Tuesday, February 28, 2012

Γέννηση

Στην κοιλιά της εγκύου δύο έμβρυα συζητούν. Το ένα είναι σκεπτικιστής, το άλλο, γεμάτο εμπιστοσύνη και πίστη.
Tο γεμάτο αμφιβολίες έμβρυο ρωτάει: "Και πιστεύεις πραγματικά σε μια ζωή μετά τη γέννηση;"
Το έμβρυο που πιστεύει, απαντά: "Ασφαλώς, ναι. Για μένα είναι απόλυτα βέβαιο ότι υπάρχει ζωή μετά τη γέννησή μου. Η ζωή εδώ, είναι μόνο για να μας μεγαλώνει, ώστε να μπορούμε να προετοιμαζόμαστε για τη ζωή μετά τη γέννησή μας, έτσι ώστε να είμαστε αρκετά δυνατά για ό,τι μας περιμένει μετά."
Ο μικρός σκεπτικιστής έχει εκνευριστεί: "Αυτό είναι αρκετά ανόητο. Δεν υπάρχει ζωή μετά τη γέννηση. Πώς θα έμοιαζε μια τέτοια ζωή, ούτως ή άλλως;"
Ο μικρός πιστός όμως, υποστηρίζει: "Δε γνωρίζω. Αλλά σίγουρα θα έχει πολύ περισσότερο φως από εδώ. Και ίσως να στεκόμαστε στα πόδια μας και να τρώμε με το στόμα μας!"
Το γεμάτο αμφιβολίες έμβρυο ξεσπάει: "Ένα μάτσο ανοησίες! Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως το περπάτημα. Και φαγητό με το στόμα είναι πραγματικά μια εντελώς γελοία ιδέα - έχουμε τον ομφάλιο λώρο, που μας τροφοδοτεί αρκετά καλά, ήδη! Αυτό από μόνο του μας δείχνει ότι η ζωή μετά τη γέννηση είναι αδύνατη: ο ομφάλιος λώρος είναι πολύ κοντός!"
Ο μικρός πιστός παραμένει ακλόνητος: "Είναι δυνατή. Απλά μπορεί να είναι λίγο διαφορετική από ό,τι είμαστε εδώ."
Ο μικρός σκεπτικιστής σιγά-σιγά χάνει την υπομονή του μπροστά σε τόση χαζομάρα: "Κανείς, και εννοώ ποτέ κανείς, δεν ήρθε πίσω μετά τη γέννηση! Η γέννηση είναι απλά το τέλος της Ζωής. Τελεία και παύλα. Και κάτι ακόμα για σένα και τα τρελά όνειρά σου: Η ζωή είναι μία μεγάλη σκοτούρα μέσα στο σκοτάδι, αυτό είναι!"
Ο μικρός πιστός δεν το αφήνει έτσι: "Το παραδέχομαι ότι δεν γνωρίζω πώς ακριβώς είναι η ζωή μετά τη γέννηση. Αλλά σε κάθε περίπτωση εμείς θα δούμε τελικά τη μητέρα μας και αυτή θα μας φροντίσει."
Ο σκεπτικιστής γούρλωσε τα μάτια του: "Μητέρα! Πιστεύεις στη μητέρα; Είναι γελοίο! Με συγχωρείς, αλλά πού είναι αυτή; Πολύ θα ήθελα να ξέρω!"
Ο μικρός πιστός κάνει μια χειρονομία με το χέρι: "Αυτή είναι εδώ! Παντού γύρω μας. Ζούμε μέσα σ' αυτήν, και μέσω αυτής. Χωρίς τη μητέρα εμείς δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρχουμε!"
Ο μικρός σκεπτικιστής δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί: "Αυτό φτάνει πραγματικά το αποκορύφωμα της ανοησίας. Δεν μπορώ να δω πουθενά τη μητέρα σου. Ούτε ένα κομμάτι της - είναι αρκετά προφανές - διότι απλά-δεν-υπάρχει!"
Το μικρό, που πιστεύει, κουνάει το κεφάλι του και κλείνει τα μάτια: "Μερικές φορές, όταν είμαστε πολύ ήσυχα, την ακούω να τραγουδά. Ή να χαϊδεύει τον κόσμο μας. Νιώθω και έχω την αίσθηση και πιστεύω, ότι η γέννηση είναι ένα μεγάλο καινούργιο ξεκίνημα!"

