Thursday, May 30, 2013

Κάνε ο,τι κάνω

κουφ1.gif


 


"Το ξέρω πως είναι ένας κωφός άνθρωπος.
Το ξέρω πως δυσκολεύομαι να ακούσω και να μιλήσω."


 


 


 


 


 


 


κουφός2.gif


 


 


"Ομως είμαι πολύ καλός για παρέα!


 


Κάνε ο,τι κάνω:"


 


 


 


 


κουφός3.gif


 


 


 


"Ακου την καρδιά σου!"

Wednesday, May 29, 2013

Θρήνοι και Θρύλοι για την Άλωση της Πόλης


Της Αγια-Σοφιάς


Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος.
Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ΄την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες.
Να μπούνε στο χερουβικό και να 'βγει ο βασιλέας,
φωνή τους ήρθε εξ ουρανού κι απ' αρχαγγέλου στόμα:
"Πάψετε το χερουβικό κι ας χαμηλώσουν τα 'αγια,
παπάδες πάρτε τα γιερά και σεις κεριά σβηστήτε,
γιατί είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει.
Μόν' στείλτε λόγο στη Φραγκιά, να 'ρτουνε τρία καράβια°
το 'να να πάρει το σταυρό και τ' άλλο το βαγγέλιο,
το τρίτο το καλύτερο, την άγια τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά και μας τη μαγαρίσουν".
Η Δέσποινα ταράχτηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις,
πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".


(δημοτικό)


Πάρθεν η Ρωμανία


Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην°
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν, ουδ' ο μητροπολίτης°
έναν παιδίν, καλόν παιδίν, έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει, σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.


(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου)


Το ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης


Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.
Τις το 'πεν; Τις το μήνυσε; Πότε 'λθεν το μαντάτο;
Καράβιν εκατέβαινε στα μέρη της Τενέδου
και κάτεργον το υπάντησε, στέκει και αναρωτά το:
-"Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;"
-"Ερκομαι ακ τα' ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.
Εγώ γομάριν Δε βαστώ, αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους χριστιανούς, πικρά και δολωμένα.


(δημοτικό, απόσπασμα)


Πηγή: http://www.hri.org/MPA/gr/other/1453/songs.html


 


1. Ο ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Όταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Πόλη, άγγελος Κυρίου άρπαξε το βασιλιά και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο βασιλιάς και καρτερεί να κατεβεί ο άγγελος στη σπηλιά, να τον ξεμαρμαρώσει. Και θα σηκωθεί πάλι ο βασιλιάς και θα μπει στην Πόλη και θα διώξει τους Τούρκους ως την Κόκκινη Μηλιά.


2. Ο ΠΑΠΑΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
Την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγια-Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμα η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε τη λειτουργία πήρε αμέσως το Άγιο Δισκοπότηρο, ανέβηκε στα κατηχούμενα, εμπήκε σε μια θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Είναι θέλημα Θεού νʼ ανοίξει μόνη της η θύρα, όταν έλθει η ώρα, και θα βγει από κει ο παπάς, να τελειώσει τη λειτουργία στην Αγια-Σοφιά, όταν θα πάρουμε πίσω την Πόλη.


3. Η ΑΓΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ-ΣΟΦΙΑΣ
Την μέρα που πάρθηκε η Πόλη, έβαλαν σʼ ένα καράβι την Άγια Τράπεζα της Αγια-Σοφιάς, να την πάει στην Φραγκιά, για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.Εκεί όμως στη θάλασσα του Μαρμαρά άνοιξε το καράβι και η Άγια Τράπεζα εβούλιαξε στον πάτο. Στο μέρος εκείνο η θάλασσα είναι λάδι, όση θαλασσοταραχή και κύματα κι αν είναι γύρω. Και το γνωρίζουν το μέρος αυτό από τη γαλήνη, που είναι πάντα εκεί, και από την ευωδία που βγαίνει. Πολλοί μάλιστα αξιώθηκαν να την ιδούν στα βάθη της θάλασσας.


