Saturday, September 8, 2012

Θωμάς

Είναι μέρες που οι στιγμές μέσα στο σπίτι μοιάζουν τόσο πολύ με τις σταγόνες τις βροχής που χορεύουν πάνω στα τζάμια. Στην αρχή αραιά και που, μία κάθε λεπτό, ύστερα δυο, τέσσερις μέχρι που ο τρελός χορός να πάρει φωτιά.
Κάθε φορά που βρέχει λες και κάποια μαγικό ξόρκι μέσα στο σπίτι ξυπνά και χώνεται ανάμεσα στο ζευγάρι, στα παιδιά. Ανακατεύει συναισθήματα, μπερδεύει λόγια και όπως λένε χορεύει το άλογο του πάνω στων ανθρώπων τα κρυμμένα μυστικά. Μούσκεμα ο δρόμος, ρυάκια στα ακροδρόμια, δάκρυα στο σπίτι.
Η ανεργία, άλλο σαράκι τούτο, ροκάνισε και τις τελευταίες ελπίδες για ζωή. Γέμισε τρύπες ο αέρας, τρύπωσε το δηλητήριο και σκότωσε το οξυγόνο, την ανάσα, τις φωνές. Τώρα τις περισσότερες φορές μέσα στο σπίτι ακούγεται η σιωπή.
Ο πατέρας πηγαινοέρχεται σαν κάποιος αναστεναγμός. Η μάνα έχει αναλάβει το βάρος να φέρνει εκείνη στο σπίτι χρήματα για τα απαραίτητα. Οπως είναι τα χρειαζούμενα για την εκπαίδευση του Θωμά.
Στην Β Λυκείου εκείνος παλεύει με τα μαθηματικά, τις  φυσικές και τα όλα τα ξαδέρφια τους. Δεν είναι ο άριστος μαθητής. Ωστόσο δεν είναι ούτε ο αδιάφορος. Εχει την εικόνα ενός παιδιου που αγωνίζεται χωρίς ωστόσο να υποφέρει.
«Ποιος ο λόγος;» θα σου πει όταν τον ρωτήσεις γιατί δεν ξοδεύει πιο πολύ ώρα στο διάβασμα. «Ενας άνεργος παραπάνω, ενας παρακάτω δεν θα κάνει τη διαφορά»
Από κοντά, από μακριά οι γονείς του παρακολοθούν την διαδρομή του. Στοχάζονται και ανησυχούν. Γυρεύουν το χρυσάφι στις τομές, εκεί που θα συναντηθούν για να κουβεντιάσουν για όσα γίνονται. Οι χρυσές όμως τομές είναι τόσο σπάνιες όσο και η κατασταλαγμένη άποψη για ό,τι γίνεται.
Τις ώρες που ο Θωμάς είναι στο φροντιστήριο οι δυο τους συνοδεύουν τις έγνοιες τους με τον καφέ και τον κοντό ορίζοντα που φτάνει μέχρι την απέναντι πολυκατοικία. Γουλιά και εμπόδιο, γουλιά και χάδι στην πλάτη.
O Γιώργος και η Σοφία πρωτοσυναντήθηκαν σε κάποια φοιτητική μάζωξη. Εκεί γύρω στις αρχές τις δεκαετίας του 80. Εσμιξαν τα όνειρά τους ελπίζοντας πως ο χρόνος θα τους βοηθήσει να τα ζωντανέψουν. Είχαν πιστέψει τα λόγια τα μεγάλα, τους κοίμησαν οι υπνωτιστές των μπαλκονιών, τους είχαν βρει τότε και σε φάση που σχεδίαζαν τη ζωή τους. Αποκοιμήθηκαν. Ομως κανείς δεν τους είχε πει οτι για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους πρέπει να ξυπνήσουν. Οταν το κατάλαβαν ο γιος του τέλειωνε το σχολείο μαζί με τη δική τους δύναμη για ζωή. Οι εκδρομές τους, τα σχέδια τους, η επιμονή τους να έχουν το σταυρό στο χέρι φαίνεται στα μάτια τους πως είχαν ακριβό τίμημα. 