Monday, February 27, 2012

Καθαρμοί

Από τα μαγειρέματα των Απόκρεω καθαρίζουμε τα σκεύη μας. Αυτό κάνουμε σήμερα. Γι' αυτό την λέμε Καθαρά Δευτέρα.
Όμως δεν έχουμε σκεύη με φαγητά από τις Απόκριες. Εδώ κινδυνεύουμε να μην έχουμε καθόλου φαγητά. Τουλάχιστον εδώ στην πόλη. Πολιτευόμαστε με ίχνη και προσδοκία.
Η Παράδοση προτρέπει ωστόσο σήμερα να κάνουμε την λάτρα μας. Σαν τις λάτρες των Καθαρμών, εκείνα τα παλιά χρόνια.
Το θυμάσαι οτι η λέξη "Καθαρμοί" προέρχεται από το ρήμα "καθαίρω", από το οποίο και οι λέξεις καθαρός, ακόμα και η λέξη κάθαρμα, που θα πει σκουπίδι... με το κάθε σημειολογικό του παρελκόμενο
Ας είναι.
Τι να καθαρίσουμε λοιπόν; Τι να πετάξουμε ως σκουπίδια;
Θαρρώ πως είναι ερώτηση που έχει τη δύναμη να καθαίρει...
Τι βαραίνει τον καθένα και θα ήθελε να το πετάξει σαν τον χαρταετό ψηλά... μα πολύ ψηλά....;


Sunday, February 26, 2012

Ο Θανάσης και ο Γιώργος

Σήμερα θα σου διηγηθώ την ιστορία των δυο ανθρώπων. Κουρασμένοι και άρρωστοι βρέθηκαν στο ίδιο θάλαμο ενός νοσοκομείου.
Ο Θανάσης μπορούσε να είναι καθιστός για μία ώρα τη μέρα στο κρεβάτι του ώστε να διαλύονται τα υγρά που είχε στα πνευμόνια του. Το κρεβάτι του ήταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του θαλάμου. Ο Γιώργος όμως ήταν συνέχεια ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Ακούνητος.
Οι δυο τους κουβέντιαζαν για πολλές ώρες. Μιλούσαν για τις οικογένειες τους, τις δουλειές τους, για το στρατιωτικό, για τις διακοπές τους. Καθε απόγευμα που ερχόταν η ώρα για τον Θανάση να καθίσει στο κρεβάτι του περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια στον Γιώργο όσα έβλεπε έξω από το παράθυρο.
Εκείνος περίμενε πως και πως την ώρα που ο φίλος του θα ανακάθιζε και θα ξεκινούσε να του διηγείται όσα έβλεπε.
"Βλέπω το καταπράσινο πάρκο με την υπέροχη λίμμη" είπε ο Θανάσης. "Οι πάπιες και οι κύκνοι παίζουν στο νερό με τα μικρά παιδιά. Μερικά μάλιστα έχουν φτιάξει πολύχρωμες βαρκούλες και τις έβαλαν στη λίμνη. Ερωτευμένα ζευγάρια αγκαλιασμένα περπατούν ανάμεσα στα δένδρα σιγοψυθιρίζοντας. Προσφέρουν λουλούδια ο ένας στον άλλον καθώς ο καταγάλανος ουρανός τα έχει όλα στην τεράστια αγκαλιά του"
Ο Γιώργος αχόρταγα άκουγε το Θανάση να του περιγράφει όσα έβλεπε. Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του καθώς μέσα στο μυαλό του ζούσε την παραμικρή λεπτομέρεια και έβλεπε και τον εαυτό του να περιδιαβαίνει το πάρκο με το αγαπημένο του ποδήλατο.
Ενα απόγευμα ο Θανάσης περιέγραψε μια παρέλαση με την μπάντα του δήμου. Παρόλο που ο Γιώργος δεν άκουγε τη μουσική ο Θανάσης του την περιέγραφε τόσο ζωντανά που ήταν σαν να άκουγε ο Γιώργος το κάθε τι.
Ξαφνικά μια σκέψη τρύπωσε στο μυαλό του Γιώργου. Γιατί ο Θανάσης είχε αυτό το πλεονέκτημα να βλέπει και να απολαμβάνει τη ζωή ενώ εκείνος ήταν υποχρεωμένος να είναι ακίνητος στο κρεβάτι του και να εξαρτάται από το Θανάση;
Δεν μπορούσε να ησυχάσει. Έπρεπε να είναι εκείνος στη θέση του Θανάση. Αυτή η σκέψη τον είχε κυριέψει.
Αργά το βράδυ καθώς κοιτούσε το ταβάνι, μη μπορώντας να απελευθερωθεί από τη σκέψη αυτή άκουγε το Θανάση να έχει πνιγεί από τα υγρά στα πνευμόνια του. Τον έβλεπε που προσπαθούσε απεγνωσμένα να πατήσει το κουμπί για να έρθει βοήθεια. Κανένας δεν άκουγε από τον διάδρομο. Δεν μπήκε στο κόπο να πατήσει το δικό του κουμπί. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά όλα είχαν τελειώσει. Ο βήχας, το πνίξιμο, η ανάσα. Τώρα υπήρχε μόνο νεκρική σιγή.
Το επόμενο πρωι μπήκε η νοσοκόμα για το πρωινό μπάνιο τους. Οταν είδε οτι οτι ο Θανάσης είχε πεθάνει φώναξε βοήθεια για να τον πάρουν από το δωμάτιο. Ο Γιώργος περίμενε τη κατάλληλη στιγμή και ζήτησε να τον μεταφέρουν δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα με χαρά πραγματοποίησε την επιθυμία του.
Αργά, με πολύ κόπο ο Γιώργος ανασηκώθηκε στους αγκώνες του. Επιτέλους ήρθε η ώρα να βλέπει εκείνος έξω από το παράθυρο. Να μην εξαρτάται από κανέναν. Εβαλε λίγη δύναμη ακόμα. Εφτασε στο περβάζι για να διαπιστώσει οτι έξω από το παράθυρο ήταν μόνο ένας τεράστιος τοίχος.