4. ΤΑ ΨΑΡΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΛΟΥΚΛΗ
Την ημέρα που έπεσε η Πόλη ένας γέροντας τηγάνιζε ψάρια, και όταν του είπαν «Εάλω η Πόλις», είπε πως για να πιστέψει πως έπεσε η Πόλη, έπρεπε να βγουν τα ψάρια από το τηγάνι. Και Ω! του θαύματος, έτσι έγινε. Πότε άραγε θα ολοκληρωθεί το τηγάνισμα των ψαριών που είναι τηγανισμένα μόνο από την μία τους πλευρά;


Πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/o/43219

Sunday, May 26, 2013

Καρύδα

"Όλη μου τη ζωή την έζησα μέσα σε μια καρύδα.
Δεν είναι σπουδαίος τόπος να ζήσει κανείς; Ηταν στενάχωρα και σκοτεινά, ιδιαίτερα το πρωί που έπρεπε να ξυριστώ. Εκείνο όμως που μ' ενοχλούσε πιο πολύ, ήταν η έλλειψη επαφής με τον έξω κόσμο. Αν κανένας δεν έβρισκε την καρύδα και δεν αποφάσιζε να την σπάσει, ήμουν καταδικασμένος να ζήσω όλη μου τη ζωή μέσα σε μια καρύδα. Ίσως και να πεθάνω εκεί.
Πέθανα μέσα σ αυτή την καρύδα. Κανα δυο χρόνια αργότερα κάποιοι βρήκαν την καρδύσα και την έσπασαν και με βρήκαν ζαρωμένο και ξεραμένο. "Τι κρίμα" είπαν, "αν τον βρίσκαμε πιο νωρίς, ίσως να μπορούσαμε να τον σώσουμε. Ίσως να υπάρχουν κι άλλοι κλεισμένοι έτσι σαν κι αυτόν".
Άρχισαν λοιπον να τριγυρίζουν και να σπάνε όλες τις καρύδες. Ήταν ανωφελο όμως. Ήταν χωρίς νόημα. Ήταν χαμένος καιρός. Άνθρωποι που αποφασίζουν να ζήσουνε μέσα σε μια καρύδα, τέτοιοι τρελοί υπάρχουν μόνο ένας στο εκατομμύριο. Γιατί, βλέπετε, δεν μπορούσα να τους πως πως έχω έναν αδελφό που ζει μέσα σ' ένα βελανίδι..."

Friday, May 24, 2013

Λίγο ακόμα

Τις προάλλες στο πάρκο μια γυναίκα καθόταν σε ένα παγκάκι και καμάρωνε τον μικρό της που έκανε τσουλήθρα.
Σε λίγο έρχεται και κάθεται δίπλα της ένας άνδρας.
"Αυτός είναι ο γιός μου", είπε η γυναίκα και έδειξε το αγοράκι με το λευκό μπλουζάκι που συνέχιζε να κάνει τσουλήθρα.
"Να σας ζήσει, φαίνεται θαυμάσιο αγοράκι", είπε εκείνος. "Εγώ έχω μια κόρη, να εκείνη που κάνει ποδήλατο. Εκείνη με το κόκκινο μπλουζάκι". Κοίταξε το ρολόι του και φωνάζει στην κόρη του:
 "Ε, Κατερίνα, τι λες πάμε;"
Το κορίτσι παρακάλεσε:
"Πέντε λεπτά ακόμα μπαμπά!"
Ο άνδρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
Σε λίγο ξαναφώναξε:
"Έλα Κατερίνα, πέρασαν τα πέντε λεπτά, πάμε!"
"Άλλα πέντε λεπτά μπαμπά, σε παρακαλώ!!!"
Ο άνδρας χαμογέλασε και είπε:
"Εντάξει!".
"Πρέπει να είστε πολύ υπομονετικός πατέρας", είπε η γυναίκα που παρατηρούσε το περιστατικό όλη αυτή την ώρα.
Ο άνδρας χαμογέλασε.
"Ο μεγάλος της αδελφός ο Γιώργος, σκοτώθηκε με το ποδήλατό του σε αυτό το σημείο πριν από λίγο καιρό. Δεν είχα καταφέρει να περάσω πολύ χρόνο μαζί του. Και τι δεν θα δινα να περνούσα πέντε λεπτά κοντά του! Ορκίστηκα να μην ξανακάνω το ίδιο λάθος με την Κατερίνα.
Νομίζει πως έχει πέντε λεπτά για να κάνει περισσότερο ποδήλατο. Η αλήθεια είναι πως εγώ κερδίζω πέντε λεπτά παραπάνω βλέποντας την να παίζει."

