Wednesday, August 29, 2012

Δουλειά

Το συνοικιακό παντοπωλείο κάθε μέρα γεμίζει κόσμο. Ευτυχώς ακόμα. Ο ιδιοκτήτης του έχει κατέβει απο το θρόνο του κι αυτό το εκτιμούμε όλοι. Και τον στηρίζουμε.
Δίπλα από τα ταμεία υπάρχει ένας τηλεφωνικός θάλαμος.
Χθες το πρωί ένας νεαρός τον πλησίασε, σχημάτισε κάποιον αριθμό και περίμενε. Πιο κει ο ιδιοκτήτης στάθηκε παράμερα. Κάτι του είπε μέσα του να παρακολουθήσει τη σκηνή.
«Καλημέρα» είπε ο μικρός «Σας τηλεφωνώ για την αγγελία. Να έρχομαι να σας καθαρίζω την αυλή και...»
«Μα ήδη έχω πάρει κάποιον για να μου κάνει αυτή τη δουλειά» ακούστηκε από την άλλη άκρη της γραμμής η φωνή της κυρίας
«Κυρία εγώ θα σας καθαρίζω την αυλή με τα μισά χρήματα από αυτόν που προσλάβατε!»
«Είμαι πολύ ευχαριστημένη μ αυτόν που μου κάνει τη δουλειά αυτή» είπε ξανά η γυναίκα
«Κυρία εγώ προσφέρομαι δωρεάν να σας σφουγγαρίζω και τις σκάλες και να σας σκουπίζω και το σπίτι σας» επέμενε ο μικρός
«Οχι ευχαριστώ!» απάντησε η κυρία
Ο μικρός χαμογέλασε, ευχαρίστησε και έκλεισε το τηλέφωνο.
Ο ιδιοκτήτης πλησίασε το νεαρό και του είπε
«Μικρέ μου αρέσει πολύ η στάση σου, η επιμονή σου και η εργατικότητα σου. Θέλω να σου προσφέρω δουλειά εδώ στο μαγαζί. Τι λες;»
«Οχι, ευχαριστώ» είπε ο μικρός
«Μα γιατί; Αφού σε είδα να παρακαλάς για δουλειά προηγουμένως» απόρησε ο καταστηματάρχης
«Οχι όχι!» χαμογέλασε ο μικρός «Δεν είναι έτσι. Απλά έκανα έναν έλεγχο πως τα πάω στη δουλειά μου. Εγώ είμαι αυτός που καθαρίζω τον κήπο!»

Sunday, August 26, 2012

Συνάντηση

Ένας άνδρας, που είχε χάσει πρόσφατα την γυναίκα του, ζούσε με τον μικρό του γιο σε ένα χωριό.
Μια μέρα είχε πάει στην πόλη για δουλειές. Είχε αφήσει τον γιο του μόνο στο σπίτι. Ληστές επιτέθηκαν και έκαψαν το χωριό. Βρήκαν το μικρό αγόρι κρυμενο. Δεν το σκότωσαν αλλά το πήραν μαζί τους.
Επέστρεψε ο πατέρας, βρήκε το  σπίτι του καμμένο. Πιστεύοντας πως ο γιός του κάηκε κι αυτός, παίρνει τις στάχτες από ένα καρβουνιασμένο σώμα και τις τοποθετεί ευλαβικά μέσα σε ένα όμορφο δοχείο. Από κείνη τη μέρα το είχε συνέχεια μαζί του.
Κάποια μέρα ο γιος του δραπέτευσε από τους ληστές και γύρισε στο σπίτι. Χτύπησε την πόρτα.
"Ποιος είναι;" ρώτησε από μέσα ο πατέρας
" Εγώ είμαι, πατέρα, ο γιος σου, άνοιξέ μου."
Μέσα στην τρέλα της θλίψης ο πατέρας, φώναξε
"Φύγε, ο γιος μου είναι νεκρός! Σταμάτα να με κοροϊδεύεις! Δεν σέβεσαι την μνήμη ενός νεκρού! Εξαφανίσου!"
Το αγόρι, λυπημένο έφυγε.
Πατέρας και γιος δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ.