Wednesday, February 22, 2012

Ο Γιάννης

Το διηγείται με τη πρώτη ευκαιρία σε όσους το χρειάζονται.
Ηταν η πρωτη μέρα του σχολικού έτους. Στάθηκα λίγη ώρα αμήχανα μπροστά στα παιδιά, τους μαθητές μου. Ξεκίνησα να λέω όλα εκείνα τα φανταχτερά λόγια, πως τα αγαπούσα πολύ και ήθελα το καλό τους, πως βλέπω το καθένα ξεχωριστά και το ίδιο. Ομως ήξερα οτι αυτό ήταν αδύνατο επειδή εκεί στην μπροστινή σειρά χωμένος στο θρανίο του ήταν ένας μαθητής που τον έλεγαν Γιάννη Αθανασίου.
Θυμήθηκα τον μαθητή αυτόν από τη περσινή χρονιά ότι δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά, ότι τα ρούχα ήταν κουρελιασμένα, οτι ήταν βρώμικος και μύριζε πολύ. Εκτός όμως από αυτά ο Γιάννης μπορούσε να γίνει γρήγορα πολύ δυσάρεστος. Θα ήθηλα πάρα πολύ να παίρνω τα διαγωνίσματα του και με έναν κόκκινο μαρκαδόρο να διαγράφω όλα όσα είχε γράψει και να βάζω ένα πελώριο μηδενικό στο τέλος που θα ήταν όλο δικό του.
Σ αυτό το σχολείο ήταν υποχρεωτικό για όλους τους καθηγητές να γράψουν για το κάθε παιδί μια αναφορά. Ετσι μια μέρα μάζεψε για όλα τα παιδιά ό,τι είχε γραφτεί.Με τον Γιάννη αποφάσισε να ασχοληθεί στο τέλος.
Ο καθηγητές της πρώτης Γυμνασίου έγραψαν :" Ο Γιάννης είναι ένα υπέροχο παιδί με ένα θαυμάσιο χιούμορ. Κάνει τις εργασίες του με επιμέλεια, έχει καλούς τρόπους...είναι χαρά να τον έχεις κοντά σου"
Οι καθηγητές της δευτέρας Γυμνασίου έγραψαν "Ο Γιάννης είναι ένας άριστος μαθητής, χαίρει της εκτίμησης των συμμαθητών του αλλά αισθάνεται άσχημα επειδή η μητέρα του έχει μια σοβαρή αρρώστια και η ζωή στο σπίτι πρέπει να είναι πολύ δύσκολη"
Οι καθηγητές της τρίτης έγραψαν "Ο θάνατος της μητέρας του ήταν σκληρός γι αυτόν. Προσπαθεί για το καλύτερο. Ο πατέρας του δεν του δίνει σημασία και η ζωή στο σπίτι θα τον επηρεάσει άσχημα. Τελευταία έχει αποτραβηχθεί στον εαυτό του και δεν δείχνει ενδιαφέρον για το σχολείο. Δεν έχει πολλούς φίλους και πολλές φορές κοιμάται στη τάξη"
Κάπου εδώ είχα ντραπεί. Τα Χριστούγεννα που μου έφεραν τα παιδιά δώρα με πολύχρωμες κορδέλλες ενώ ο Γιάννης το είχε βάλει σε μια χάρτινη σακούλα του μανάβη ένιωσα πολύ ασχημα. Ωστόσο το άνοιξα μέσα στη τάξη. Μερικοί άρχισαν να γελούν όταν είδαν το παλιό βραχιόλι από το οποίο μάλιστα έλλειπαν μερικές πέτρες, καθώς και ένα μπουκάλι με λίγο άρωμα μέσα. Οταν όμως είπα πόσο μου άρεσε το βραχιόλι η τάξη ξύνησε τα μούτρα της. Το φόρεσα και έβαλα λίγο άρωμα στο καρπό μου. Μετά το τέλος της ώρας με πλησίασε ο Γιάννης και μου είπε "Κυρία σήμερα μυρίζατε ακριβώς σαν τη μαμά μου"
Οταν έφυγαν τα παιδιά ξέσπασα σε κλάματα για τουλάχιστον μια ώρα. Την ίδια μέρα ζήτησα να έχω μερικές ώρες ενισχυτικής διδασκαλίας και ασχολήθηκα πιο πολύ με το Γιάννη. Τον Μάιο είχε γίνει ένα από τα πιο έξυπνα παιδιά  της τάξης. Παρόλο το ψέμα μου οτι θα αγαπούσα όλα τα παιδιά το ίδιο ο Γιάννης είχε γίνει ο αγαπημένος μου. Ωστόσο πήρε μεταγραφή για άλλο σχολείο
Την επόμενη χρονιά βρήκα ένα σημείωμα κάτω από τη πόρτα μου που έλεγε οτι ήμουν η καλύτερη δασκάλα του κόσμου.
Εξι χρόνια αργότερα πήρα άλλο ένα σημείωμα από το Γιάννη. Ελεγε οτι προοδεύει στις σπουδές του και ότι ποτέ δεν την είχε ξεχάσει.
Τα γράμματα συνέχιζαν να έρχονται κατα διαστήματα. Μάθαινα για την πρόοδο του, για τα μεταπτυχιακά του. Στο τελευταίο του μου έγραφε οτι ο πατέρας του πέθανε. Οτι συνάντησε ένα υπέροχο κορίτσι το οποίο θέλει να παντρεφτει και με ρώτησε αν ήθελα να τον συνοδεύσω στην εκκλησία στην θέση της μητέρας του.
Δέχθηκα με μεγάλη συγκίνηση. Εκείνη τη μέρα φορούσα το βραχιόλι με τις χαμένες πέτρες και το άρωμα που φορούσε η μητέρα του τα τελευταία Χριστούγεννα που είχαν περάσει μαζί.
Αγκαλιαστήκαμε. Ο γιατρός πια κύριος Αθανασίου μου ψιθύρισε στο αυτί
"Σας ευχαριστώ που με πιστέψατε. Σας ευχαριστώ που με κάνατε να αισθάνομαι σημαντικός και που μου δείξατε πως να κάνω την διαφορά"
Με δάκρυα στα μάτια του απάντησα
"Γιάννη τα λες λάθος. Εσύ μου δίδαξες πως να κάνω τη διαφορά. Δεν ήξερα πως να διδάσκω μέχρι που σε γνώρισα"