Monday, May 20, 2013

Μοναξιά

 


Πριν από δύο μέρες, στην γειτονική μας Κροατία, βρέθηκε- άκουσον άκουσον-,μια γυναίκα, πεθαμένη μπροστά στην τηλεόραση για 42 χρόνια.


Ο,τι απέμεινε λοιπόν από την άτυχη γυναίκα, η οποία είχε δηλωθεί εξαφανισμένη τότε, στέκονταν παραπονεμένα αλλά με εγκαρτέρηση, να περιμένουν εκείνον που θα την επισκεφτεί.


Η Hedviga Golik, γεννημένη το 1924, πιθανόν είχε φτιάξει ένα τσάι, κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα και άνοιξε την ασπρόμαυρη τηλεόραση.


Η αστυνομία της Κροατίας είπε πως οι γείτονες την είχαν δει για τελευταία φορά το 1966, τότε που ήταν δηλαδή...42 ετών.


Οι γείτονες της νόμιζαν ότι είχε μετακομίσει σε ένα διαμέρισμα στην πρωτεύουσα το Ζάγκρεμπ.


Αλλά βρέθηκε από την αστυνομία όταν διέρρηξαν το σπίτι για να ανακαλύψουν σε ποιον ανήκει.


Ο εκπρόσωπος της αστυνομίας είπε: " Μέχρι στιγμής δεν έχουμε ιδέα πως γίνεται κάποιος που επίσημα είναι αναφερόμενος σαν εξαφανισμένος για τόσο καιρό, να μην αναζητηθεί στο σπίτι που έμενε"


Όταν οι αστυνομικοί μπήκαν μέσα, είπαν οτι ήταν σαν να έμπαιναν σε ένα μέρος παγωμένο στον χρόνο."


"Το φλιτζάνι με το τσάι που έπινε ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι δίπλα στην πολυθρόνα που καθόταν, και το σπίτι ήταν γεμάτο με πράγματα που κανένας δεν είχε δει για δεκαετίες. τίποτα δεν είχε διαταραχθεί από τονχρόνο, παρόλο που υπήρχαν αρκετοί ιστοί με αράχνες μέσα εκεί.."


Οι γείτονες συγκλονίστηκαν με την ανακάλυψη αυτή.
Η adranka Markic ήταν εννιά χρονών όταν η γυναίκα "εξαφανίστηκε".


Είπε: "Ακόμα την θυμάμαι.Ήταν μια ήσυχη γυναίκα, κλεισμένη στον εαυτό της αλλά ήταν ευγενική. Όλοι νομίσαμε ότι είχε φύγει να μείνει με τους συγγενείς της."


http://www.dailyrecord.co.uk/




Επειδή η μοναξιά, η αποξένωση και η αδιαφορία δεν γνωρίζουν χρόνο και τόπο.


Επειδή η ζωή, μας προσπερνά μέσα από τα πρόσωπα εκείνων που αγαπάμε, αλλά και εκείνων που περιμένουν την αγάπη μας.


Επειδή η αγάπη δεν γνωρίζει συγγενείς, φίλους, αλλά περιμένει σε μια πολυθρόνα την επίσκεψή μας.


