Thursday, February 16, 2012

Ταξιτζής

Πριν από είκοσι χρόνια δούλευε ως ταξιτζής για να βγάζει το μεροκάματο του.
Εκείνο το βράδυ όμως θα το θυμάται σε όλη του τη ζωή. Γύρω στις πέντε το πρωί δέχτηκε μια κλήση. Να παραλάβει κάποιον από μια ερειπωμένη σχεδόν μεριά της πόλης. Οταν πλησίασε στο κτήριο από οποίο θα παραλάμβανε τον επιβάτη σκιάχτηκε. Ηταν θεοσκότεινο παρεκτός από το ισόγειο, όπου έβγαινε φως από ένα μικρό δωμάτιο. Κανονικά όλοι οι συνάδελφοί του θα τον συμβούλευαν να αποφύγει τέτοια δρομολόγια. Είχαν ακουστεί τόσα, για ληστείες και τα σχετικά. Ομως εκείνος αποφάσισε να μην ακούσει αυτές τις φωνές και να πλησιάσει το δωμάτιο. Αφού χτύπησε τη πόρτα άκουσε μια φωνή από μέσα
"Μισό λεπτό έρχομαι"
Σε λίγη ώρα εμφανίστηκε μπροστά του μια μικρόσωμη γριούλα γύρω στα ογδόντα. Φορούσα ρούχα που σε πήγαιναν πίσω, στη δεκαετία του σαράντα. Στο πλάι της είχε μια βαλίτσα κι αυτή παλιά. Το δωμάτιο έμοιαζε ακατοίκοιτο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ολα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Δεν υπήρχε ρολόι κρεμασμένο, ούτε φωτογραφίες στους τοίχους. Μόνο στη γωνία ήταν ένα χαρτοκιβώτιο με φωτογραφίες και μερικά γυαλικά.
"Μπορείς να μεταφέρεις τη βαλίτσα μου στο αυτοκίνητο;" είπε με μια σχεδόν τρεμάμενη φωνή
Εκείνος την πήρε, την τοποθέτησε στο πορτ μπαγκάζ και γύρισε γρήγορα για να βοηθήσει την γυναίκα να μπεί στο αυτοκίνητο. Εκείνη έπιασε σφιχτά το μπράτσο του και ευχαριστώντας συνεχώς πήγαν μαζί μέχρι το ταξί.
"Παρακαλώ" απάντησε στις ευχαριστίες της "Συμπεριφέρομαι στους επιβάτες μου όπως θα συμπεριφερόταν η μητέρα μου σε μένα"
"Είσαι τόσο καλός!" είπε εκείνη και κάθησε αναπαυτικά στη θέση της. Ύστερα του έδωσε ένα χαρτάκι με τη διεύθυνση που πήγαινε. "Μήπως μπορούμε να πάμε μέσα από τη πόλη;" τον ρώτησε
"Μα ξέρω ένα πολύ πιο σύντομο δρόμο" της είπε εκείνος
"Δεν πειράζει" είπε εκείνη "Δεν βιάζομαι. Στο γηροκομείο θα με περιμένουν. Εκεί πηγαίνω. Ο γιατρός μου είπε οτι δεν μου έχει απομείνει πολύς χρόνος ακόμα."
Σε λίγο το ταξί περιδιάβαινε τους δρόμους της πόλης που ακόμα δεν είχε ξυπνήσει. Περνώντας μέσα από στενά και δρόμους θυμόταν ότι το κτίριο που σήμερα είναι ένα σουπερμάρκετ στην εποχή της ήταν κέντρο διασκέδασης όπου εκεί για πρώτη φορά χόρεψε και φλέρταρε για πρώτη φορά. Ύστερα πέρασαν απο άλλα μέρη και οι αναμνήσεις χρωμάτισαν το μικρό χώρο του αυτοκινήτου. Πέρασαν και από ένα κτίριο σκοτεινό. Εκεί σταμάτησαν για λίγη ώρα και εκείνη κοιτούσε δίχως να πει κουβέντα. Για αρκετή ώρα.
"Αντε πάμε τώρα" του είπε
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου έφταναν στη πόλη.
Για το υπόλοιπο της διαδρομής δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Ετσι έφτασαν στο γηροκομείο.
Ηταν ένα μικρό κτίριο, λιτό, τίποτα το ιδιαίτερο. Πλησιάζοντας το ταξί έφτασαν άνθρωποι για να βοηθήσουν. Πρέπει να την περίμεναν γιατί είχαν έτοιμο αναπηρικό καροτσάκι και όλα όσα χρειαζόταν για να αισθανθεί άνετα
"Τι σου οφείλω;" τον ρώτησε
"Τίποτα" απάντησε εκείνος
"Μα πρέπει να βγάλεις το ψωμί σου" επέμενε εκείνη
"Εχω κι άλλους επιβάτες" επέμενε εκείνος
Δίχως να το σκεφτεί έσκυψε και την αγκάλιασε. Εκείνη γατζώθηκε από την αγκαλιά του
"Χάρισες σε μια γρια κυρία μια στιγμή ευτυχίας" του είπε "Σε ευχαριστώ"
Της έσφιξε το χέρι και ύστερα εκείνη απομακρύνθηκε μέσα στο θαμπό ακόμα φως. Πίσω της έκλεισε η πόρτα και μαζί της η πόρτα της ζωής της.
Στην υπόλοιπη βάρδια του δεν πήρε κανέναν άλλον επιβάτη. Σκέψεις τριγύριζαν στο μυαλό του. Κι αν τύγχαινε σε άλλον συνάδελφο; Σε κακόκεφο; Σε αδιάφορο; Σε φοβισμένο; Θα είχαν φύγει και θα έμενε ακόμα εκείη η γρια περιμένοντας κάποιον να φανεί.
"Τελικά" σκέφτηκε "οι πιο πολλοί νομίζουμε οτι τις ζωές μας τις απαρτίζουν σημαντικές και βαρύγδουπες στιγμές. Στην πραγματικότητα όμως οι μικρές είναι που είναι στ αλήθεια μεγάλες".

5 comments:

  1. Όσο ζω, θα υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι με μεγάλη καρδιά...

    ReplyDelete
  2. Πόσο αληθινό......
    Συγκινήθηκα....

    ReplyDelete
  3. "Χάρισες σε έναν νέο τριανταπεντάρη μια στιγμή αυτοκριτικής" του είπε "Σε ευχαριστώ"

    ReplyDelete
  4. ποσο είναι μεγάλο το μικρό όταν δίνεται σε στιγμή ανάγκης .
    Κάτι που για σένα είναι σήμαντο για τον άλλο μπορει να είναι ζήτημα ζωής και θανάτου .

    Τα πιό ωραία είναι αυτά που δεν κοστίζουν τίποτα αλλά δίνουν στον άλλο ανακουφιση και χαρά .
    Μια λέξη συμπάθειας στην δύσκολη ώρα , βοήθησέ τον να κλάψει και μην του πεις σταμάτα και να του δώσεις το χέρι να κρατηθεί για να μήν πέσει .

    ReplyDelete