Sunday, February 19, 2012

Βήματα

Βήμα 1ο.
Περπατώ στο δρόμο.
Υπάρχει μια βαθιά τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Πέφτω μέσα.
Χάνομαι στο σκοτάδι. Αβοήθητος.
Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο.
Δεν βγαίνω ποτέ από εκεί μέσα.


Βήμα 2ο
Περπατώ στο δρόμο.
Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Κάνω πως δεν την βλέπω.
Πέφτω μέσα.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είμαι πάλι εκεί μέσα.
Δεν φταίω εγώ.
Μου παίρνει πολύ χρόνο να βγω έξω.


Βήμα 3ο
Περπατώ πάλι στον ίδιο δρόμο.
Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Πέφτω μέσα.
Μου έγινε πια συνήθεια.
Τα μάτια μου είναι ανοιχτά....ξέρω που βρίσκομαι.
Εγώ φταίω.
Βγαίνω έξω αμέσως.




Βήμα 4ο
Περπατώ στον ίδιο δρόμο.
Υπάρχει μια τρύπα στο πεζοδρόμιο.
Την προσπερνώ.





Βήμα 5ο

Πηγαίνω από έναν άλλο δρόμο.

Thursday, February 16, 2012

Ταξιτζής

Πριν από είκοσι χρόνια δούλευε ως ταξιτζής για να βγάζει το μεροκάματο του.
Εκείνο το βράδυ όμως θα το θυμάται σε όλη του τη ζωή. Γύρω στις πέντε το πρωί δέχτηκε μια κλήση. Να παραλάβει κάποιον από μια ερειπωμένη σχεδόν μεριά της πόλης. Οταν πλησίασε στο κτήριο από οποίο θα παραλάμβανε τον επιβάτη σκιάχτηκε. Ηταν θεοσκότεινο παρεκτός από το ισόγειο, όπου έβγαινε φως από ένα μικρό δωμάτιο. Κανονικά όλοι οι συνάδελφοί του θα τον συμβούλευαν να αποφύγει τέτοια δρομολόγια. Είχαν ακουστεί τόσα, για ληστείες και τα σχετικά. Ομως εκείνος αποφάσισε να μην ακούσει αυτές τις φωνές και να πλησιάσει το δωμάτιο. Αφού χτύπησε τη πόρτα άκουσε μια φωνή από μέσα
"Μισό λεπτό έρχομαι"
Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε μπροστά του μια μικρόσωμη γριούλα γύρω στα ογδόντα. Φορούσα ρούχα που σε πήγαιναν πίσω, στη δεκαετία του σαράντα. Στο πλάι της είχε μια βαλίτσα κι αυτή παλιά. Το δωμάτιο έμοιαζε ακατοίκοιτο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ολα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Δεν υπήρχε ρολόι κρεμασμένο, ούτε φωτογραφίες στους τοίχους. Μόνο στη γωνία ήταν ένα χαρτοκιβώτιο με φωτογραφίες και μερικά γυαλικά.
"Μπορείς να μεταφέρεις τη βαλίτσα μου στο αυτοκίνητο;" είπε με μια σχεδόν τρεμάμενη φωνή
Εκείνος την πήρε, την τοποθέτησε στο πορτ μπαγκάζ και γύρισε γρήγορα για να βοηθήσει την γυναίκα να μπεί στο αυτοκίνητο. Εκείνη έπιασε σφιχτά το μπράτσο του και ευχαριστώντας συνεχώς πήγαν μαζί μέχρι το ταξί.