Μην αφήσουμε να περάσει και τούτη η μέρα ταίζοντας  το παράσιτο της αδιαφορίας!

Friday, May 17, 2013

Αγκαλιά γεμάτη θαύματα

Γεννηθηκαν διδυμα με λιγα λεπτα διαφορα...
Το ενα ομως παρουσιαζε ΣΟΒΑΡΑ προβληματα, οπως αρυθμια στη καρδια και υποθερμια..
Αρχικα το καθε βρεφος μπηκε μεσα στη θερμοκοιτιδα του και το ενα αναμενοταν να μη ζησει..
Μια νοσοκομα ενηργησε εναντια στους κανονισμους του νοσοκομειου και τοποθετησε και τα δυο βρεφη στην ιδια θερμοκοιτιδα...
Οταν βρεθηκαν μαζι,το πιο υγιες απο τα δυο απλωσε το χερακι του και αγκαλιασε το αδελφακι του....
Οι κτυποι της καρδιας του αδυναμου μωρου αμέσως σταθεροποιηθηκαν και η θερμοκρασια του αυξηθηκε στα κανονικα επιπεδα...
Μετα απο λιγες μερες τα πηραν ΥΓΙΕΣΤΑΤΑ οι γονεις τους και πηγαν σπιτι τους!!!


ΜΙΑ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΛΟ ΑΓΑΠΗ ΚΑΝΕΙ ΘΑΥΜΑΤΑ..!!

Tuesday, May 14, 2013

Μάνα

Αυτό το κοριτσάκι έχασε τη μητέρα του στον πόλεμο. Στην αυλή του ορφανοτροφείου ζωγράφισε τη μητέρα της με κιμωλία και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά της. Έβγαλε τα παπούτσια της όπως όταν μπαίνουμε σε ιερό χώρο. Η αγάπη είναι ο πιο ιερός μας τόπος. Πρέπει να προσπαθήσουμε κανένα παιδί να μη βιώσει τον πόλεμο από δω και πέρα.

Monday, May 13, 2013

ορθογραφία

"Ενα χαρτομάντηλο;"  μια φωνή έκοψε σε χίλια κομμάτια τις σκέψεις μου. Επιασα να τις μαζέψω. Δύσκολο.
Κοίταξα τριγύρω. Να βρω τον υπαίτιο. Να ζητήσω το λόγο.
Οι σκέψεις πέταξαν. Λέφτερες.
"Χαρτομάντηλο;" ακούστηκε ξανά η παιδική φωνή
Και νάτος που καθόνταν πάνω σε ένα κομμάτι χαρτόνι μπροστά μου.
Τραντάχτηκε το βλέμμα μου. Η μήπως ήταν η καρδιά μου;
Μπροστά μου καθισμένος ο μικρός, μισοβουτηγμένος στην τσαλακωμένη σελίδα του μοναδικού του τετραδίου.
"Ξέρεις γράμματα;" με ρωτάει
"Λίγα.." πήγα να κάνω τον έξυπνο
"Αμα είναι λίγα δεν μου κάνουν...λίγα ξέρω κι εγώ" μου λέει και ξανασκύβει στο τετράδιο του. Τα μάτια του φώτιζαν μια το βιβλίο και μια το τετράδιο
"Τι κάνεις;" του λέω και σκύβω κοντά του
"Αντιγραφή" μου είπε κοφτά "Εχω και ορθογραφία μερικές λέξεις, και..."
"Πας στο σχολείο;"
"Δεν προλαβαίνω πάντα, αλλά όποτε λείπω παίρνω τα μαθήματα από τον Χάρη" μου λέει
Για λίγο έμεινα σιωπηλός. Τι μπορούν να περιγράψουν οι λέξεις για κείνα που μόνο η γλώσσα της ψυχής γνωρίζει;
Τούτος εδώ ο νεαρός φτέρωσε τις ελπίδες μου.
"Να σε ρωτήσω κάτι, αμα ξέρεις;" μου λέει
"Για πες.."
"Πως γράφεται η λέξη μέλλον;"
"Με αγώνα μικρέ μου φίλε" του λέω δακρυσμένος "με αγώνα"!

