμπα Κώστας
"Κακοτυχία; Καλοτυχία; Ποιος να ξέρει;" έλεγε
Δεν πέρασαν καμιά δεκαριά μέρες και κηρύχτηκε πόλεμος. Γενική επιστράτευση. Πέρασαν κι από το χωριό να πάρουν όλους τους νέους στο στρατό. Μόλις όμως είδαν οτι ο γιος του αγρότη ήταν στο κρεβάτι με το πόδι στο γύψο τον άφησαν κι έφυγαν.
Αυτό τώρα ήταν καλοτυχία; Κακοτυχία; Ποιος ξέρει;

Sunday, March 25, 2012

Είμαστε λεύτεροι! Δεν είμαστε;


[caption id="" align="alignleft" width="308" caption="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiFVsYE9TcsrQBPuEFzjEE21StYRpIquOFQNjTUFuwsWkyxGJqmCjGrH1UhcsWy0OXDv3dz7XS2X6qD9Qv-l1Y8as2pwHe0ganYXVs126eEbTw76Y9_Efw1fUJ4Jgtt5b355ATzrzKFztQ/s1600/d1.jpg"][/caption]Ο Γιώργος ήταν ο τελευταίος που είχε απομείνει στη τάξη. Ολοι οι συμμαθητές του είχαν φύγει. Τρέχοντας. Είχαν αρπάξει τις τσάντες, τα μπουφάν, τις σημαίες που είχαν φτιάξει με τη δασκάλα και έτρεξαν για τα σπίτια τους. Ο Γιώργος καθόταν σιωπηλός στο θρανίο του. Το βλέμμα του ήταν προσηλωμένο στο τοίχο


«Τι έχεις Γιώργο; Γιατί κάθεσαι ακόμη εδώ; Δεν θα φύγεις;» τον ρώτησε η δασκάλα


«Είμαστε δηλαδή τώρα ελεύθεροι κυρία;» την ρώτησε εκείνος δίχως να πάρει τα μάτια του από το τοίχο


«Μα και βέβαια είμαστε! Δεν είδαμε σήμερα πόσο αγωνίστηκαν οι πρόγονοί μας για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό; Δεν είδαμε πόσοι έπεσαν στις μάχες; Δεν είδαμε στο τέλος οτι τα κατάφεραν και έδιωξαν τους κατακτητές;»


«Δηλαδή κυρία» ξαναείπε ο μικρός «τώρα απολαμβάνουμε όσα μας χάρισαν με τη ζωή τους;»


«Μα και βέβαια Γιώργο μου! Δεν υπάρχουν κατακτητές σήμερα! Είμαστε ελεύθεροι χάρη στους προγόνους μας!»


Ο Γιώργος σηκώθηκε από το θρανίο του και πλησίασε τη δασκάλα


«Ο μπαμπάς μου λέει οτι δεν άλλαξε τίποτα από τότε. Αντί για Τούρκους έχουμε άλλους. Μου είπε οτι ήρθαν αυτοί, οι άλλοι, και μας ξανασκλάβωσαν. Έτσι λέει. Πάλι λέει πεθαίνουν άνθρωποι. Αυτοκτονούν. Έτσι μου είπε. Πήραν τις δουλειές μας, τα χρήματα μας την ελπίδα μας. Εγώ κυρία δεν τα καταλαβαίνω όλα όσα λέει ο μπαμπάς μου. Όμως βλέπω τα μάτια του πως δακρύζουν την ώρα που μας τα λέει και τα νιώθω στη ψυχή μου. Πότε θα ξαναβρεί δουλειά; Πότε θα ξαναγελάσουμε; Καταλάβατε κυρία;


Η δασκάλα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Οργή ήταν, θυμός ήταν μπορεί και όλα


«Μας λείπει σήμερα κυρία ένας Κολοκοτρώνης, ένας Καραισκάκης! Αυτό έχουμε ανάγκη. Αντε να πάω κι εγώ θα με περιμένει ο πατέρας μου απ έξω»


Η δασκάλα έμεινε μονάχη να κοιτά στα μάτια τον Γέρο του Μωριά. Σαν να του μιλούσε, σα να του ζητούσε.