"Παρακαλώ" απάντησε στις ευχαριστίες της "Συμπεριφέρομαι στους επιβάτες μου όπως θα συμπεριφερόταν η μητέρα μου σε μένα"
"Είσαι τόσο καλός!" είπε εκείνη και κάθησε αναπαυτικά στη θέση της. Ύστερα του έδωσε ένα χαρτάκι με τη διεύθυνση που πήγαινε. "Μήπως μπορούμε να πάμε μέσα από τη πόλη;" τον ρώτησε
"Μα ξέρω ένα πολύ πιο σύντομο δρόμο" της είπε εκείνος
"Δεν πειράζει" είπε εκείνη "Δεν βιάζομαι. Στο γηροκομείο θα με περιμένουν. Εκεί πηγαίνω. Ο γιατρός μου είπε οτι δεν μου έχει απομείνει πολύς χρόνος ακόμα."
Σε λίγο το ταξί περιδιάβαινε τους δρόμους της πόλης που ακόμα δεν είχε ξυπνήσει. Περνώντας μέσα από στενά και δρόμους θυμόταν ότι το κτίριο που σήμερα είναι ένα σουπερμάρκετ στην εποχή της ήταν κέντρο διασκέδασης όπου εκεί για πρώτη φορά χόρεψε και φλέρταρε για πρώτη φορά. Ύστερα πέρασαν απο άλλα μέρη και οι αναμνήσεις χρωμάτισαν το μικρό χώρο του αυτοκινήτου. Πέρασαν και από ένα κτίριο σκοτεινό. Εκεί σταμάτησαν για λίγη ώρα και εκείνη κοιτούσε δίχως να πει κουβέντα. Για αρκετή ώρα.
"Αντε πάμε τώρα" του είπε
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έφταναν στη πόλη.
Για το υπόλοιπο της διαδρομής δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ετσι έφτασαν στο γηροκομείο.
Ηταν ένα μικρό κτίριο, λιτό, τίποτα το ιδιαίτερο. Πλησιάζοντας το ταξί έφτασαν άνθρωποι για να βοηθήσουν. Πρέπει να την περίμεναν γιατί είχαν έτοιμο αναπηρικό καροτσάκι και όλα όσα χρειαζόταν για να αισθανθεί άνετα
"Τι σου οφείλω;" τον ρώτησε
"Τίποτα" απάντησε εκείνος
"Μα πρέπει να βγάλεις το ψωμί σου" επέμενε εκείνη
"Εχω κι άλλους επιβάτες" επέμενε εκείνος
Δίχως να το σκεφτεί έσκυψε και την αγκάλιασε. Εκείνη γατζώθηκε από την αγκαλιά του
"Χάρισες σε μια γρια κυρία μια στιγμή ευτυχίας" του είπε "Σε ευχαριστώ"
Της έσφιξε το χέρι και ύστερα εκείνη απομακρύνθηκε μέσα στο θαμπό ακόμα φως. Πίσω της έκλεισε η πόρτα και μαζί της η πόρτα της ζωής της.
Στην υπόλοιπη βάρδια του δεν πήρε κανέναν άλλον επιβάτη. Σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του. Κι αν τύγχαινε σε άλλον συνάδελφο; Σε κακόκεφο; Σε αδιάφορο; Σε φοβισμένο; Θα είχαν φύγει και θα έμενε ακόμα εκείη η γρια περιμένοντας κάποιον να φανεί.
"Τελικά" σκέφτηκε "οι πιο πολλοί νομίζουμε οτι τις ζωές μας τις απαρτίζουν σημαντικές και βαρύγδουπες στιγμές. Στην πραγματικότητα όμως οι μικρές είναι που είναι στ αλήθεια μεγάλες".