Sunday, May 12, 2013

Της μάνας της Ιμβριώτισσας

«Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, έπλασε γι' αυτό τη μάνα», ειπώθηκε από τα χείλη κάποιου τόσο εύστοχα, αφού η μάνα είναι αυτή που με τη δύναμη του Θεού από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου και μέχρι να σφαλήσει τα γεμάτα στοργή και αστείρευτη ανιδιοτελή αγάπη μάτια της, αγωνιά και αγωνίζεται για την υγεία και την ευτυχία του σπλάχνου της.


 Όπως έγραψε ο Κύπριος συγγραφέας και ποιητής Δημ. Ποταμίτης είναι: η Μάνα του Θεανθρώπου, η Μάνα Παναγιά, η Μάνα του ληστή, η Μάνα του στρατιώτη, η Μάνα του μαθητή, η Μάνα Κουράγιο, η Μάνα του καθενός από εμάς και θα προσθέταμε ασφαλώς και τη Μάνα του πρόσφυγα.
Δεν μπορούμε να παραλείψουμε τη Μάνα της Ανατολής που σε εποχές ηρεμίας και γαλήνης, παρά τον καθημερινό της μόχθο, προσπαθούσε να αναστήσει τα παιδιά της και ταυτόχρονα έβρισκε χρόνο για βεγγέρες στις γειτόνισσες και για αστειολογήματα στις βρύσες και στα σοκάκια.


Επειδή η Μάνα της Ανατολής είχε ξεκινήσει τον αγώνα της από παλιά, από τότε που κατάλαβε πως τα παιδιά της κινδυνεύουν, ας την δούμε από πιο κοντά. Μιας και μοιάζει με την δική μας μάνα, την Ιμβριώτισσα. Μαζεμένες θαρρείς όλες οι μανάδες, προσπαθούν να μαζέψουν κάτω από τα φτερά τους τα κλωσόπουλα, να μην τα εύρει η συμφορά και ο θάνατος.


Έζησε στις τραγικές ημέρες του πανικού, του ξεριζωμού, της ανείπωτης φρίκης στα καραβάνια του θανάτου ή στις λεηλατημένες από τους ατάκτους Τούρκους (τσέτες) πόλεις και στα χωριά στα παράλια της Ιωνίας, αλλά και στην ΚωνΠολη, τον Πόντο και την Καππαδοκία, όταν «Έπεφτε η μάνα και το παιδί δε στέκονταν να την σηκώσει, πέθαινε το παιδί κι η μάνα δεν προλάβαινε να το νεκροφιλήσει», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η συγγραφέας Δ. Σωτηρίου.


Τη μάνα της πρώτης προσφυγικής γενιάς που ρακένδυτη, σωστό ερείπιο και χήρα -τις περισσότερες φορές- ήρθε στη μητέρα Ελλάδα και κατόρθωσε να στήσει και πάλι από την αρχή το νοικοκυριό της, να εργασθεί παράλληλα και να μεγαλώσει με χίλιες δυο θυσίες τα παιδιά της. Και κάτι ακόμη που οφείλουμε εξαρχής να υπογραμμίσουμε. Μάνες ήταν, δυο φορές μάλιστα, και οι γιαγιάδες αλλά κι εκείνες που είτε άτεκνες είτε μαζί με τα δικά τους παιδιά περιέθαλψαν και έσωσαν από βέβαιο θάνατο ορφανά παιδιά. Τα λάτρεψαν και μόχθησαν γι' αυτά κι ας μην ήταν οι φυσικές τους μητέρες.
Πολλά παλικάρια θα επιστρατευθούν παρά τη θέλησή τους στον τουρκικό στρατό και θα τοποθετηθούν στα γνωστά «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας), τάγματα Θανάτου για τους Έλληνες.
Δεν έχει άδικο ένας άλλο συγγραφέας, ο Βενέζης, όταν, μιλώντας για την προσφυγιά και τις χαροκαμένες μάνες, τις καψομάνες, αναφέρει ότι «ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ' άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν' αναστήσουν τα παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας».


