Thursday, September 27, 2012

Λούτρινο

Οι μέρες και οι νύχτες της έγιναν δίδυμα αδέρφια. Δεν τα ξεχωρίζει. Πολλες φορές μπερδεύεται. Σκοτάδι μέσα της, σκοτάδι έξω.


Χθες κατάφερε να αγοράσει τη δόση της. Για άλλη μια φορά. Μετρά τις δόσεις με τα ηλιοβασιλέματα. «Ξημέρωσε πάλι» λέει κάθε φορά που παίρνει το φακελάκι της.


Με χέρια που έτρεμαν απο το κρύο της ψυχής της, μπήκε στο σπίτι. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν στο χώρο, γεμάτα πανικό. Που να το κρύψει; Η μάνα ήξερε όλες τις κρυψώνες και κάθε τόσο έκανε έλεγχο και έπαιρνε ο,τι έβρισκε μέσα εκεί. Πίστευε πως μ αυτό το τρόπο να γλυτώσει τη Μαρία.


«Πόσο γελασμένη είσαι μάνα» της έλεγε όμως εκείνη δεν άκουγε.


«Είσαι άρρωστη, δεν μπορείς να καταλάβεις» της απαντούσε και πήγαινε να κλάψει μόνη της.


Ψάχνοντας η Μαρία πήγε στην αποθήκη. Εκεί βρήκε την κούτα με τα λούτρινα που τη συντρόφευαν στους φόβους της παιδικής της ηλικίας.


«Ωραία» είπε «Θα ανοίξω την κοιλιά ενός απο αυτά και θα κρύψω τη δόση μου μέσα εκεί»


Εσκυψε πάνω στη κούτα για να διαλέξει όποιο τη βόλευε.


Το χέρι της πέρασε πάνω απο το ξεθωριασμένο σκυλάκι που αγαπούσε τόσο πολύ. Εκείνο που είχε όλη την ώρα αγκαλιά. Αυτό που την συντρόφευε στα όνειρά της, που άκουγε προσεκτικά όλες της της έγνοιες. Ολα τα ήξερε. Για τον πατέρα, για την κοπέλα που τον πήρε μακριά απο τη μάνα, για τις πολλές ώρες που έμενε μόνη της επειδή η μάνα δούλευε. Όλα.


Η Μαρία δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα της ούτε ύστερα απο ώρα που είχε συρθεί μέχρι το κρεβάτι της.


Ύστερα απο πολλά χρόνια ο μικρός της φίλος την άκουγε υπομονετικά να τον ρωτάει


«Πως έγινα έτσι; Γιατί μου τα έφερε έτσι η ζωή; Γιατί;»

Monday, September 24, 2012

οι τρεις τελευταίες επιθυμίες

Το μεταφέρω ακριβώς όπως έφτασε στο εικονικό μου γραμματοκιβώτιο


Οι τρεις τελευταίες επιθυμίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου:


 
    Ευρισκόμενος στα πρόθυρα του θανάτου, ο Μέγας Αλέξανδρος συγκάλεσε τους στρατηγούς του και τους κοινοποίησε τις τρεις τελευταίες επιθυμίες του ?)
 
   1] Να μεταφερθεί το φέρετρό του στους ώμους από τους καλύτερους γιατρούς της εποχής.
   2] Τους θησαυρούς που είχε αποκτήσει [ασήμι, χρυσάφι, πολύτιμους λίθους] να τους σκορπίσουν σε όλη τη διαδρομή μέχρι τον τάφο του.
   3] Τα χέρια του να μείνουν να λικνίζονται στον αέρα, έξω από το φέρετρο, σε θέα όλων.


 
     Ένας από τους στρατηγούς, έκπληκτος από τις ασυνήθιστες επιθυμίες, ρώτησε τον Αλέξανδρο ποιοι ήταν οι λόγοι.
 
      Ο Αλέξανδρος του εξήγησε:
 
   1] Θέλω οι πιο διαπρεπείς γιατροί να σηκώσουν το φέρετρό μου, για να μπορούν να δείξουν με αυτό τον τρόπο ότι ούτε εκείνοι δεν έχουν, μπροστά στο θάνατο, τη δύναμη να θεραπεύουν!
   2] Θέλω το έδαφος να καλυφθεί από τους θησαυρούς μου, για να μπορούν όλοι να βλέπουν ότι τα αγαθά που αποκτούμε εδώ, εδώ παραμένουν!
   3] Θέλω τα χέρια μου να αιωρούνται στον αέρα, για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν ότι ερχόμαστε με τα χέρια άδεια και με τα χέρια άδεια φεύγουμε, όταν τελειώσει για εμάς ο  πιο πολύτιμος θησαυρός που είναι ο χρόνος!  