Thursday, August 23, 2012

Αεροπλάνο

Δεν το είχε αρνηθεί ούτε μια φορά από τις τόσες πολλές που πετούσε με αεροπλάνο.
«Τα φοβάμαι..» έλεγε.
Κανεις δεν τον πίστευε κι ας έφεγγαν τα μάτια του κάθε φορά που διηγόταν με λεπτομέρειες τις πτήσεις του.
Δεν ήταν πιλότος ο Θωμάς. Πωλητής ήταν. Αντιπρόσωπος μιας εταιρίας για την οποία έπρεπε να σφίγγει το στομάχι του κάθε φορά που ήταν αναγκασμένος να αφήσει την Αθήνα και να πάει σε άλλη πόλη. Το πήγαινε έλα, το καθημερινό, ήταν η απόλυτη αγωνία. Ο θαυμασμός του δε για τους πιλότους απεριόριστος. Ξεπερνούσε τη λογική. Ισως να τους είχε θεοποιήσει μέσα του. Κρυφά τους ζήλευε κιόλας. Δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
«Κρατάνε τις ζωές μας στα χέρια τους» έλεγε. «Πρέπει να είναι υπόδειγμα ανθρώπων. Πιο πάνω από αυτούς ο Θεός. Να εκεί κάπου μέσα στα σύννεφα. Την ώρα που μας καλεί κοντά του, οι πιλότοι του ξεφεύγουν. Πως σας φαίνεται αυτό;» χαμογελούσε
Την περασμένη Τετάρτη επέστρεφε από τη Κρήτη. Είχε αγκιστρωθεί στο κάθισμά του και δεν κουνιόταν. Λες και τον είχαν αλυσοδέσει σφιχτά με αόρατα δεσμά. Τα μάτια του ως συνήθως κολλημένα στην καμπίνα του πιλότου.
Από το παράθυρο του φάνηκε το αεροδρόμιο. Αρχισε η κάθοδος του αεροπλάνου με συνοδεία από δικές του σταγόνες ιδρώτα.
«Η πιο δύσκολη στιγμή της πτήσης» σκέφτηκε
Ξαφνικά ακούστηκε ένας διαπεραστικός δυνατός γδούπος. Σα να έπεσαν από τον ουρανό όλες οι πολιτείες και σωριάστηκαν στον αεροδιάδρομο.
«Παναγία μου» φώναξε και σταυροκοπήθηκε με την ιδέα του. Επειδή τα δάχτυλα του ήταν μπιγμένα στο κάθισμα.
Τα ατέλειωτα δευτερόλεπτα διέκοψε η ανακοίνωση του πιλότου από τα μεγάφωνα
«Σας μιλάει ο πιλότος του αεροσκάφους Γιάννης Παναγιώτου.  Ταξιδεύω με αυτή την εταιρία πάνω από εικοσιπέντε χρόνια και αυτή είναι η πιο ηλίθια, βλαμμένη προσγείωση που έχω κάνει ποτέ»
Στην στιγμή ο πιλότος στα μάτια των επιβατών και του Γιώργου έγινε ήρωας. Σ ένα κόσμο που έχει πνιγεί μέσα στις απίστευτες δικαιολογίες, ο πιλότος είπε τα πράγματα αλλιώς. Οπως είναι. Λευτέρωσε τον Γιώργο. Καθως αποβιβάζονταν όλοι ήθελαν να περάσουν για να του σφίξουν το χέρι.
Ο Γιώργος ακόμα φοβάται τα αεροπλάνα. Ομως δεν φοβάται να πει όλη την αλήθεια. Κι ας τον κοροιδέψουν.