Tuesday, February 14, 2012

Όπου αγγίζεις

Πάνω σε ό,τι αγγίζουν τα χέρια μας,
αφήνουμε τα αποτυπώματα μας.
Στους τοίχους, στα έπιπλα, στα πόμολα,
στα πιάτα, στα βιβλία.
Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς.
Καθώς αγγίζουμε, αφήνουμε την ταυτότητα μας.
Τι γίνεται όμως με τις καρδιές μας;
Ακριβώς το ίδιο.
Πάνω σε ό,τι αγγίζουν οι καρδιές μας,
αφήνουμε το αποτύπωμα της.
Δεν ξεφεύγει κανένας.
Ο ένας έχει το αποτύπωμα του άλλου.
Στην καρδιά του.

Monday, February 13, 2012

Μυγδαλιά

Θαρρετές πολεμίστριες του χειμώνα. 


Την ώρα που εμείς είμαστε βυθισμένοι στην θλίψη και την καταχνιά , εκείνη ξεσπαθώνει την ομορφιά της.
Μυγδαλιές. Νύφες λεβέντισσες, ντύνονται, στολίζονται για να σταθούν ολόρθες.
Μερικές πιο νωρίς από τις άλλες. Πάντα άλλωστε υπάρχουν πρωτοπόροι. Εκείνοι που βιάζονται να φέρουν την άνοιξη. Οι μυγδαλιές είναι συνεπείς. Εκεί που λες "δεν αντέχω άλλο το κρύο, ναχα τώρα λίγο ήλιο", νάτες με τα μαγικά κλαδιά τους, έτοιμες να φωτίσουν εκείνες τα σκοτάδια μας πρώτες. Λες και συναγωνίζονται το φως. Μα αυτές μιλούν πρώτα στη ψυχή.
Ας είναι λοιπόν ο ουρανός μας κουρσεμένος από σύννεφα και ο αγέρας να μυρίζει καμμένα όνειρα. Φωλιάζει μέσα μας η αντίσταση και η ελπίδα.
Μας το λέει η μυγδαλιά.

ΥΓ
Η φωτογραφία από την Ίμβρο, την πατρίδα!!

Tuesday, February 7, 2012

Ιχνη

Χθες το βράδυ είδα ξανά το όνειρο που βλέπουμε όλοι. Το ίδιο όνειρο. Γι αυτό ξέρουμε να το διηγούμαστε τόσο όμορφα. Όλοι.


Περπατούσα λέει στην ακρογυαλιά παρέα με το Θεό.
Πολλές στιγμές από τη ζωή μου προβάλλονταν σαν ταινία πάνω στον ουρανό.
Σε κάθε σκηνή παρατήρησα ίχνη πάνω στην άμμο.
Μερικές φορές ήταν δύο ζευγάρια ίχνη, άλλες φορές μόνο ένα.
Αυτό με ενόχλησε γιατί είδα οτι στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου, ήταν μόνο ένα ζευγάρι από ίχνη.


Τότε θυμωμένα γύρισα στο Θεό και του είπα:
Μου υπσχέθηκες πως αν σε ακολουθούσα, θα ήσουν μαζί μου πάντα.
Στις καλές και κακές στιγμές μου.
Γιατί όμως όποτε σε χρειαζόμουν πολύ, όταν υπέφερα από αγωνία, μοναξιά, φόβο
δεν ήσουν κοντά μου;
Εκείνος απάντησε:
Τις στιγμές που περνούσες δύσκολα
και έβλεπες ένα ζευγάρι ίχνη στην άμμο
ήταν τότε που σε κουβαλούσα στην αγκαλιά μου, παιδί μου!