Μάζεψαν ότι κομμάτια τους μπόρεσαν και έχτισαν γύρω απο το Θωμά ένα κάστρο αγάπης.


Ο πατέρας μέσα στη θλίψη και την απογοήτευση του κάθε που βλέπει το γιό του να μελετά δεν χάνει την ευκαιρία να τον πλησιάσει, να του χαιδέψει τα μαλλιά και να του πει
«Εγώ Θωμά να ξέρεις πιστεύω σε σένα. Σα να σε βλέπω τώρα φοιτητή στο Πολυτεχνείο. Ευτυχισμένο φοιτητή!»
Η μάνα ακούγοντας αυτά τα παινεματα, ζυμωμένα με όνειρα, συνεχίζει να πλένει τα πιάτα στη κουζίνα χτυπώντας άθελα της το ένα το άλλο τόσο δυνατά που όλοι καταλαβαίνουν πως κάτι θέλει να πει και όλο το γυροφέρνει. Σίγουρα όλα τα κατσαρολικά της κουζίνας το λένε το ένα στο άλλο. Ολα το ξέρουν μα δεν γνωρίζουν πως να το πουν και το πνίγουν μέσα στη σαπουνάδα και το νερό.
«Τι πιστεύεις, μπορείς να μου πεις;» ρώτησε τον άνδρα της ένα βράδυ καθώς δεν άντεξε άλλο. «Τον βλέπεις πόσο χαλαρά έχει πάρει την υπόθεση και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το πόσο δύσκολα τα φέρνουμε βόλτα για να μπορεί εκείνος να απολαμβανει το φροντιστήριο του και τις βόλτες του, επειδή για βόλτες πρόκειται, αν δεν το έχεις καταλάβει ακόμα»
Ο Θωμάς εκείνη την ώρα έλλειπε από το σπίτι. Το πεδίο ήταν ελεύτερο.  Τα στρατεύματα είχαν λάβει θέση και το μόνο που έλειπε ήταν το σύνθημα. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις το σύνθημα ήταν ένας πυροβολισμός, μια κραυγή, κάτι που θα έσκιζε στα δυο τη σιωπή και την αναμονή.
Εκείνη την ώρα σαν να άστραψε το δωμάτιο. Σα να εισέβαλλε κάποιο φως και πυρπόλησε την κάθε γωνιά. Κι ένας κρότος. Σα να άνοιξαν στα δυο θεόρατοι βράχοι που χωρίζουν τούτον τον κόσμο από τον άλλον. Ασυναίσθητα έπεσαν και οι δυο στο πάτωμα.
«Κεραυνός έπεσε εδω κοντά» ψιθύρισε ο Γιώργος στη γυναίκα του. Σα να φοβόταν να μιλήσει δυνατά, μήπως και επιστρέψει.
Οταν ξεκίνησε να βρέχει δυνατά μπήκε στο σπίτι ο Θωμάς. Ηταν η ώρα που επέστρεφε από το Φροντιστήριο. Στα μάτια του ήταν ακόμα θρονιασμένος ο φόβος.
«Είστε καλά;» φώναξε όταν τους είδε ξαπλωμένους. Ετρεξε, τους βοήθησε να σηκωθούν.
Η βροχή έξω είχε δυναμώσει για τα καλά. Τα λόγια της οικογένειας μετρημένα. Λες και κάποιος είχε βάλει ένα όριο το οποίο δεν έπρεπε να ξεπεράσουν.
«Πως πήγε το Φροντιστήριο γιε μου;» ρώτησε ο πατέρας όταν μαζεύτηκαν στην κουζίνα.
«Πως να πάει;» πετάχτηκε η μάνα. «Σκέφτονται πότε να του δώσουν και υποτροφία για την άριστη φοίτηση και απόδοση»
Ο Θωμάς κοίταξε τη μάνα του και το βλέμμα του έμεινε κολλημένο πάνω της. Σα βεντούζα. Σαν αντλία που αγωνίζεται να της αποστάσει ένα καλό λόγο. Ακίνητο. Παρακλητικό.