Monday, August 20, 2012

Αργύρης

Οι μέρες του Αυγούστου λες και παίζουν κηνυγητό η μία με την άλλη. Ακόμα χειρότερα λες και κυνηγιούνται σε κατήφορο. Τόσο γρήγορα περνούν. Το μόνο που νιώθεις είναι ένα φύσημα ολούθε. Οι μεγάλοι το λένε Μελτέμια. Οι μικροί όμως ξέρουν οτι είναι ο Σεπτέμβρης που τα κάνει όλα αυτά. Στριμώχνεται για να έρθει μια ώρα αρχύτερα. Να μαζέψει τους μικρούς από τις θάλασσες και τα βουνά. Να τους μαντρώσει στις αυλές του σχολείου. Στις αίθουσες.
"Αντε σε λίγες βδομάδες κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του", είπε η γιαγιά στον Αργύρη.
Εκείνος έριξε μια ματιά εξω από το παράθυρο. Ο ουρανός καταγάλανος. Η θάλασσα μόνο ήταν να να άφριζε. Φυσούσε. Το χωριό της γιαγιάς ήταν σήμερα αναστατωμένο από τον αέρα που περνούσε κρατώντας μια μεγάλη αόρατη σκούπα. Επαιρνε μαζί του ο,τι έβρισκε. Δεν του αντιστεκόταν κανείς.
Ξανακοίταξε τη γιαγιά του. Μαζεύτηκε πάνω στην πολυθρόνα του φοβισμένος.
"Δε θέλω να πάω στο σχολείο" είπε προσπαθώντας να σταματήσει μια σταγόνα ιδρώτα που κυλούσε καταμεσής στο μέτωπό του
Η γιαγιά ζάρωσε τα φρύδια της και πλησίασε πιο πολύ το εγγόνι της. Ετσι. Για να μπορεί να το κοιτάζει στα μάτια.
"Νόμιζα οτι βιαζόσουν να γίνεις μεγαλοδικηγόρος" του είπε
"Ναι, θέλω..." είπε ο Αργύρης
"Και λοιπόν; Πως θα γίνεις μεγάλος και τρανός αμα δεν τελειώσεις το σχολείο;" το γυρόφερνε η γιαγιά από εδώ κι από εκεί για να καταλάβει
"Δεν είναι αυτό.." είπε ο μικρός "Μου αρέσει το σχολείο...αλλά είναι εκείνος ο Νίκος...που μου κολλάει...με βρίζει...με χτυπάει...και δεν..."
Η γιαγιά ξανακάθισε πίσω στη θέση της. Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας. Πήρε σοβαρό ύφος και είπε
"Το ξέρεις πολύ καλά μικρέ μου οτι ολόκληρο το Αιγαίο που βλέπεις από το παράθυρο σου δεν μπορεί να βουλιάξει μια τόση δα βαρκούλα. Αυτό γίνεται μόνο αν μπάζει νερά. Ετσι; Το ίδιο και στη ζωή μας. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να μας βλάψει αν δεν το αφήσουμε να μπει μέσα στο μυαλό μας. Οσο αφήνεις τον κάθε Νίκο να σεργιανά μέσα στη ψυχούλα σου, να ξέρεις οτι θα σε σκλαβώνει."
Ξαφνικά άνοιξε με γδούπο το παράθυρο και όρμηξε μέσα ακάθεκτος ο άνεμος. Σήκωσε ο,τι βρήκε μπροστά του. Εκανε άνω κάτω το δωμάτιο. Ετρεξε ο μικρός και το έκλεισε. Το μαντάλωσε γερά. Ο αγέρας έμεινε απ έξω.
"Ετσι να κάνεις" του είπε η γιαγιά και άνοιξε την αγκαλιά της για να κλείσει μέσα της τον Αργύρη που χαμογελούσε ύστερα από αρκετή ώρα.