Sunday, February 5, 2012

Λίγο ακόμη..

Την περασμένη Κυριακή ήταν μια υπέροχη μέρα για περίπατο στο πάρκο.
Μια γυναίκα καθόταν δίπλα σε έναν άνδρα σε κάποιο παγκάκι, κοντά στην παιδική χαρά.
"Αυτός είναι ο γιος μου" ειπε η γυναίκα στον άνδρα δείχνοντας το αγοράκι με το κόκκινο μπλουζάκι. "Του αρέσει πολύ να κάνει τσουλίθρα"
"Είναι υπέροχος"! είπε ο άνδρας. "Η κόρη μου είναι το κοριτσάκι με το άσπρο φόρεμα. Της αρέσει να κάνει ποδήλατο."
Σε λίγο κοίταξε το ρολόι του και φώναξε στην κόρη του:
"Τι λες πάμε;"
Το κορίτσι τον παρακάλεσε:
"Πέντε λεπτά ακόμα μπαμπά!"
Εκείνος της έγνεψε καταφατικά και εκείνη συνέχισε χαρούμενη να κάνει βόλτες με το ποδηλατάκι της.
Ύστερα από λίγο της ξανακάνει νόημα:
"Μήπως να πηγαίναμε τώρα;"
"Πέντε λεπτά ακόμα μπαμπάκα μου, σε παρακαλώ!" τον ξαναπαρακάλεσε.
Εκείνος χαμογέλασε και είπε"
"Εντάξει"
"Πρέπει να είστε πολύ υπμονετικός πατέρας" σχολίασε η γυναίκα που καθόταν δίπλα του.
Ο άνδρας χαμογέλασε και είπε"
"Ο μεγάλος της αδελφός ο Γιάννης, σκοτώθηκε σε τροχαίο πέρυσι. Τον χτύπησε ένας μεθυσμένος οδηγός την ώρα που έκανε ποδήλατο εδώ κοντά. Και τι δεν θα έδινα για πέντε λεπτά με τον γιο μου. Ορκίστηκα να μην ξανακάνω το ίδιο λάθος με την κόρη μου. Αυτή νομίζει οτι της δίνω άλλα πέντε λεπτά να παίξει με το ποδήλατο της. Η αλήθεια είναι οτι κερδίζω εγώ πέντε λεπτά παραπάνω που την βλέπω να χαίρεται."

Saturday, February 4, 2012

"Ένα μείον Ένα κάνει..." Αφιερωμένο στη Παγκόσμια μέρα κατά του καρκίνου

"Ένα κι ένα κάνουν δύο".

Έτσι άρχιζε και έτσι τελείωνε κάθε συζήτηση. Τον είχαν μάθει πια όλοι. Ο μαθηματικός. Ο λάτρης της λογικής. Ακραιφνής. Ακέραιος. Ένας αριθμός. Χωρίς συμβιβασμούς. Τι να συζητήσεις άραγε  όταν ένα κι ένα κάνει δύο.
Η μοναξιά δεν τον πείραζε. Οι φίλοι μονάχα καμιά φορά τον πείραζαν. Επίτηδες του τάραζαν τους κύκλους. Έβαλαν και μια κοπέλα να του κάνει τα γλυκά μάτια.


"Μηδέν από μηδέν, μηδέν", είπε και πήγε να κλάψει μοναχός.
Σκάκι και τάβλι οι αγάπες του. Και η Ελένη η μοναδική αδερφή του. Εκείνη ήξερε τα μονοπάτια της καρδιάς του και τα γέμιζε φως. Κάθε φορά. Για την ανατολή, για το δειλινό, του έλεγε με την δική της γλύκα. Εκείνος δάμαζε το άτι μέσα του χαϊδεύοντας τα μαλλιά μικρού Αλέξανδρου. Του γιου της Ελένης. Μονάκριβος. Ταμένος στην Παναγιά την Εκατοπιλιανή. Μια φορά  πήγαν να τον χάσουν στην θάλασσα της Πάρου. Η Παναγιά τον έσωσε είπαν και από τότε τον έταξαν στην χάρη της.
"Οι γονείς πρέπει να προσέχουν τα παιδιά τους", έτσι είχε είπε εκείνος.
Στην αυστηρή ματιά του ιερέα απάντησε με την λατρεία που είχε  στην λογική. Δεν συναντήθηκαν.
Για να ανοίξει σπιτικό, ήταν αναγκασμένος το δύο να το κάνει ένα. Τον έπιανε ίλιγγος μόνο με την ιδέα. Το δύο είναι πάντα δύο, πως είναι δυνατόν να γίνει και ένα. Της εκκλησίας τα γράμματα δεν τα πολυήθελε. Τον μπέρδευαν. Τον θύμωναν. Το εγώ να γίνει εμείς. Αδιανόητο.
"Ο πόνος είναι ο γιατρός", του είπε κάποτε η Ελένη.
Όταν της απάντησε πως όλα μέσα στη ζωή είναι, ένα σκοτάδι του γράπωσε την καρδιά.