«Ο Θωμάς κάνει το καλύτερο που μπορεί» είπε ο πατέρας και πλησίασε το γιο του. «Έτσι δεν είναι γιε μου;» τον κοίταξε στα μάτια
Ο Θωμάς χαμήλωσε τα μάτια και είπε
«Δεν ξέρω...μάλλον δεν μπορώ...προσπαθώ και απογοητεύομαι...»
«Ολοι ξέρουμε να βρίσκουμε τις καλύτερες δικαιολογίες όταν ζοριζόμαστε» είπε η μητέρα κοιτώντας μέσα της για να διαπιστώσει την αλήθεια της πρότασης της. Για την ίδια.
Αυτο το σχόλιο έδωσε την ευκαιρία σ όλους να πάρουν λίγο χρόνο για να ακούσουν τη βροχή να τους ψιθυρίζει την αλήθεια. Για τον καθένα. Το ρολόι του τοίχου μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς, μετρούσε τα χτυπήματα από τις λέξεις και τις πληγές που μάτωναν κι ας μην φαινόταν το αίμα. Ο πόνος είναι ίδιος.
«Μη νομίζετε οτι τεμπελιάζω» διέκοψε ο Θωμάς. «Ας με βλέπετε έτσι. Σκέφτομαι. Σχεδιάζω.»
Ο πατέρας στράφηκε αμέσως στη μάνα που ήταν έτοιμη να ανοίξει το στόμα της, να πει κάτι και με το βλέμμα του την σταμάτησε.
«Ολα τα μεγάλα έργα έτσι ξεκινούν γιε μου» του είπε «με τη σκέψη, με το σχεδιασμό. Τίποτα δεν χτίστηκε τυχαία. Είναι πολύ σημαντικό αυτό που κάνεις. Θα δεις που θα σε βγάλει σε μεγαλεία.»
Ο Θωμάς χαμογέλασε με το σχόλιο του πατέρα. Ξαναέσκυψε το κεφάλι του.
Τα φρύδια του έσμιξαν, το πρόσωπο του συσπάστηκε. Εσφιξε τα μάτια του σα να προσπαθούσε να βρει δύναμη να διώξει κάτι, να θυμηθεί κάτι.
«Θέλω να σου πω κατι μπαμπά» ξεκίνησε
Ο πατέρας χαμογελώντας περίμενε με λαχτάρα την άποψη του γιου του.
«Εδώ και δυο χρόνια στο σχολείο είμαι στο τσακ να τα παρατήσω η να συνεχίσω. Εχω βρεθεί πολλές φορές πολύ κοντά στην απόφαση οτι οι σπουδές δεν είναι για μένα. Δεν το έχω ρε παιδί μου, πως να σου το πω. Πήγαινα να διαβάσω με όλη την καλή διάθεση όμως ο νους μου έφευγε και δεν μπορούσα να τον μαζέψω. Ξαναπροσπαθούσα. Πάλι τα ίδια. Στο σχολείο για να μπορέσω να κρατηθώ στη τάξη και να μη γίνω ο ρεζίλης της παρέας, το γύρισα και έκανα φασαρία. Να μην ασχολούνται με την χαμηλή μου απόδοση αλλά με τις αηδίες που έκανα.»
« Και γιατί δεν μας είπες τίποτα;» ρώτησε αυστηρά η μάνα μην μπορώντας εύκολα να δεχθεί του παιδιού της την αδυναμία όπως την φαντάστηκε.
«Επειδή φοβόμουν οτι θα με υποτιμήσεις ακόμα πιο πολύ» της είπε δίχως να έχει τη δύναμη να την κοιτάξει στα μάτια.
«Για τον πατέρα κρατήθηκα» είπε και αναταπόδωσε το χαμόγελο που είχε ξεμείνει στα χείλη του μπαμπά του. «Επειδή εκείνος κάθε φορά που με έβλεπε είχε ένα καλό λόγο να πει, όχι να με κρίνει μα να με δεχθεί και να με τραβήξει από τον βάλτο μου»
Η νύχτα είναι εγκατασταθεί για τα καλά στη πόλη. Παραλίγο και στο σπίτι τους. Κάπου μακρυά κεραυνοί αυλάκωναν τον ουρανό. Ο τρελός χορός της βροχής ήταν στο αποκορύφωμά του.