Thursday, August 16, 2012

Φανή

Ενα από καλά που έχουν οι γιορτές και οι αργίες είναι και τούτο: Μαζευόμαστε πολλοί. Το σπίτι ξυπνά από τον καθημερινό του λήθαργο και γίνεται σπιτικό.
Παιδιά που παίζουν κυνηγητό ανάμεσα στα λιγοστά έπιπλα. Μεγάλοι που πολύ θα ήθελαν να παίξουν κι αυτοί. Χαμόγελα ξεχασμένα εδώ κι εκεί. Γέλια μαζί με αναστεναγμούς. Τούτο το τελευταίο είναι περίεργο. Παλιά το έλεγαν χαρμολύπη, μα για άλλη αιτία. Τούτο εδώ είναι άλλα. Σα μουκριτό από τα απύθμενα βάθη της ψυχής. Για όσα ρήγματα άνοιξαν ξαφνικά τα πεινασμένα σαγόνια τους, έτοιμα να καταπιούν μονομιάς όλη την νιότη των ανθρώπων.
Με το κρασί έρχεται και η κουβέντα. Η ζωή έχει ενδιαφέρον όταν είναι κυρίως απρόβλεπτη. Εκεί που περιμένεις τον Θανάση να ακούσεις για την δουλειά του που κινδυνεύει να χαθεί, εμφανίζεται η Φανή. Η κόρη του. Στα τα εφτά της χρόνια τα μάτια της πετούν εβδομηντα επτά σπίθες:
"Γιατί κάθεστε μόνος;" με ρωτάει
"Μα δεν είμαι μόνος μου, είμαστε μαζί" της απαντώ χαμογελώντας
"1-0" μου ανταποδίδει το χαμόγελο
"Αντε κοντεύει να ανοίξει το σχολείο.." ξεκίνησα την συνηθισμένη κουβέντα
"Αφήστε τα" λέει η μικρή "στεναχωριέμαι επειδή μου λέει ο μπαμπάς μου οτι όσα γραμματα κι αν μάθω στο τέλος πάλι δεν θα μπορώ να ζήσω...όλο τέτοια μας λέει...και αναστενάζει.."
"Ακου Φανή" προσπάθησα να αλλάξω το σκηνικό. "Εσύ αν προσπαθήσεις πολύ και δεν τα παρατήσεις, θα μπορέσεις να πας σε όποιο μέρος του κόσμου θέλεις, θα μπορέσεις να φέρεις τούτον τον κόσμο τούμπα"
"Εσείς έτσι κάνατε κύριε Δημήτρη;" με ρώτησε καίγοντας με με την φλόγα των ματιών της
Πέρασαν λίγες στιγμές βασανιστικής σιωπής
"Οχι" απάντησα σχεδόν μέσα από τα δόντια μου..

Wednesday, August 15, 2012

Παναγία η Μπαλωμένη

Στην Ίμβρο θαυματουργή είναι η Παναγία η Μπαλωμένη. Είναι χτισμένη στην μέση μιας κάθετης σχεδόν πλαγίας που κατεβαίνει ως την θάλασσα απέναντι στην Σαμοθράκη. Η τοποθεσία λέγεται Μεσάδι. Βρίσκεται σχεδόν σε ίση απόσταση από τα χωρία Σχοινούδι και Αγρίδια. Ο δρόμος είναι γεμάτος κακοτοπιές, περνάει ανάμεσα σε γκερμούς και χαράδρες αυτό όμως δεν εμποδίζει τους προσκυνητές να πηγαίνουν δύο ώρες δρόμο με τα πόδια και πολλές φορές ξυπόλητοι.
Κάθε χρόνο τον δεκαπεντάυγουστο, ανήμερα της γιορτής, κόσμος πολύς πήγαινε, γιατί ήταν παρηγοριά και ελπίδα όλων των πονεμένων και των πενομένων. Μεγάλη η χάρη της, γι' αυτό πολλά και τα τάματα. Η ποιο πολλοί πήγαιναν με τα πόδια και όχι με άδεια χέρια. Άλλος σήκωνε στην αγκαλιά ένα παιδί που το έδωσε η χάρη της ή το έσωσε από βαριά αρρώστεια, άλλος κουβαλούσε στον ώμο ένα λαγήνι λάδι, άλλος σαν το καλό ποιμένα ένα αρνί ζωντανό, άλλος ένα τουρβά κερί και άλλοι άλλα, ό,τι είχαν τάμα. Κι όλοι τούτοι, οι πιο πολλοί ξιπόλητοι, περπατώντας πάνω σε καυτές πέτρες που έκαιγαν από τον αυγουστιάτικο ήλιο, τα ξερά ξύλα και τα αγκάθια. Δεν ήταν λοιπόν μόνο η προσφορά αλλά και η δοκιμασία στην οποία υπέβαλλαν τον εαυτό τους, μια δοκιμασία ή οποία ήταν χαρά και ικανοποίηση, γιατί όπως έλεγαν και ομολογούσαν, ούτε κούραση, ούτε πόνο αισθάνονταν κι ούτε κανένα σημάδι κακουχίας φαίνονταν στα πόδια τους. Απίστευτο με τα μέτρα της λογικής, λογικό όμως με τα σταθμά της πίστης. Σαν τους Αναστενάρηδες, που αλωνίζουν ξυπόλητοι τα αναμμένα κάρβουνα και δεν καίγονται.