Wednesday, September 19, 2012

60 Ευρώ την ώρα

Ένας άνδρας γύρισε αργά στο σπίτι από την δουλειά του, γεμάτος νεύρα. Βρήκε τον μικρό του γιο να τον περιμένει στην πόρτα.
- Μπαμπά, να σε ρωτήσω κάτι;
- Βέβαια, τι είναι;
- Μπαμπά, πόσα χρήματα βγάζεις την ώρα;
- Αυτό να μην σε ενδιαφέρει! Γιατί το ρωτάς;
- έτσι, θέλω να ξέρω. Σε παρακαλώ πες μου, πόσα βγάζεις την ώρα;
- 60 ευρώ
- Α, απάντησε το μικρό αγόρι και κατέβασε το κεφάλι του. Οταν ξανακοίταξε τον πατέρα του, του λέει:
Μπαμπά, μήπως μπορείς να μου δανείσεις 30 Ευρώ;
Ο πατέρας θύμωσε πολύ.
-Εαν ο μνοαδικός λόγος που μου το ζήτησες αυτό είναι για να πας και να αγοράσεις επό εκείνα τα χαζοπαίχνιδα η καμια άλλη ανοησία, καλύτερα να πάς αυτή τη στιγμή κατευθείαν στο κρεβάτι σου. να σκεφτείς για ποιο λόγο είσαι τόσο εγωσιστής. Δουλεύω πολύ σκληρά όλη μέρα για να έχω να αντιμετωπίσω μια τόσο παιδιάστικη συμπεριφορά. Γρήγορα στο δωμάτιο σου!!
Το μικρό παιδί πήγε ήσυχα στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα.
Ο άνδρας κάθησε κάτω και άρχισε να νευριάζει περισσότερο με τις ερωτήσεις του γιου του.
Πως τόλμησε να με ρωτήσει ένα τέτοιο πράγμα;
Ύστερα από μια ώρα, πέρασε ο θυμός του και άρχισε να σκέφτεται:
Ίσως να υπήρχε κάτι που πραγματικά να χρειαζόταν να αγοράσει με αυτά τα χρήματα, και η αλήθεια είναι πως δεν ζητάει χρήματα τόσο συχνά.
Ο άνδρας πήγε στο δωμάτιο του παιδιού και άνοιξε την πόρτα.
-Κοιμάσαι γιε μου; ρώτησε
- Όχι μπαμπά, είμαι ξύπνιος, είπε το αγόρι
- Σκεφτόμουν πως ίσως να ήμουν σκληρός μαζί σου νωρίτερα. Είχα μια πολύ κουραστική μέρα και ξέσπασα επανω σου. να, πάρε τα 30 Ευρώ
το μικρό αγόρι, πήδηε από την χαρά του
- Σε ευχαριστώ πατέρα! είπε και αμέσως ανασκάλεψε κάτω από το μαξιλάρι του και πήρε κάποια χαρτονομίσματα ακόμα. Ο άνδρας όταν το είδε αυτό άρχισε να θυμώνει πάλι.
Το μικρό αγόρι μέτρησε τα χρήματά του και κοίταξε τον πατέρα του.
- Γιατί μου ζήτησες χρήματα αφού ήδη είχες μερικά; τον ρώτησε ο μπαμπάς του
-Επειδή δεν είχα αρκετά, είπε εκείνο, αλλά τώρα έχω. Μπαμπά, έχω 60 Ευρώ. Μπορώ να αγοράσω μια ώρα από τον χρόνο σου; Μπορείς να έρθεις αύριο νωρίτερα από την δουλειά σου; Θα ήθελα να παίξουμε παρέα για μία ώρα!