Ο Θωμάς νόμισε οτι θα μεταφερθεί η καταιγίδα μέσα στο σπίτι τους και σα να μαζεύτηκε στην πολυθρόνα του. Για να προστατευτεί. Με την κόγχη του ματιού του κοίταζε τη μάνα και περίμενε πότε θα ξεσπούσε αυτό το μαύρο σύννεφο που σχηματιζόταν μέσα της.
«Ακου γιε μου» είπε ο πατέρας. «Σε τούτο το σπιτικό να ξέρεις οτι δεν υπάρχουν καλοί και κακοί γονεις. Ο καθένας μας το μόνο που θέλει είναι να σε δει ευτυχισμένο. Εντάξει; Μόνο που δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Δεν μάθαμε να βγάζουμε προς τα έξω τον αληθινό μας εαυτό. Κανένας μας δεν φταίει γι αυτό. Ισως η ευθύνη μας να είναι στο οτι δεν το παλέψαμε. Η μάνα σου κι εγώ, ο καθένας με τον τρόπο του λέει το ίδιο πράγμα. Νοιάζεται για το ίδιο πράγμα. Την δική σου ευτυχία»
«Κι αν δεν είναι στο σχολείο η ευτυχία μου;» ρώτησε ο Θωμάς δίχως να πάρει τα μάτια του από τη μάνα. Αγωνιούσε τόσο πολύ να πάρει την ευχή της.
«Μα ποιος είπε οτι μένει εκεί;» ξανα απάντησε ο πατέρας διώχνοντας την προσοχή του γιου από τη σιωπή της μάνας. «Η ευτυχία δεν έχει σπίτι. Είναι άστεγη. Γυρνάει εδώ κι εκεί. Μας γνωρίζει όλους. Εμεις όμως δεν την ξέρουμε. Μόλις βρει κάποιον που την αναγνωρίζει τότε του δίνει όλα της τα καλούδια. Κατάλαβες;»
«Ναι..» είπε εκείνος
«Εγώ πιστεύω σε σένα γιε μου. Κι η μάνα σου το ίδιο. Μόνο που χρειάζεται να βρεις μόνος σου το κλειδί που θα ξεκλειδώσει το ενδιαφέρον σου. Ακόμα το γυρεύεις. Έχε εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, τις κεραίες σου τεντωμένες και είμαι σίγουρος οτι πολύ σύντομα η φλόγα σου θα ανάψει πελώρια. Δεν σου λείπει το παραμικρό.»
Ο Θωμάς πήρε βαθιά ανάσα για να αναστενάξει. Τα λόγια που πατέρα πάντα ήξεραν τον δρόμο για να βρουν εκείνες τις γωνιές στη καρδιά που δύσκολα μπαίνει το φως. Εκείνος ήξερε το δρόμο και φωταγωγούσε το μέσα του. Σαν τις αστραπές.
Έκλεισε τα μάτια του. Σαν τ άνοιξε βρισκόταν στον παράδεισο. Η όπως αλλιώς τη λένε την αγκαλιά της μάνας.
Ο Θωμάς σήμερα είναι ένας επιτυχημένος...δεν έχει σημασία. Είναι ένας άνθρωπος που έχει πετύχει να βρίσκει αυτό που του δίνει χαρά και το κυριότερα να την μοιράζεται με εκείνους που προσπαθούν να κάνουν το ίδιο.

1 comment:

  1. Δημήτρη, αν όχι το ωραιότερό σου, από τα ωραιότερα... τοπ 5!
    Για να μεγαλώσεις ένα παιδί πρέπει να έχεις τρόπους πως να του μεταδώσεις τη ζωή...και σε όλα τα σπιτικά,δυστυχώς είναι η αλήθεια, πολλές φορές είναι οι γονείς που φταίνε στην ανατροφή ενός παιδιού, αν και οι δύο έναν σκοπό έχουν...το καλό του παιδιού τους!
    Γι' αυτό το λόγο ο ένας γονιός πρέπει να συμπληρώνει τον άλλο και να μη βάζει φυτιλιές, όπως στο παράδειγμά σου με τον στωικό χαρακτήρα του "Πατέρα".

    ReplyDelete