"Παναγία η μπαλωμένη" Ίμβρος από papa_vagelis

Tuesday, August 14, 2012

Ιμβρος. Δεκαπενταύγουστος.

"Νάμαστε" πάνω σ' ένα χαγιάτι. Εκεί στην Ίμβρο. Δεκαπενταύγουστος. Τα τζιτζίκια διαλαλούν τον έρωτά τους. Ο τόπος μοσχομυρίζει αγάπη.


Μπροστά μας ένα τραπεζάκι ξύλινο που φιλοξενεί κάποιον ασημένιο δίσκο με καφεδάκια, γλυκό του κουταλιού, κατα προτίμηση τριαντάφυλλο και ποτήρια παγωμένο νερό από τη βρύση.
Ο μπάρμπα Γιακίμης μας λέει για τις μέρες τούτες:


"Ο Ίμβριος  σέ όποιο μέρος τού κόσμου καί νά βρήσκεται, όταν πλησιάζουν οι μέρες  τού Αυγούστου,  μέσα του κάτι τόν παρακινεί  καί τόν σπρωχνει νά πάρη  τόν δρόμο  γιά τήν πατρίδα. Αρχίζει νά θυμάται τό σπίτι πού άφησε, τούς τάφους τών πατέρων του , τή πατρική γή, τά παιδικά του  χρόνια , τήν ωραία ζωή τών καλών χρόνων . Μαζι μέ δέος φουντώνει καί η νοσταλγία τού γυρισμού. Στά όνειρά του έρχονται οι πατέρες του  καί τού φωνάζουν <<έλα νά μάς ανάψεις  τό καντύλι τών τάφων μας.>>. Δέν αντέχει στά προστάγματα τών πατέρων καί τής μεγάλης του μάννας τής Ιμβρου, καί σέ τόσες νοσταλγίες.Παίρνει τήν απόφαση καί ξεκινά, από Ν. Ζηλανδία , Αμερική Ελλάδα όπου καί άν βρήσκεται. Πολλοί τότε φιλούν τήν γή πού άφισαν κάποτε. Τρέχουν στόν τάφο τών δικών τους, τόν καθαρίζουν , τού ανάβουν τό καντήλι. Έτσι ησυχάζει εκείνο,ς υσηχάζουν καί εκείνοι πού είναι μέσα. Έχω δεί ανθρωπο νά λιποθυμά  όταν πήγε στό πατρικό του σπίτι καί τό βλέπει καταπατημένο από άγνωστους επισκέπτες!!!..... καί άλλον νά κάθεται πάνω στό γρεμισμένο τοίχο τής αγροικίας του  τήν οποία έχτισε  μέ τά ίδια του τά χέρια νά μοιρολογά και΄νά λέγει<< Ανάθεμα καί κατάρα σέ όσους μάς έφεραν σαυτά τά χάλια.>>
Η γιορτή τής  Παναγίας αρχίζει από  τίς 14 μέ τό σφάξιμο τών βοδιών τά οποία είναι τάματα τών χωριανών στή Παναγιά. Τά κρέατα βράζονται όλη τήν νύχτα   μπροστά στήν εκκλησία., καί μέσα στό ζουμί βράζεται η παραδοσιακή κουρκούτα. Τήν επομένη μετά τήν λειτουργία, ευλογούνται από τόν μητροπολίτη, καί μοιράζονται σέ όλους τούς χωριανούς. Σήμερα γίνεται η πανηγυρικότερη  καί ευλαβικότερη  λειτουργία στήν εκκλησία. Σήμερα ο κάθε ένας μας λέγει τόν πόνο του στήν Παναγιά, καί ζητά τήν βοήθειά της και΄τήν προστασία της. Μέ τόν λόγο πού εκφωνεί ο μητροπολίτης η κάποιος από τούς θεολόγους,κλαίει ο λαός κλαίει καί η Παναγιά, η μεγάλη μάνα,  ανοίγει τά φτερά της γιά νά σκεπάσει  καί προστατέψει τά κατατρεγμένα παιδιά της τά οποία  σκορπισε  σέ ολόκληρη τήν γή η λαίλαπα τού κατατρεγμού. Μετά τήν εκκλησία έρχεται  η σειρά  τών νεκρών . Αυτή η στιγμή είναι  η συνάντηση τών προγονων μέ τους ζωντανούς. Ο  κάθε ένας πηγαίνει  στό μνήμα μέ έναν δίσκο γεμάτον  γλυκά  καί περιμένει νά περάση ο κάθε ένας ,  νά πάρη κάτι και  νά μακαρίση τούς πεθαμένους , οι οποίοι εκείνη τήν στιγμή πλυμηρίζουν αόρατοι τό νεκροταφείο χαιδέυουν  τους απογόνους  τους πού τούς θυμούνται καί τούς τιμούν.. Από εκεί φεύγουμε  μέ γεμάτες τίς καρδιές ανάμεικτων αισθημάτων, χαράς καί λύπης, καί ψυχικής ανακούφισης.Από εκεί  καθένας πηγαίνει στό σπίτι του αφού πάρει  τήν κουρκούτα μέ τό κρέας πού διανέμεται., γιά νά καθήσει στό γιορτινό τραπέζι, πού οπωσδήποτε δέν λείπουν οι φιλοξενούμενοι. Το βράδυ αρχίζει τό ξεφάντωμα, πού ο χορος καί τό τραγούδι συνεχίζει μέχρι τό πρωί.
 Η 16 Αυγούστου μιά άλλη μέρα  λιτανείας  καί προσευχής. Όλοι πέρνουμε τόν δρόμο γιά τό Μάρμαρο. Εκεί μας  περιμένει η Παναγία η Μπαλωμένη  η θαυματουργή. Σύμφωνα μέ τόν θρύλο, τήν έχτισε κάποιος Βυζαντινός αυτοκρατορας.σφάζονται τά αρνιά καί βράζονται εκεί. Εδώ ενώνονται τά επουράνια μέ τά επίγεια. Ερχετε η Παναγιά, στέλνει πολύ νερό στό αγίασμά της { τό οποίο άλλοτε είναι λίγο}γιά νά πάρουν οι πιστοί νά πιούν καί νά πληθούν, γιά γιατριά ψυχής καί σώματος."