Saturday, September 15, 2012

Βιντεοπαιχνίδια

Που είναι εκείνες οι εποχές που σείονταν τα σπίτια που είχαν εφήβους! Ενα πολύχρωμο κουβάρι οι σχέσεις. Πότε ξετυλίγονταν, πότε μπερδεύνταν, πότε χρωμάτιζε έντονα όλο το σπιτικό. Στο κουβάρι αυτό ήταν μπερδεμένοι οι γονείς, τα παιδιά, το παρελθόν, το μέλλον, οι φίλοι και οι συγγενείς. Όλα ξεκινούσαν με μια κουβέντα και η κουβέντα κυλούσε στην αρχή σαν το ήσυχο ρυάκι που γινόταν χείμαρος. Καταιγίδες και λιακάδες. Ετσι κι αλλιώς σύννεφα μαζεύονταν με το τίποτα. Εκείνο που έλειπε ήταν η αστραπή που θα πυρπολήσει τον ουρανό. Δεν ήταν δύσκολο. Πολλές φορές ήταν μια σκέτη φράση όπως
«Δεν μ αρέσει αυτός ο καινούργιος σου φίλος»
Ύστερα ο αγέρας που σηκωνόταν δεν άφηνε τίποτα όρθιο.
Έτσι γινόταν παλιά. Σχεδόν σ όλα τα σπίτια.  Για να παίρνουν μαθήματα και τα μικρότερα αδέρφια και να δυσκολεύουν πιο πολύ τους γονείς τους, όπως δυσκόλευαν κι εκείνοι τους δικούς τους. Εχει παρελθόν τούτη η ιστορία λένε. Μέχρι τα απύθμενα βάθη της ιστορίας.
Στο σπτικό του Θωμά όμως δεν υπάρχει κανένα μπερδεμένο κουβάρι. Δεν υπάρχει ουρανός που να μαζεύει σύννεφα με προοπτική έστω βροχής.
Ο Θωμάς πηγαίνει στη Α λυκείου. Χαρούμενος και ανέμελος. Οι γονείς του δεν του έχουν αφήσει περιθώρια να στεναχωρηθεί για τίποτα. Μοναχογιός. Αγαπημένος. Το σχολείο που πηγαίνει είναι το καλύτερο της περιοχής.
«Διαλέξαμε το καλύτερο για σένα» του είχε πει η μάνα όταν τον έγραψε το Σεπτέμβρη.
«Δηλαδή;» την είχε ρωτήσει «Τι κάνει αυτό που δεν κάνουν τα άλλα;»
Δίστασε η μάνα. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση. Αναζήτησε τον πατέρα να την βοηθήσει, όπως κάνει πάντα. Εκείνος όμως είχε μια επείγουσα κλήση από το νοσοκομείο και τους είχε αφήσει μόνους τους. Ως γιατρός μπορούσε να διαχειριστεί πιο εύκολα τον ανθρώπινο ψυχισμό από μια λογίστρια. Κι εκείνη είχε επαναπαυθεί.
«Τι έχει και είναι καλύτερο;» επέμενε ο Θωμάς
«Ε...έχει πιο καλούς καθηγητές, τα παιδιά είναι καλύτερα...γενικά...δεν κάνει καταλήψεις...αυτά!» είχε βιαστεί να κλείσει τη κουβέντα η μάνα. Τώρα που της το ρωτούσε ο γιος της κατάλαβε οτι δεν είχε απαντήσει ούτε η ίδια στον εαυτό της.
Σε ανύποπτες στιγμές ο Θωμάς θύμιζε οτι πλησιάζει κι εκείνου ο χρόνος για να επαναστασήσει, να διεκδικήσει και να αλλάξει. Οι γονείς του όμως είχαν βρει την τέλεια επίθεση.
«Θωμά ο πατέρας σου έχει να σου πει κάτι» του είπαν πέρυσι, λίγο πριν τελειώσει τη Γ Γυμνασίου.
Ηταν τότε που έδινε για το Proficiency και παράλληλα τελείωνε τη Μέση στο πιάνο.
«Το ξέρεις οτι στη ζωή, όταν κάνουμε προσπάθειες και καταφέρνουμε πράγματα, πρέπει να παίρνουμε την ανταμοιβή που μας αξίζει ώστε να έχουμε κίνητρο για να πάμε και πιο πέρα. Λοιπον για να μη μακρυγορώ όταν τελειώσεις με τα αγγλικά και το πιάνο το καλοκαίρι, και πάρεις πάνω από 18 στο απολυτήριο του Γυμνασίου θα έχεις για δώρο το πιο εξελιγμένο λάπτοπ. Τι λες;»
Στην αρχή ο Θωμάς ένιωσε κάπως άβολα. Δεν το περίμενε. Δεν τον είχαν συνηθίσει σε κάτι τέτοια. Είχε ένα κομπιούτερ παλιό, για να μπαίνει στο ιντερνετ, να μιλάει στο φεισμπουκ αλλά μέχρι εκεί. Πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να πει
«Εντάξει, σας ευχαριστώ πολύ, θα προσπαθήσω να τα καταφέρω»
«Είμαστε σίγουροι για σένα, και πολύ περήφανοι» είπαν και οι δυο γονείς, κοιτώντας ο ένας τον άλλον συνομοτικά. Ευτυχώς ο Θωμάς δεν είχε καταλάβει τη στρατηγική κίνηση του πατέρα.
«Ρουά Ματ» όπως θα έλεγε κάποιος παίκτης στο σκάκι όταν βρίσκεται μια κίνηση πριν την νίκη.
Ο Θωμάς τα κατάφερε. Τα έβγαλε πέρα παληκαρίσια. Ολα και απολυτήριο πήρε δεκαοκτώ και εφτά. Δηλαδή αριστείο.
Οπως είχε υποσχεθεί ο πατέρας πήρε το γιο του, πήγαν μαζί σε ένα κατάστημα ηλεκτρονικών και διάλεξε για το γιο του το καλύτερο λαπτοπ. Και όχι μόνο αυτό. Για να τον ευχαριστήσει ακόμα πιο πολύ του αγόρασε και ένα παιχνίδι για να παίζει τώρα το καλοκαίρι που θα ξεκουράζεται για να πάρει δυνάμεις για το Λύκειο.
Απο κείνη τη μέρα απόλυτη σιωπή επικρατεί στο σπίτι τους. Ο Θωμάς περιζώνει το κεφάλι του με τα ακουστικά, κάθεται μπροστά στο λάπτοπ του και ξεχνάει το κόσμο γύρω του. Απουσιάζει συνέχεια. Το πρωί στο σχολείο την υπόλοιπη μέρα στον υπολογιστή.
Τα μαθήματα του γενικά δεν τα παραμελεί. Οσο χρειάζεται ωστε να είναι μέσα στο παιχνίδι. Ετσι χαρακτηρίζει τη σχολική του ζωή, παιχνίδι.
«Τι παίζει σήμερα;»  «Τι έπαιξε με σένα και το Γιώργο;»
Τόση πολλή ησυχία στο σπίτι ώστε ούτε οι ίδιοι οι γονείς του δεν άντεξαν και τόλμησαν μια μέρα να τον ρωτήσουν
«Μα τι κάνεις ρε αγόρι μου όλη την ώρα στον υπολογιστή σου;»