Όμως, τότε αναδείχθηκε το μεγαλείο της ψυχής της μάνας. Μονομιάς ξέχασε τους σκοτωμούς, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Αυτή που άλλοτε σε κάθε θάνατο δερνόταν, έκλαιγε και έσκιζε τα ρούχα της, τώρα άφησε το θρήνο και το μοιρολόι. Πού καιρός για τέτοια. Ρίχτηκε στη δουλειά. Να ζήσει το παιδί, το αδελφάκι, το κάθε αδύναμο πλάσμα της οικογένειας. Έγινε δούλα, πλύστρα, παραδουλεύτρα, εργάτρια.
Όποια ήξερε να πιάνει το βελόνι, τα βόλεψε καλύτερα. Το βελόνι έγινε τέχνη: ράψιμο, κέντημα, νταντέλα. Οι πλεκτοβελόνες δε σταματούσαν. Κάλτσες, ζακέτες, φουστάνια, κουρτίνες, κουβέρτες όλα για ένα κομμάτι ψωμί στους μαγαζάτορες. Ορισμένες αγόρασαν μια μηχανή Singer με το ποδαράκι, ενώ άλλες συνέχισαν την τέχνη του χαλιού, του κιλιμιού και των υφαντών στους αργαλειούς.
Υπήρξαν και εκείνες που επέλεξαν την αγροτική εγκατάσταση. Στα βαλτονέρια, στην ξερολιθιά, στο αλμυρό υπέδαφος, όπου τους δόθηκε κλήρος. Και αρχίζουν τον πόλεμο με τη γη και με όλα τα στοιχεία της φύσης: τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύουν με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. Όμως δε βαρυγκομούν, καθώς μία είναι η λαχτάρα τους: να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα καμαρώσουν παλικάρια και κοπέλες με δικά τους σπιτικά και δική τους οικογένεια. Γι' αυτό και δούλεψαν μερόνυχτα. Τα ροζιασμένα τους χέρια διοχέτευσαν στη γη, μαζί με το σπόρο και το φυτό, την ουσία της ψυχής τους.


Το θαύμα δεν άργησε, χάρη στο δικό τους μόχθο, το άκαμπτο πείσμα τους, τη σιδερένια θέληση. Γρήγορα  έστησαν και πάλι το νοικοκυριό τους. Άστραψαν τα σπιτικά τους, όλα πεντακάθαρα, όλα κεντημένα. Οι κουβέρτες στο κρεβάτι, τα κουρτινάκια στα παράθυρα. Κεντημένα και κολλαριστά.
Το φτωχικό και άγονο χώμα μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Πράσινη ευλογία όλες οι εκτάσεις με αμέτρητα καρποφόρα δέντρα, περιβόλια και πολλά γεννήματα. Σταδιακά δημιουργήθηκαν νέες προσφυγικές εγκαταστάσεις. Νέα χωριά και χωριουδάκια. Μικροί και μεγάλοι οικισμοί έξω από τις πόλεις, σε όλη την περιφέρεια,  που βαπτίστηκαν με τ' όνομα του γενέθλιου τόπου προσθέτοντας και τη λέξη «Νέος» μπροστά, όπως ο Νέα Σμύρνη, Νέα Ιωνία κλπ