 

Saturday, March 24, 2012

Χέρια

Η κυρία Μαίρη ήθελε πολύ να δει τον γιο της να προοδεύει στο πιάνο. Ετσι λοιπόν όταν έμαθε οτι κάποιος σπουδαίος μουσικός δίνει συναυλίες στο Μέγαρο, έτρεξε να αγοράσει εισητήρια.
Η μεγάλη βραδιά έφτασε. Πήγαν οι δυο τους στην αίθουσα και κάθισαν στις θέσεις τους κοντά στην σκηνή. Τα μάτια τους καρφώθηκαν πάνω στον μουσικό που περίμενε την ώρα να βγει και να αρχίσει το ρεσιτάλ του. Μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα η κυρία Μαίρη βρήκε μια φιλενάδα της και άρχισαν να μιλούν χαμηλόφωνα.
Στις εννιά τα φώτα χαμήλωσαν, αναψαν οι προβολείς και μόνο τότε διαπίστωσε οτι ο μικρός της γιος είχε καθίσει στο πιάνο και προσπαθούσε να βγάλει το "Φεγγαράκι μου λαμπρό.." Είχε καταπιεί τη γλώσσα της από την ντροπή, αλλα πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε μπήκε στη σκηνή ο διάσημος μουσικός και πλησίασε το πιάνο.
Ψιθύρισε γλυκά στο αυτή του μικρού
"Μην τα παρατάς. Συνέχισε να παίζεις".  Εσκυψε και με το αριστερό του χέρι έπαιζε τα μπάσα. Σε λίγο άπλωσε και το δεξί του και άρχισε να αυτοσχεδιάζει. Μαζί ο μαέστρος και ο νεαρός μουσικός απογείωσαν το ακροατήριο με την υπέροχη συνεργασία τους.
Ετσι γίνεται και στη ζωή μας. Εχουμε χέρια που μας βοηθούν. Αλλοτε το καταλαβαίμουμε και άλλοτε όχι. Ταυτόχρονα έχουμε κι εμείς την ευκαιρία να δώσουμε ένα χέρι. Αλλες φορές θέλουμε να το καταλάβει ο άλλος και άλλοτε πάλι όχι. Πολύ λίγα πράγματα καταφέρνουμε δίχως τη βοήθεια των άλλων, όπως και οι άλλοι λίγα καταφέρνουν χωρίς τη δική μας βοήθεια.


Ετσι η ζωή κρατιέται...ζωντανή!

Friday, March 23, 2012

Ογκόλιθος

Τα παλιά χρόνια κάποιος βασιλιάς είχε βάλει ένα μεγάλο βράχο στη μέση του κεντρικού δρόμου. Ο ίδιος κρύφτηκε εκεί γύρω για να δει αν κάποιος θα μετακινούσε τon ογκόλιθο.
Μερικοί βασιλικοί έμποροι, οι πιο πλούσιοι της χώρας καθώς και δικαστές πέρασαν από το δρόμο. Δεν σταμάτησαν καθόλου αλλά προσπέρασαν γύρω από τον ογκόλιθο και συνέχισαν την πορεία τους. Αρκετοί από αυτούς κατηγόρησαν μάλιστα τον βασιλιά που δεν προσέχει τους δρόμους και τους έχει αφήσει ακάθαρτους. Κανένας τους όμως δεν μπήκε στο κόπο να τον μετακινήσει.
Τότε φάνηκε ένας αγρότης που κουβαλούσε ένα σάκο με λαχανικά. Μόλις πλησίασε το εμπόδιο, αφήσε τα λαχανικά στο χώμα και προσπάθησε να μετακινήσει το βράχο προς την άκρη του δρόμου. Για πολλή ώρα έσπρωχνε, τραβούσε, ίδρωσε κουράστηκε και τελικά τα κατάφερε. Την ώρα που πήγε να ξαναπάρει το φορτίο με τα λαχανικά του παρατήρησε οτι στη θέση που ήταν ο ογκόλιθος τώρα υπήρχε  ένα πορτοφόλι γεμάτο με  χρυσά νομίσματα και με ένα σημείωμα από τον Βασιλιά που έλεγε οτι το χρυσάφι ήταν για κείνον που θα μετακινούσε το βράχο.
Ο χωρικός έμαθε αυτό που πολλοί από μας ποτέ δεν θα μάθουμε. Οτι δηλαδή κάθε εμπόδιο είναι μια ευκαιρία για να βελτιώσουμε την κατάστασή μας.