Αυτά λέει ο γέροντας και ρουφά μια γουλιά καφέ. Τα μάτια του πάνε πέρα...στο παρελθόν γιατί το μέλλον....
Αστα γειτονάκι μου, απόλαυσε κι εσύ μια ρουφιξιά καφεδάκι, ύστερα γλύκανε το μέσα σου με το γλυκό τριαντάφυλλο και ταξίδεψε...

Friday, August 10, 2012

επιλογές

Εχθές το πρωί, μια ομάδα από τα υψηλά κλιμάκια μιας εταρίας αποφάσισαν να επισκεφτούν τον παλιό τους καθηγητή από το Πανεπιστήμιο. Η συζήτηση γρήγορα στράφηκε στα παράπονα για το στρές στην δουλειά και στη ζωή.
Ο καθηγητής προσφέρθηκε να σερβίρει καφέ στους παλιούς του φοιτητές, οπότε πήγε στη κουζίνα και επέστρεψε με μια μεγάλη κανάτα με καφέ και ένα σετ από φλυτζάνια. Από τα οποια άλλα ήταν από πορσελάνη, άλλα από πλαστικό άλλα από γυαλί και άλλα από κρύσταλλο. Μερικά ήταν φτηνά άλλα ακριβά και άλλα ξεχωριστά. Τα έβαλε λοιπόν σε ένα δίσκο και είπε στους φοιτητές του να πλησιάσουν για  να σεβιριστούν.
Όταν όλοι τους είχαν στο χέρι τους ένα φλιτζάνι καφέ, ο καθηγητής είπε:
- Αν παρατηρήσατε  πήρατε όλα τα ακριβά φλυτζάνια και αφήσατε τα απλά και όσα έμοιαζαν φτηνά. Ενώ είναι φυσιολογικό να θέλετε το καλύτερο για τον εαυτό σας, αυτό είναι το η πηγή του στρες σας. Αυτό που θέλατε όλοι ήταν ο καφές, όχι το φλυτζάνι, αλλά εσεις συνειδητά κλίνατε στα καλύτερα φλυτζάνια και ακομα χειρότερα, κοιτάζατε να δείτε μήπως ο διπλανός σας πήρε καλύτερο φλυτζάνι από σας,
- Λοιπόν, συνέχισε ο καθηγητής, αν η ζωή είναι καφές,τότε οι δουλειές, τα χρήματα και η καριέρα είναι τα φλυτζάνια. Είναι απλά και μόνο εργαλεία που συγκρατούν και περιέχουν τη ζωή, όμως η ποιότητα της ζωής δεν αλλάζει. Μερικές φορές, με το να επικεντρώνεσαι μόνο στο φλυτζάνι, χάνεις την δυνατότητα να απολάυσεις τον καφέ που είναι μέσα σε αυτό!!!!
Οπότε παιδιά, μην αφήνετε τα φλυτζάνια να σας οδηγούν, αντι γι' αυτά απολάυστε το καφέ!