Βέβαια δεν πήραν καμια απάντηση αφού τα αυτιά του ήταν ερμητικά κλεισμένα με τα ακουστικά του. Αναγκάστηκε η μάνα να πάει κοντά να του χαιδέψει τα μαλλιά, για να γυρίσει το κεφάλι του να τη δει
«Δεν μπορώ τώρα, μπορούμε να τα πούμε αργότερα;» της είπε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και συνέχισε να πυροβολεί τους εχθρούς που ξεπρόβαλλαν μέσα από τα χαλάσματα. Δίπλα στο κομπιούτερ του είναι το κινητό του του οποίου η οθόνη δεν έχει σταματήσει να αναβοσβήνει, σημάδι πως παίρνει μηνύματα. Απαντά στα πεταχτά και συνεχίζει το παιχνίδι του.
Οπως θα έκανε μια καλή μάνα που ενδιαφέρεται για το παιδί της, την ώρα που εκείνος ήταν στο μπάνιο, έψαξε τα μηνύματα του. Ευτυχώς δεν υπήρχε κωδικός. Του ζητούσαν να βγουν βόλτα. Οι αρνήσεις του ήταν επίμονες. Στην αρχή ευγενικές. Μετά έγιναν πιο άγριες.
Ο Θωμάς ήταν πια σαν μαγεμένος. Δεν αναγνώριζε το πέρασμα του χρόνου. Ζούσε σ ένα ατέλειωτο παρόν. Εκείνο της μάχης, του φανταστικού κόσμου με τέρατα, μάγους, και στρατούς απο ξωτικά. Η μόνη του έγνοια ήταν πως να ανεβαίνει επίπεδα, να συγκεντρώνει πόντους.
Οταν ήρθε από το σχολείο ειδοποίηση για αρκετές απουσίες, ο Θωμάς τους είπε με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου, οτι έπρεπε να πάει στο ιντερνετ καφέ για να ολοκληρώσει κάποιες αποστολές του με μερικά άλλα παιδιά από την Αμερική.
Δαγκώθηκαν οι γονείς του. Θυμήθηκαν εκείνο το νικητήριο συνομοτικό ύφος, όταν πίστεψαν οτι μ αυτό το τρόπο να κατευνάσουν την εφηβεία του γιου τους. Πικράθηκαν.
«Πήραμε το παιδί μας και το παραδώσαμε στον εξωαποδώ» είπε με δάκρυα στα μάτια η μάνα στον άνδρα της
Εκείνος δεν πήγαινε πίσω. Η στεναχώρια είχε πικράνει και την ανάσα του ακόμα.
«Ετσι είναι όλα τα παιδιά της ηλικίας του, θα του περάσει ο καημός» βρήκε να πει δίχως όμως να το πιστεύει.
«Για να γλυτώσουμε από τους καυγάδες το ποτίσαμε ναρκωτικό το παιδί μας» ξαναείπε η μάνα όλο ενοχές.
Η αλήθεια είναι οτι τα περισσότερα παιδιά ξημεροβραδιάζονται μπροστά στον υπολογιστή τους. Εξαρτήθηκαν από αυτόν με χίλιους δυο τρόπους. Η παγίδα είναι καλά στημένη και το ξέρουν όλοι αυτό. Μικροί και μεγάλοι. Ωστόσο ο καθένας για τους δικούς του λόγους προτιμά να βαφτίζει αλλιώς αυτή τη παγίδα και να κάνει πως δεν υπάρχει.
Ο Θωμάς κοντεύει να τελειώσει τη τάξη, ένας Θεός ξέρει πως. Μαζί τελειώνει και η υπομονή των γονιών. Αποφάσισαν να διορθώσουν τα πράγματα.
«Ακου Θωμά» είπε ο πατέρας «όταν πέρυσι σου κάναμε αυτό το δώρο δεν πιστεύαμε οτι θα καταντήσεις έτσι. Κρίμα!»
«Ψέματα!» είπε ήρεμα εκείνος. «Είναι μεγάλο ψέμα αυτό. Ξέρατε και πολύ καλά μάλιστα! Δεν ζείτε στο φεγγάρι, στη γη ζείτε. Βλέπετε τι γίνεται γύρω σας. Το κάνατε σχεδόν επίτηδες» είπε
Οι γονείς του έμειναν στήλη άλατος. Οι στιγμές που πέρασαν δεν ήταν σιωπή. Αυτές ήταν τα κανόνια του Ναβαρόνε.
«Και τώρα αφήστε με, επειδή έχω να ολοκληρώσω μια αποστολή»
Αποχώρησαν σιγά σιγά σα μαθητές που τους μάλωσε ο δάσκαλος. Εκλεισαν τη πόρτα πίσω τους λες και έκλειναν απ έξω τις ενοχές.
«Αντί να μοιρολογούμε» είπε ο πατέρας, « να δούμε πως θα σώσουμε την κατάσταση»
«Τι να κάνουμε;» είπε πανικοβλημένη η μάνα.
Ο πατέρας πέρασε αρκετή ώρα προσπαθώντας για αρχή να καταπολεμήσει τις τύψεις του. Κατάλαβε οτι δεν ήταν δυνατόν να αποφασίσει να βγει από το βάλτο όταν τον πιέζει μια βαλίτσα με ένα τόνο ενοχές. Το πρώτο του μέλημα ήταν να διώξει αυτό το βάρος.
Στα χνάρια του η σύζυγος. Ακόμα και τώρα δεν τολμούσε να πάρει πρωτοβουλίες για τη ζωή της.
Το θέμα με το κόλλημα του γιου τους, ήταν μια πρώτης ταξης ευκαιρία να ψάξουν τον εαυτό και τη σχέση τους. Τα δάκρυα που παρέσυραν στο διάβα τους πολλών χρόνων σκουπίδια και φαντάσαματα ήταν άφθονα. Ο ειδικός τους συμβούλεψε πως δεν γίνεται να οικοδομήσεις σε σαθρό έδαφος, πως για να ξαναχτιστεί το σπίτι πρέπει να συμφωνήσουν σε όλα ο αρχιτέκτονας και ο μηχανικός.
Πέρασε λίγος καιρός. Αρχισαν να κάνουν πιο πολλά μαζί οι τρεις τους. Πηγαίναν για φαγητό, βόλτες, έβλεπαν κωμωδίες, θεατρο, και συζητήσεις. Μιλούσαν για όλα. Ελεύθερα. Δίχως υπονούμενα και κρυφά μηνύματα.
Στ αυτιά τους έχει μείνει ακόμα ο ήχος από το πληκρολόγιο και το ποντίκι. Σα καρφιά. Κι άλλα καρφιά. Ήταν όμως σ ένα σώμα που πέθαινε. Για να γεννηθεί το καινούργιο.
Ο Θωμάς συνεχίζει να παίζει. Ομως όχι όλες τις ώρες. Ανοιξε ο ορίζοντας του επειδή συγχώρεσε τους γονείς του, χωρουν πια κοντά του, είναι μέρος της ζωής του. Το σημαντικό είναι οτι κανείς τους δεν φοβάται πια. Επειδή όλοι κάνουν κάτι καλό για τον εαυτό τους που έχει θετικό αντικτυπο και στους άλλους!