Thursday, March 22, 2012

Νερό

Κάποια φορά περπατούσαν στην όχθη της λίμνης ένας σοφός δάσκαλος με τους μαθητές του. Οπως κάθε μέρα τούτη η ώρα ήταν αφιερωμένη στην συζήτηση μα και τη σιωπή. Ο δάσκαλος είχε μεγάλη ικανότητα να συνταιριάζει τα δυο αυτά αταίριαστα και αδάμαστα άλογα του νου.
Πέρασε λίγη ώρα που ήταν καθισμένοι όλοι μέσα στη σκιά ενός φιλόξενου δένδρου.
«Πάρε αυτή τη κούπα και πήγαινε να φέρεις νερό» λέει σε έναν μαθητή του.
Ο μαθητής πρόθυμα παίρνει τη κούπα και κατευθύνεται στη λίμνη. Προς μεγάλη του λύπη όμως από το περπάτημα του, είχε ανακατωθεί η άμμος και το χώμα και το νερό. Δεν μπορούσε να βρει καθαρό νερό. Γύρισε άπραγος.
«Γιατί έφερες πίσω άδεια τη κούπα;» τον ρώτησε ο δάσκαλος
«Ήταν βρώμικο το νερό» απολογήθηκε εκείνος
Πέρασε λίγη ώρα και τον ξαναστέλνει.
Στην προσπάθεια του να τα καταφέρει αυτή τη φορά ο μαθητής έτρεξε στη λίμνη, μα και πάλι δεν κατάφερε κάτι. Το νερό ήταν πάλι βρώμικο.
Επέστρεψε. Τον ξαναστέλνει για τρίτη φορά.
Ο μαθητής αυτή τη φορά πλησίασε τη λίμνη αργά. Στάθηκε στην ακτή. Περίμενε. Εσκυψε τότε και είδε πως τα νερά ήταν κρυστάλλινα. Πεντακάθαρα. Γέμισε τη κούπα. Χαρούμενος και περήφανος επέστρεψε στο δάσκαλο του.
«Είδες λοιπον πως καθάρισε το νερό; Δεν το τάραξες. Η λάσπη, το χώμα, κατακάθισαν και θα μπορέσουμε να πιούμε. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου μας. Οσο τον πιέζουμε τόσο θολώνει. Στα δύσκολα, παίρνουμε απόσταση και περιμένουμε να καταλαγιάσει.»
«Οταν δεν το καταφέρνουμε;» ρώτησε κάποιος άλλος μαθητής
«Τότε πλημυρίζουν τα μάτια και η ψυχή μας  με δάκρυα, αδέρφια του νερού, για να μας θυμίζουν πως έχουμε να το προσπαθήσουμε» απάντησε ο δάσκαλος κοιτώντας ίσια, στην καρδιά της λίμνης.

Wednesday, March 21, 2012

O άγγελος που έχει σύνδρομο Down

Δανείζομαι την φωτογραφία από το περιοδικό Το Τρίτο Μάτι.
Σε κάποιον πίνακα του 1515 ενός άγνωστου Φλαμανδού ζωγράφου, απεικονίζεται ένας άγγελος που έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου που πάσχει από αυτό το σύνδρομο.
Η μελέτη παρουσιάστηκε σε έγκριτα ιατρικά περιοδικά, για να αποδειχθεί οτι ενώ η ασθένεια ήταν γνωστή από παλιά, εμείς την ανακαλύψαμε πρόσφατα.
Όπως ίσως ανακαλύψαμε και τον θησαυρό των συναισθημάτων που έχουμε προς τον συνάνθρωπο.
Το λέω αυτό, για να πω με άλλα λόγια ένα μεγάλο ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου, στην Έλσα και στον Αντώνη. Ένα ζευγάρι που, εμένα τουλάχιστον, μου διδάσκει τη ζωή. Η συνειδητή απόφασή τους να φέρουν στον κόσμο την Μαίρη, ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Ντάουν,  και να μην το σκοτώσουν, τους καταξιώνει και τους κατατάσσει στον χώρο των ανθρώπων.
Η Μαίρη είναι το λουλούδι τους, το οποίο διδάσκει στον αδελφό του, στους γονείς του και σε μας, τι σημαίνει να είναι κανείς άγγελος με σύνδρομο Ντάουν.