Πηγή: Οι επιλογές μας όπως καταγράφονται σε κάθε γωνιά της γης και της ιστορίας

Monday, August 6, 2012

Ιωάννα

Η Ιωάννα δεν ηθελε να παντρεφτεί. Το είχε ξακαθαρίσει από νωρίς.
- Θέλω να ζήσω μόνη μου! ξαναέλεγε στον πατέρα της όταν της έφερε μαντάτο πως κάποιος μεγαλογιατρός ενδιαφέρεται για κείνην.
Από μικρή δεν άντεχε να βλέπει τους γονείς της να στενάζουν.
- Η ζωή είναι δύσκολη της έλεγαν, γι' αυτό κοίτα να φερθείς έξυπνα.
Δεν είχε καταλάβει. Όμως ένα ήταν σίγουρο. Όταν θα έφτανε η ώρα να κρατήσει τη δική της ζωή στα χέρια της, εκείνη μόνο θα έκανε κουμάντο. Και κανένας άλλος. Κανένας. Δεν θα άντεχε να περάσει για δεύτερη φορά μια στερημένη από χαρά παιδική ηλικία.
Παράπονο δεν είχε. Ό,τι ζητούσε της το έδιναν. Μα μισοφαγωμένο από τις ενοχές πως οι δικοί της στερήθηκαν για να της το προσφέρουν. Μισοφαγωμένο δεν το ήθελε. Το απόδιωχνε.
- Δεν θα παντρεφτώ μπαμπά. Τώρα που πέρασα στην Πάτρα θα φύγω. Να ζήσω μόνη μου. Αυτά ηταν τα λόγια της, μόλις έμαθε τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων από το ράδιο.
Στην Πάτρα μετακόμισαν όλοι. Βρήκαν σπίτι κοντά στη σχολή.
Η Ιωάννα στάθηκε ακίνητη μια μέρα να ακούσει τη ζωή που περνούσε από δίπλα της. Σαν το τραίνο. Όμως εκείνη ήταν που κουνούσε κάτασπρο μαντήλι.
Εκείνος ο μεγαλογιατρός έγινε σύζυγος. Της Ιωάννας. Της απουσίας.
Με μάτια φυλακισμένα, είδε τις κόρες της να μεγαλώνουν και εκείνη να μικραίνει. Να μαραίνεται.
Να χαρεί που πέρασε η μεγάλη στην Αρχιτεκτονική δεν το κατάφερε. Το προσπάθησε όμως. Για άλλη μια φορά άλλαξε προσωπείο. Όταν γύρισε στο σπίτι ύστερα από την ορκωμοσία, ζήτησε βοήθεια. Δεν ανάσαινε κανονικά. Της έλειπε αέρας.
Οχι, δεν την ήθελε τη ζωή που κυλούσε μέσα της. Δεν ήταν δική της.
Εκείνη και η Ιωάννα δυο ξένες που μοιράζονταν το ίδιο σώμα.
Αν η ζωή κυλά μέσα στο αίμα, εχθές το πρωί την βρήκε η μικρή της κόρη, τη ζωή της Ιωάννας, να κυλά από μέσα της αργά, λευτερωμένη, μέσα από ένα σώμα που επιτέλους εδειχνε αυτό που ήταν.
Ενα παραπονεμένο κενό.