Wednesday, September 12, 2012

Απογευμα Κυριακής

Τα απογεύματα της Κυριακής είναι βομβαρδισμένα μ εκείνη τη μελαγχολία που παραλύει το σώμα και δεν το αφήνει να σηκωθεί από τη πολυθρόνα. Εκεί βρέθηκε ο Θάνος τη περασμένη Κυριακή. Δίπλα στη μπαλκονόπορτα που λουζόνταν στο φως του κύκνειου άσματος του ήλιου. Η τηλεόραση ανοιχτή δίχως φωνή, για να υπάρχει η υποψία συντροφιας. Τα ακουστικά μόνιμα κολλημένα στ αυτιά να μεταφέρουν την ουδέτερη μουσική στη καρδιά που δεν είχε διάθεση για τίποτα.
Στα χέρια του ο Θάνος κρατούσε το κινητό του πατέρα που βρήκε παρατημένο στο τραπέζι. Ο πατέρας αγαπούσε την τεχνολογία και του άρεσε να έχει έξυπνα κινητά, τα οποία πάντα χρησιμοποιούσε για να καλεί και να στέλνει μηνύματα. Κατα τα άλλα ήταν ένας στοργικός άνθρωπος που φρόντιζε την οικογένεια του.
Ο Θανος έβαζε και έβγαζε προγράμματα, δοκίμαζε παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα του χρόνου. Δεν του έδινε καμία σημασία. Λες και δεν υπήρχε.
Με τον πατέρα του ο Θάνος είχε μια υπέροχη αδιάφορη σχέση. Ο καθένας ζούσε ήσυχα την παράλληλη ζωή του. Δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον κι αυτό ομόρφαινε τις στιγμές τους. Ισως η έλλειψη κηρυγμάτων να μειώνει τις αντιστάσεις και οι παράλληλες ζωές να υπερβούν τη γεωμετρία κάποια μέρα.
Όση ωρα περνούσαν αυτές οι σκέψεις από το μυαλό του, περνούσαν και οι φωτογραφίες που τραβούσε ο πατέρας. Πολλές φωτογραφίες από τα μέρη που είχαν επισκεφτεί όλοι μαζί, αλλά και μόνος του. Ασυναίσθητα ανοιξε τα μηνύματα. Απο τον κύριο Γιώργο τα πιο πολλά. Είναι καινούργιος στο λογιστήριο και μέχρι να μάθει κρέμεται από τον πατέρα του Θάνου. Ξαφνικά πετάγεται από τη πολυθρόνα. Σα να του πέταξαν νερό παγωμένο στη καρδιά του. Στην οθόνη του κινητού μηνύματα από μια άγνωστη κυρία. Ερωτόλογα. Και φωτογραφίες. Και πάλι ερωτόλογα. Με ανταπόκριση.
Το βράδυ της Κυριακής πέρασε ανάμεσα σε πυρωμένα καρφιά που τυρρανούσαν το νου του. Να το πει στη μητέρα και να καταστρέψει το γάμο της, η να το αποσιωπήσει και να καταστρέψει τον εαυτό του;