Το σπίτι

Επειδή η ποίηση είναι το κλειδί για τα εσώτερα δώματα της ψυχής μας, να ξεναγηθούμε σήμερα σε κάποιο από τα δικά μου:



 


 


 


 


 


 


 


Κι αυτό για το οποίο θα έγραψε ο Παλαμάς το παραπάνω ποίημα.
Το σπίτι μου


Tuesday, March 20, 2012

Νικολία


(Για όσους προτιμούν μια "ακουστική" έκδοση της ιστορίας υπάρχει στο τέλος της"γραπτής" έκδοσης")


Κάπου εκεί γύρω στο 1922, είχε γεννηθεί η Νικολία. Ένα όμορφο κοριτσάκι με λεπτά και ευγενικά χαρίσματα. Όταν γεννήθηκε, οι γονείς της είχαν καλέσει όλους τους φίλους και τους συγγενείς για να δείξουν τη χαρά τους για τον ερχομό του νέου μέλους στην οικογένεια. Κι ήρθαν όλοι. Οι γονείς του ζευγαριού, ξαδέλφια, φίλοι του ζευγαριού που ήταν μαζί από το σχολείο, όλοι ήταν εκεί. Κανείς δεν έλειπε.
Ξαφνικά, κι αφού είχε μαζευτεί όλος ο κόσμος, κάποιος τους χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξαν, χαμογελώντας, με ένα ποτήρι λευκό κρασί στο αριστερό χέρι, για να αντικρίσουν έναν ρυτιδιασμένο γεράκο που φορούσε μία υφασμάτινη ρόμπα με κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του, και με μία κούπα με λίγα νομίσματα μέσα.
Δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Γενικότερα, έδιναν πού και πού μερικά ψιλά όταν έβρισκαν κάποιον επαίτη στο δρόμο. Σήμερα, όμως ήταν μέρα γιορτής. Το θεώρησαν κακοτυχία να μην βάλουν τον άνθρωπο αυτό στο σπίτι τους και να τον κεράσουν κάτι.
Ο άνθρωπος, μπήκε μέσα με το δεξί, πήρε το ποτήρι που του έδωσαν και ήπιε το περιεχόμενό του. Το άφησε αθόρυβα στο τραπέζι κι ύστερα πλησίασε το μωρό. Ο πατέρας σηκώθηκε επίσης για να δει τί θέλει να κάνει ο ξένος . Ο τελευταίος τον κοίταξε και σήκωσε το χέρι του κάνοντας ένα νεύμα καθησυχασμού προς τον πατέρα. Έπειτα, άδειασε το
περιεχόμενό της κούπας που μετέφερε μαζί του στο ελεύθερο χέρι του. Πήρε τα 5 νομίσματα που είχε μέσα και τα άφησε κυκλικά γύρω από το κεφαλάκι του νεογέννητου κοριτσιού. Τα νομίσματα είχαν ένα χρώμα σαν της σκουριάς. Έκανε μία κίνηση πάνω από το μικρό της σώμα με το χέρι του, χαιρέτησε τους γονείς της και έφυγε από το σπίτι τους.