"Οι γιατροί δεν είναι θαυματοποιοί. Θα κάνουν ο,τι καλύτερο μπορούν για τον Αλέξανδρο". Αυτά βρήκε να πει.

Λευχαιμία. Βαριά αρρώστια. Ο μονάκριβός τους θα ακύρωνε τα μαθηματικά.

"Είμαστε σαν τον ανθό σε καταπράσινο λιβάδι. Φυσάει ο βοριάς και δεν μας ξαναβλέπει κανείς. Ξανασυναντιόμαστε στην αγκαλιά του Θεού", παρηγορούσε ο ιερέας.
Στο τραπέζι, δίπλα στην Ελένη  δεν καθόταν κανείς. Στον καναπέ, η θέση του Αλέξανδρου, άδεια.
"Ο άνθρωπος είναι  ένα μηδενικό", είπαν οι συγγενείς.
Ανάμεσά στα δάκρυά του, τον άκουσαν να ψιθυρίζει κάτι σαν:
«Ένα μείον ένα κάνει πάλι ένα. Αλέξανδρέ μου.»


Απόσπασμα από το Μυθιστόρημα "Μικρασίας Έρως"

Thursday, February 2, 2012

Ο ιστός της αράχνης

Κατα τη διάρκεια του Β Παγκόσμιου Πολέμου ένας στρατιώτης έχασε τη μονάδα του μέσα στον χαμό των εκρήξεων και τον πυροβόλων. Εψαξε για τους συμπολεμιστές του αλλά προς μεγάλη του θλίψη δεν μπόρεσε να τους βρει.
Είχε μείνει μόνος του σε κείνο το τόπο. Ακουγε τους εχθρούς να έρχονται κατα το μέρος του. Απεγνωσμένα έψαχνε για καταφύγιο και κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάποιες σπηλιές στα αντυκρινά βράχια. Γρήγορα σκαρφάλωσε και χώθηκε σε μια από αυτές. Παρότι ήταν για την ώρα ασφαλής, διαπίστωσε οτι οι εχθροί δεν θα αργούσαν να σκαρφαλώσουν κι αυτοί, να ψάξουν τις σπηλιές να τον βρούν και να τον σκοτώσουν.
Οση ώρα περίμενη προσευχήθηκε στο Θεό
"Σε παρακαλώ Θεεέ μου, αν θέλεις προστάτεψε με. Παρόλα αυτά ό,τι είναι θέλημα σου σε αγαπώ και σε εμπιστεύομαι"
Οταν τέλειωσε τη προσευχή του ξάπλωσε ήρεμος και άκουγε τους εχθρούς που πλησίαζαν. Σκέφτηκε
"Οπως βλέπω ο Θεός δεν πρόκειται να με βοηθήσει να γλυτώσω αυτή τη φορά"
Τότε παρατήρησε μια αράχνη που ξεκίνησε να υφαίνει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς.
"Χα!" σκέφτηκε "Αυτό που θέλω είναι πέτρες και τούβλα και ο Θεός μου έστειλε μια αράχνη και τον ιστό της. Μα τη πίστη μου ο Θεός έχει χιούμορ!"
Καθώς πλησίαζε ο εχθρός απο τη σκοτεινή μεριά της σπηλιάς έβλεπε τους στρατιώτες που εξερευνούσαν την μια σπηλιά ύστερα από την άλλη. Οταν έφτασαν στη δική του ήταν έτοιμος να δώσει την τελευταία του μάχη. Ομως προς μεγάλη του έκπληξη οι στρατιώτες έριξαν μόνο μια ματιά μέσα και συνέχισαν στην επόμενη.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε οτι με τον ιστό στην είσοδο της σπηλιάς φαινόταν οτι ήταν κλειστή εδώ και πάρα πολύ καιρό.
¨Θεέ μου, συγχώρεσε με" είπε ο νεαρός στρατιώτης "Είχα ξεχάσει οτι ο ιστός της αράχνης είναι πιο δυνατός από ένα τοίχο φτιαγμένο από τούβλα"!