Saturday, September 8, 2012

Θωμάς

Είναι μέρες που οι στιγμές μέσα στο σπίτι μοιάζουν τόσο πολύ με τις σταγόνες τις βροχής που χορεύουν πάνω στα τζάμια. Στην αρχή αραιά και που, μία κάθε λεπτό, ύστερα δυο, τέσσερις μέχρι που ο τρελός χορός να πάρει φωτιά.
Κάθε φορά που βρέχει λες και κάποια μαγικό ξόρκι μέσα στο σπίτι ξυπνά και χώνεται ανάμεσα στο ζευγάρι, στα παιδιά. Ανακατεύει συναισθήματα, μπερδεύει λόγια και όπως λένε χορεύει το άλογο του πάνω στων ανθρώπων τα κρυμμένα μυστικά. Μούσκεμα ο δρόμος, ρυάκια στα ακροδρόμια, δάκρυα στο σπίτι.
Η ανεργία, άλλο σαράκι τούτο, ροκάνισε και τις τελευταίες ελπίδες για ζωή. Γέμισε τρύπες ο αέρας, τρύπωσε το δηλητήριο και σκότωσε το οξυγόνο, την ανάσα, τις φωνές. Τώρα τις περισσότερες φορές μέσα στο σπίτι ακούγεται η σιωπή.
Ο πατέρας πηγαινοέρχεται σαν κάποιος αναστεναγμός. Η μάνα έχει αναλάβει το βάρος να φέρνει εκείνη στο σπίτι χρήματα για τα απαραίτητα. Οπως είναι τα χρειαζούμενα για την εκπαίδευση του Θωμά.
Στην Β Λυκείου εκείνος παλεύει με τα μαθηματικά, τις  φυσικές και τα όλα τα ξαδέρφια τους. Δεν είναι ο άριστος μαθητής. Ωστόσο δεν είναι ούτε ο αδιάφορος. Εχει την εικόνα ενός παιδιου που αγωνίζεται χωρίς ωστόσο να υποφέρει.
«Ποιος ο λόγος;» θα σου πει όταν τον ρωτήσεις γιατί δεν ξοδεύει πιο πολύ ώρα στο διάβασμα. «Ενας άνεργος παραπάνω, ενας παρακάτω δεν θα κάνει τη διαφορά»
Από κοντά, από μακριά οι γονείς του παρακολοθούν την διαδρομή του. Στοχάζονται και ανησυχούν. Γυρεύουν το χρυσάφι στις τομές, εκεί που θα συναντηθούν για να κουβεντιάσουν για όσα γίνονται. Οι χρυσές όμως τομές είναι τόσο σπάνιες όσο και η κατασταλαγμένη άποψη για ό,τι γίνεται.
Τις ώρες που ο Θωμάς είναι στο φροντιστήριο οι δυο τους συνοδεύουν τις έγνοιες τους με τον καφέ και τον κοντό ορίζοντα που φτάνει μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Γουλιά και εμπόδιο, γουλιά και χάδι στην πλάτη.
O Γιώργος και η Σοφία πρωτοσυναντήθηκαν σε κάποια φοιτητική μάζωξη. Εκεί γύρω στις αρχές τις δεκαετίας του 80. Εσμιξαν τα όνειρά τους ελπίζοντας πως ο χρόνος θα τους βοηθήσει να τα ζωντανέψουν. Είχαν πιστέψει τα λόγια τα μεγάλα, τους κοίμησαν οι υπνωτιστές των μπαλκονιών, τους είχαν βρει τότε και σε φάση που σχεδίαζαν τη ζωή τους. Αποκοιμήθηκαν. Ομως κανείς δεν τους είχε πει οτι για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους πρέπει να ξυπνήσουν. Οταν το κατάλαβαν ο γιος του τέλειωνε το σχολείο μαζί με τη δική τους δύναμη για ζωή. Οι εκδρομές τους, τα σχέδια τους, η επιμονή τους να έχουν το σταυρό στο χέρι φαίνεται στα μάτια τους πως είχαν ακριβό τίμημα. 
Μάζεψαν ότι κομμάτια τους μπόρεσαν και έχτισαν γύρω απο το Θωμά ένα κάστρο αγάπης.