Περνούσε ο καιρός και το κοριτσάκι μεγάλωνε. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια το χειμώνα και οι γονείς της ήταν περήφανοι γι' αυτήν. Τα καλοκαίρια, αντίθετα, πήγαινε στο εξοχικό της. Αγαπημένο της παιχνίδι τότε ήταν να τρέχει στην προκυμαία και όταν φτάνει στην άκρη της να πηδάει με τα χέρια ψηλά και να πέφτει στο νερό. Τις Κυριακές πήγαινε στην εκκλησία.Έμπαινε μέσα και κοίταγε την απεικόνιση του Θεού στην οροφή. Καμιά φορά Του μιλούσε κιόλας.
Κάθε χειμώνα ήταν καλή μαθήτρια. Κάθε καλοκαίρι βουτούσε από την προκυμαία. Τις Κυριακές στην εκκλησία.
Μέχρι που έγινε 14χρονών...
Κι ερωτεύτηκε για πρώτη φορά... Κι επιθύμησε ένα αγόρι για πρώτη φορά... Και προσπάθησε να κάνει σχέση μαζί του για πρώτη φορά... Και το αγόρι, επειδή ήταν ρομαντική, δεν την ήθελε.
Κι εκείνη έκλαψε μπροστά στο Θεό ζητώντας Του να τη βοηθήσει. Όμως ο Θεός δεν φάνηκε να την άκουσε. Κι εκείνη έκλαψε ξανά. Όμως ο Θεός ούτε τότε φάνηκε να την ακούει. Κι η κοπέλα θύμωσε κι αποφάσισε να γίνει σαν τις άλλες κοπέλες της ηλικίας της. Και είπε στο αγόρι που ήθελε ότι είναι έτοιμη να του δοθεί. Κι αυτός άρπαξε την ευκαιρία με την πρώτη φορά που το άκουσε.
Κι όταν μείνανε μόνοι τους και την άγγιξε, αυτή έβαλε τα κλάματα, ντύθηκε, και έφυγε. Και δεν του ξαναμίλησε καμία φορά από τότε.
Αλλά εκείνο το βράδυ, πραγματικά βλαστήμησε το Θεό. Έκλαψε και πάλι μπροστά Του για τρίτη φορά. Κι ο Θεός πάλι δε φάνηκε να την ακούει. Κι η κοπέλα Τον μίσησε τότε. Και του φώναξε χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη της φωνής της:
 “Αφού δε μου δίνεις αυτό που θέλω, γιατί ούτε να αμαρτήσω δε με αφήνεις; Γιατί δε με αφήνεις να γίνω όπως όλες οι άλλες που έχουν σχέση; Γιατί με γεμίζεις με τύψεις και δε με αφήνεις να προχωρήσω;”.
Κι η κοπέλα σταμάτησε να κλαίει... Έσφιξε της γροθιά της κι έσβησε τα αναμμένα κεριά του δωματίου της με τα δάκρυά της. Και δεν ξαναπάτησε στην εκκλησία. Και δεν  ξαναβούτηξε από την προκυμαία.


Πέρασαν τα χρόνια και η Νικολία είχε πλέον γεράσει. Είχε 3 αποτυχημένους γάμους. Παιδιά δεν είχε από κανέναν από αυτούς. Κανένας δεν την είχε αγαπήσει πραγματικά. Κι είχε απομακρυνθεί από τους ανθρώπους . Οι μεν γυναίκες της ηλικίας της κουτσομπόλευαν η μία την άλλη ή συζητούσαν για τα φάρμακα που έπαιρναν. Τους δε άντρες, τους είχε σιχαθεί . Κι αυτή ήταν γερασμένη και ρυτιδιασμένη και δε μπορούσε να κουνηθεί με μεγάλη ευκολία, αλλά δεν το φώναζε από εδώ κι από εκεί! Όχι πως της είχε μείνει και κανένας δηλαδή για να το φωνάξει.
Όμως, όσο κι αν τόσα χρόνια είχε αλλάξει συνήθειες, μετά από εκείνη τη μέρα των δεκατεσσάρων χρόνων της, αυτό που δεν είχε αλλάξει, και δεν ήθελε να το αλλάξει, ήταν το μέρος του εξοχικού κι εκείνη την παραλία με την προκυμαία όπου πήγαινε από μικρή.
Καθισμένη στο καρεκλάκι της στην παραλία, ξαφνικά είδε έναν ρυτιδιασμένο γεράκο που φορούσε υφασμάτινη ρόμπα και κρατούσε μία κούπα στο δεξί του χέρι και σκέφτηκε “Τί να θέλει αυτός τώρα; Λεφτά θα θέλει σίγουρα. Λες κι όλοι όσοι μου απλώνουν το χέρι, πρέπει εγώ να τους δίνω!”. Και γύρισε από την άλλη.
Ο γεράκος την πλησίασε, κι αφού προσπέρασε τη ματιά της, τη ρώτησε αν του επιτρέπει να καθίσει δίπλα της γιατί είναι πολύ κουρασμένος. Εκείνη του απάντησε ενοχλημένη
“Όχι, όχι. Κάτσε” και τράβηξε την τσάντα της, όχι τόσο για να του κάνει χώρο, αλλά μάλλον για να μην τη λερώσει ο γέρος.
 “Ποιος ξέρει τί έχει αγγίξει πριν αυτός!”.
Αφού κάθισαν λίγο δίπλα-δίπλα χωρίς να μιλάει κανείς, ο γέρος είπε μιλώντας, μάλλον, στο κενό
“Σε άκουσα”.
Η γυναίκα σκέφτηκε τότε
“Α ωραία! Και τρελός και ζητιάνος και βρωμιάρης!”.
Εκείνος όμως μετά από λίγο ξαναείπε
“Σε άκουσα”.
“Ορίστε;” του είπε η γυναίκα ενοχλημένη.
-Σε άκουγα λέω. Κάθε φορά.
-Εμένα; Μα δε μίλησα.
-Ναι, τώρα δε μίλησες. Βασικά πάει καιρός από την τελευταία φορά που μίλησες. Μιλάω για τότε που μίλαγες. Σε άκουγα."
Τα μάτια της γυναίκας φάνηκαν να κοιτάζουν τον γέρο αλλά ουσιαστικά κοίταζαν το κενό προσπαθώντας να καταλάβουν τί σήμαιναν τα λόγια του.
-Δε σας έχω ξαναδεί κύριε. Μάλλον θα με μπερδεύετε με άλλη, του είπε τελικά.
-Ναι ξέρω. Δε με έχεις ξαναδεί. Αυτό όμως δε με εμπόδιζε πάντα να σε ακούω.
-Ε δε σας καταλαβαίνω! Μα τω Θθθθ....
-Αυτό εδώ το βλέπεις; της είπε τείνοντας απότομα την κούπα του προς το μέρος της πριν τελειώσει τη φράση της.
-Ναι. Νερό είναι.
-Για δες καλύτερα.
-Δε θέλω άνθρωπέ μου! κάνοντας μια κίνηση που παραλίγο να αναποδογυρίσει την κούπα.
-...
-...
-Μάλιστα...
Ο γέρος άφησε την κούπα του στο πεζουλάκι που καθόταν και έφυγε. Δεν είχε όμως τελειώσει ακόμη την παράστασή του.
Η γυναίκα αναστατωμένη από τον γέρο άρπαξε την κούπα για να πάει να την πετάξει. Κι όταν την έπιασε με τα δυο της χέρια άκουσε μία φωνή να της λέει
“Νικολία! Μην το κάνεις!”.
Παραξενεύτηκε. Κανείς δεν ήξερε το όνομά της. Κι όσοι το ήξεραν είχαν πεθάνει από γηρατειά ή από ασθένειες.