Ο πατέρας μέσα στη θλίψη και την απογοήτευση του κάθε που βλέπει το γιό του να μελετά δεν χάνει την ευκαιρία να τον πλησιάσει, να του χαιδέψει τα μαλλιά και να του πει
«Εγώ Θωμά να ξέρεις πιστεύω σε σένα. Σα να σε βλέπω τώρα φοιτητή στο Πολυτεχνείο. Ευτυχισμένο φοιτητή!»
Η μάνα ακούγοντας αυτά τα παινεματα, ζυμωμένα με όνειρα, συνεχίζει να πλένει τα πιάτα στη κουζίνα χτυπώντας άθελα της το ένα το άλλο τόσο δυνατά που όλοι καταλαβαίνουν πως κάτι θέλει να πει και όλο το γυροφέρνει. Σίγουρα όλα τα κατσαρολικά της κουζίνας το λένε το ένα στο άλλο. Ολα το ξέρουν μα δεν γνωρίζουν πως να το πουν και το πνίγουν μέσα στη σαπουνάδα και το νερό.
«Τι πιστεύεις, μπορείς να μου πεις;» ρώτησε τον άνδρα της ένα βράδυ καθώς δεν άντεξε άλλο. «Τον βλέπεις πόσο χαλαρά έχει πάρει την υπόθεση και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το πόσο δύσκολα τα φέρνουμε βόλτα για να μπορεί εκείνος να απολαμβανει το φροντιστήριο του και τις βόλτες του, επειδή για βόλτες πρόκειται, αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμα»
Ο Θωμάς εκείνη την ώρα έλλειπε από το σπίτι. Το πεδίο ήταν ελεύτερο.  Τα στρατεύματα είχαν λάβει θέση και το μόνο που έλειπε ήταν το σύνθημα. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις το σύνθημα ήταν ένας πυροβολισμός, μια κραυγή, κάτι που θα έσκιζε στα δυο τη σιωπή και την αναμονή.
Εκείνη την ώρα σαν να άστραψε το δωμάτιο. Σα να εισέβαλλε κάποιο φως και πυρπόλησε την κάθε γωνιά. Κι ένας κρότος. Σα να άνοιξαν στα δυο θεόρατοι βράχοι που χωρίζουν τούτον τον κόσμο από τον άλλον. Ασυναίσθητα έπεσαν και οι δυο στο πάτωμα.
«Κεραυνός έπεσε εδω κοντά» ψιθύρισε ο Γιώργος στη γυναίκα του. Σα να φοβόταν να μιλήσει δυνατά, μήπως και επιστρέψει.
Οταν ξεκίνησε να βρέχει δυνατά μπήκε στο σπίτι ο Θωμάς. Ηταν η ώρα που επέστρεφε από το Φροντιστήριο. Στα μάτια του ήταν ακόμα θρονιασμένος ο φόβος.
«Είστε καλά;» φώναξε όταν τους είδε ξαπλωμένους. Ετρεξε, τους βοήθησε να σηκωθούν.
Η βροχή έξω είχε δυναμώσει για τα καλά. Τα λόγια της οικογένειας μετρημένα. Λες και κάποιος είχε βάλει ένα όριο το οποίο δεν έπρεπε να ξεπεράσουν.
«Πως πήγε το Φροντιστήριο γιε μου;» ρώτησε ο πατέρας όταν μαζεύτηκαν στην κουζίνα.
«Πως να πάει;» πετάχτηκε η μάνα. «Σκέφτονται πότε να του δώσουν και υποτροφία για την άριστη φοίτηση και απόδοση»
Ο Θωμάς κοίταξε τη μάνα του και το βλέμμα του έμεινε κολλημένο πάνω της. Σα βεντούζα. Σαν αντλία που αγωνίζεται να της αποστάσει ένα καλό λόγο. Ακίνητο. Παρακλητικό.
«Ο Θωμάς κάνει το καλύτερο που μπορεί» είπε ο πατέρας και πλησίασε το γιο του. «Έτσι δεν είναι γιε μου;» τον κοίταξε στα μάτια
Ο Θωμάς χαμήλωσε τα μάτια και είπε
«Δεν ξέρω...μάλλον δεν μπορώ...προσπαθώ και απογοητεύομαι...»
«Ολοι ξέρουμε να βρίσκουμε τις καλύτερες δικαιολογίες όταν ζοριζόμαστε» είπε η μητέρα κοιτώντας μέσα της για να διαπιστώσει την αλήθεια της πρότασης της. Για την ίδια.
Αυτο το σχόλιο έδωσε την ευκαιρία σ όλους να πάρουν λίγο χρόνο για να ακούσουν τη βροχή να τους ψιθυρίζει την αλήθεια. Για τον καθένα. Το ρολόι του τοίχου μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς, μετρούσε τα χτυπήματα από τις λέξεις και τις πληγές που μάτωναν κι ας μην φαινόταν το αίμα. Ο πόνος είναι ίδιος.
«Μη νομίζετε οτι τεμπελιάζω» διέκοψε ο Θωμάς. «Ας με βλέπετε έτσι. Σκέφτομαι. Σχεδιάζω.»
Ο πατέρας στράφηκε αμέσως στη μάνα που ήταν έτοιμη να ανοίξει το στόμα της, να πει κάτι και με το βλέμμα του την σταμάτησε.
«Ολα τα μεγάλα έργα έτσι ξεκινούν γιε μου» του είπε «με τη σκέψη, με το σχεδιασμό. Τίποτα δεν χτίστηκε τυχαία. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνεις. Θα δεις που θα σε βγάλει σε μεγαλεία.»
Ο Θωμάς χαμογέλασε με το σχόλιο του πατέρα. Ξαναέσκυψε το κεφάλι του.