 “Νικολία! Μην το κάνεις”, ξανάκουσε και αναγνώρισε ότι η
φωνή ήταν από κάποιο μικρό παιδάκι. Έψαξε τριγύρω, αλλά κανένα δεν τη φώναζε.
“Θα με επηρέασε αυτός ο τρελόγερος”, σκέφτηκε.
Έπιασε και πάλι την κούπα με τα δύο της χέρια και έριξε μια γρήγορη ματιά στο περιεχόμενό της και πάλι πριν το πετάξει. Και τότε την είδε...
Ήταν ίδια! Ίδια όπως τότε! Το ίδιο αγνή! Το ίδιο... Το ίδιο ανθρώπινη!
Είχε βέβαια μερικές ρυτίδες παραπάνω, αλλά δεν είχε αλλάξει κάτι από το κοριτσάκι που ήταν παλιά. Εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που έπαιζε, έτρεχε, μίλαγε. Εκείνο το δεκατετράχρονο κοριτσάκι που πίστευε σε κάτι. Σε κάτι διαφορετικό από την κακία του ανθρώπου.
Ο γέρος έβαλε το χέρι του γύρω από την πλάτη της, την αγκάλιασε και της είπε
“Σου είπα ότι σε άκουγα. Κάθε φορά! Και, κάθε φορά, τα δάκρυα που έχυνες επειδή ήσουν σωστή, κάτι το οποίο δεν άρεσε στους άλλους, τα μάζευα και τα χρησιμοποιούσα για να διατηρήσω την ψυχή σου όσο πιο αγνή μπορούσα. Αυτά εδώ μέσα είναι τα τελευταία που μου μείναν...”.
Η Νικολία κατάλαβε τότε...
“Όμως... γιατί;” ψιθύρισε.
“Θα σου πω μόλις φύγουμε”, της είπε.”Έλα! Είναι ώρα!”. Η Νικολία συνεχίζοντας να κοιτάει το περιεχόμενο του δοχείου που είχε στα χέρια της ψέλλισε
“Και πού θα πάμε;”. “Κάπου μακριά από εδώ. Κάπου που σε περιμένουν όσοι σε αγάπησαν”.
“Και όσοι με πλήγωσαν;” ρώτησε.
“Δε θα τους βρεις εκεί”.
“Πάμε τότε”, του είπε και του έδωσε την κούπα του.
-Όμως θέλω να κάνεις κάτι τελευταίο για μένα Νικολία.
-Και τί είναι αυτό;
-Θέλω να σε ξαναδώ να τρέχεις και να βουτάς από την προκυμαία με τα χέρια ψηλά.
-Ααχχ... Μακάρι να μπορούσα. Όμως έχω γεράσει. Δε μπορώ να κάνω τέτοια πράγματα πια. Μακάρι να μπορούσα.
-Το μυαλό σου φτιάχνει τα πάντα. Κι αυτό φτιάχνει και τα όριά του. Ξεπέρασέ τα! Άμα σου λέω να το κάνεις, σημαίνει ότι ξέρω πως μπορείς.
-Εντάξει! Ας προσπαθήσω!, του είπε με ένα χαμόγελο, αφού το σκέφτηκε λίγο.
Περπάτησε ως την μία άκρη της προκυμαίας. Αυτή που ήταν κοντά στη στεριά. Στράφηκε έπειτα προς τη θάλασσα.
“Είσαι εδώ;” ψέλλισε.
“Εδώ είμαι” της είπε η οπτασία του γέρου.
“Ωραία... Πάμε”.
Κι έβαλε τα δυνατά της. Κι έτρεξε όσο πιο καλά μπορούσε. Κι όταν έφτασε στην άκρη, έβαλε όλη της τη δύναμη στο πόδι που πατούσε στο έδαφος και πήδηξε ψηλά! Κι είχε και τα χέρια ψηλά. Κι όσο έτρεχε, ένιωθε τα χρόνια που βάρυναν το σώμα της, να φεύγουν και να μένουν πίσω. Κι όταν πήδηξε τελικά, ένα χέρι την έπιασε προτού τα πόδια της ακουμπήσουν το νερό. Κι εκείνη κοίταξε ψηλά. Κι είδε το γέρο, που μόνο γέρος δεν ήταν, να την κρατάει σταθερά, να της χαμογελάει και να της λέει
“Κοίταζε εμένα! Μην κοιτάς κάτω!”.
Και εκείνη δεν κοίταξε.
Και την επόμενη ημέρα και για τις επόμενες βδομάδες, οι ντόπιοι, όλοι, μιλούσαν για την τρελόγρια που πήδηξε από την προκυμαία στα βράχια και σκοτώθηκε με 5 χρυσά νομίσματα στο δεξί της χέρι.
Ο παράδεισος όμως γιόρταζε μία ακόμη έλευση...