Τα φρύδια του έσμιξαν, το πρόσωπο του συσπάστηκε. Εσφιξε τα μάτια του σα να προσπαθούσε να βρει δύναμη να διώξει κάτι, να θυμηθεί κάτι.
«Θέλω να σου πω κατι μπαμπά» ξεκίνησε
Ο πατέρας χαμογελώντας περίμενε με λαχτάρα την άποψη του γιου του.
«Εδώ και δυο χρόνια στο σχολείο είμαι στο τσακ να τα παρατήσω η να συνεχίσω. Εχω βρεθεί πολλές φορές πολύ κοντά στην απόφαση οτι οι σπουδές δεν είναι για μένα. Δεν το έχω ρε παιδί μου, πως να σου το πω. Πήγαινα να διαβάσω με όλη την καλή διάθεση όμως ο νους μου έφευγε και δεν μπορούσα να τον μαζέψω. Ξαναπροσπαθούσα. Πάλι τα ίδια. Στο σχολείο για να μπορέσω να κρατηθώ στη τάξη και να μη γίνω ο ρεζίλης της παρέας, το γύρισα και έκανα φασαρία. Να μην ασχολούνται με την χαμηλή μου απόδοση αλλά με τις αηδίες που έκανα.»
« Και γιατί δεν μας είπες τίποτα;» ρώτησε αυστηρά η μάνα μην μπορώντας εύκολα να δεχθεί του παιδιού της την αδυναμία όπως την φαντάστηκε.
«Επειδή φοβόμουν οτι θα με υποτιμήσεις ακόμα πιο πολύ» της είπε δίχως να έχει τη δύναμη να την κοιτάξει στα μάτια.
«Για τον πατέρα κρατήθηκα» είπε και αναταπόδωσε το χαμόγελο που είχε ξεμείνει στα χείλη του μπαμπά του. «Επειδή εκείνος κάθε φορά που με έβλεπε είχε ένα καλό λόγο να πει, όχι να με κρίνει μα να με δεχθεί και να με τραβήξει από τον βάλτο μου»
Η νύχτα είναι εγκατασταθεί για τα καλά στη πόλη. Παραλίγο και στο σπίτι τους. Κάπου μακρυά κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό. Ο τρελός χορός της βροχής ήταν στο αποκορύφωμά του.
Ο Θωμάς νόμισε οτι θα μεταφερθεί η καταιγίδα μέσα στο σπίτι τους και σα να μαζεύτηκε στην πολυθρόνα του. Για να προστατευτεί. Με την κόγχη του ματιού του κοίταζε τη μάνα και περίμενε πότε θα ξεσπούσε αυτό το μαύρο σύννεφο που σχηματιζόταν μέσα της.
«Ακου γιε μου» είπε ο πατέρας. «Σε τούτο το σπιτικό να ξέρεις οτι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί γονεις. Ο καθένας μας το μόνο που θέλει είναι να σε δει ευτυχισμένο. Εντάξει; Μόνο που δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν μάθαμε να βγάζουμε προς τα έξω τον αληθινό μας εαυτό. Κανένας μας δεν φταίει γι αυτό. Ισως η ευθύνη μας να είναι στο οτι δεν το παλέψαμε. Η μάνα σου κι εγώ, ο καθένας με τον τρόπο του λέει το ίδιο πράγμα. Νοιάζεται για το ίδιο πράγμα. Την δική σου ευτυχία»
«Κι αν δεν είναι στο σχολείο η ευτυχία μου;» ρώτησε ο Θωμάς δίχως να πάρει τα μάτια του από τη μάνα. Αγωνιούσε τόσο πολύ να πάρει την ευχή της.
«Μα ποιος είπε οτι μένει εκεί;» ξανα απάντησε ο πατέρας διώχνοντας την προσοχή του γιου από τη σιωπή της μάνας. «Η ευτυχία δεν έχει σπίτι. Είναι άστεγη. Γυρνάει εδώ κι εκεί. Μας γνωρίζει όλους. Εμεις όμως δεν την ξέρουμε. Μόλις βρει κάποιον που την αναγνωρίζει τότε του δίνει όλα της τα καλούδια. Κατάλαβες;»
«Ναι..» είπε εκείνος
«Εγώ πιστεύω σε σένα γιε μου. Κι η μάνα σου το ίδιο. Μόνο που χρειάζεται να βρεις μόνος σου το κλειδί που θα ξεκλειδώσει το ενδιαφέρον σου. Ακόμα το γυρεύεις. Έχε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, τις κεραίες σου τεντωμένες και είμαι σίγουρος οτι πολύ σύντομα η φλόγα σου θα ανάψει πελώρια. Δεν σου λείπει το παραμικρό.»
Ο Θωμάς πήρε βαθιά ανάσα για να αναστενάξει. Τα λόγια που πατέρα πάντα ήξεραν τον δρόμο για να βρουν εκείνες τις γωνιές στη καρδιά που δύσκολα μπαίνει το φως. Εκείνος ήξερε το δρόμο και φωταγωγούσε το μέσα του. Σαν τις αστραπές.
Έκλεισε τα μάτια του. Σαν τ άνοιξε βρισκόταν στον παράδεισο. Η όπως αλλιώς τη λένε την αγκαλιά της μάνας.
Ο Θωμάς σήμερα είναι ένας επιτυχημένος...δεν έχει σημασία. Είναι ένας άνθρωπος που έχει πετύχει να βρίσκει αυτό που του δίνει χαρά και το κυριότερα να την μοιράζεται με εκείνους που προσπαθούν να κάνουν το ίδιο.