Οι ξεριζωμένοι πήραν μαζί τους από τις εστίες τους και τις παραδόσεις τους, όλο το παρελθόν με τις άσβηστες μνήμες. Στην προσφυγιά τα περασμένα δεν έγιναν ξεχασμένα. Έμειναν ολοζώντανα, ακόμη και τα γλέντια, τα τραγούδια, η μουσική, τα ξεφαντώματα. Τα έθιμα, τα φαγητά, οι αξίες όλα ανέπαφα χάρη στους συλλόγους, τα σωματεία, μα κυρίως χάρη στις άξιες μάνες που έμειναν όρθιες σε όλες τις μπόρες και τις φουρτούνες του ουρανού και της γης Χωρίς ρίζες και σε ξένο χώμα, έστω και αν ήταν της μητέρας Πατρίδας και παρ' ότι γνώρισαν την απονιά, δε λύγισαν στιγμή. Ρίζωσαν και φύτρωσαν και άνθισαν τα βλαστάρια τους, που πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα.
 Δανειζόμαστε τον εξαιρετικό συλλογισμό της Ιφιγένειας Χρυσοχοόυ. Ενέταξε τη Μάνα μεταξύ των επτά μεγαλύτερων καλών του κόσμου, τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι είναι όλα γένους θηλυκού, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα επτά κακά του κόσμου, όλα αρσενικά. Η Ειρήνη έχει αντίθετό της τον Πόλεμο. Η Ζωή το Θάνατο. Η Μάνα, το Χάρο. Η Ελευθερία, το Ζυγό. Η Σιγουριά, τον Κίνδυνο. Η Ησυχία, το Τρόμο. Η Σωτηρία, το Χαμό.


Στην Ιμβριώτισσα μάνα, ο πνευματικός της πατέρας ο Πατριάρχης, έχει να πει:


«Στην Παναγία ακουμπούσαμε πάντα οι Ίμβριοι. Και σε καλές εποχές και σε δύσκολες. Και τότε που τα χωριά μας έσφυζαν από ζωή, και τώρα που μείναμε λίγοι να φυλάγουνε τις μνήμες και τα μνήματα, τα όνειρα και τ' αγιασμένα χώματα. Στην Παναγία τρέχανε και τρέχουμε, όπως τα παιδιά στην μητέρα τους. Την νοιώθουμε Μητέρα μας - Ιμβριώτισσα Μάνα της αιωνιότητος. Και όσοι ζουν πολύ μακριά από το γενέθλιο χώμα, την έχουν πάρει μαζί τους: «Παναγία Ξενιτεμένη», φύλακα και προστάτιδα των οραματισμών και των ελπίδων τους - λιμάνι στις πολλές φουρτούνες της ζωής τους - πολύ θα ήθελα να ήμουν μαζί σας τις άγιες αυτές ημέρες. Να σας δω ένα - ένα, να σας χαρώ. Να σας λειτουργήσω, να κοινωνήσουμε μαζί τη ζωή και την χαρά του κόσμου, που είναι ο Χριστός. Να παρακολουθήσω κι εγώ τα εφετεινά «Νιμπριώτ' κα» (Ιμβριώτικα), να ακούσω τη μουσική μας, να δω τους χορούς μας, να επισκεφθώ την έκθεση φωτογραφίας ...; ένας προσκυνητής κι εγώ της ιερής γης των προγόνων μας, που την πότισαν με πολύ ιδρώτα και με δάκρυα πολλά, και η καρδιά μου θα πάλλει στους παλμούς της δικής σας καρδιάς.
. Τα καλοκαίρια είναι όμορφα στην Ίμβρο, και το αντάμωμα συγγενών και φίλων τα κάνει ακόμη πιο όμορφα. Τα κάνει πιο όμορφα και ζωντανά και χαρούμενα η παρουσία τόσων Ιμβρίων νέων που αγαπούν περιπαθώς τον τόπο μας και τον επισκέπτονται και ανακαινίζουν τα σπίτια τους και ξαναζωντανεύουν τα παραδοσιακά πανηγύρια μας και μας θυμίζουν τα δικά μας όμορφα παιδικά και νεανικά χρόνια στην Ίμβρο μας. Αγαπητά μας, Ιμβριωτόπουλα, σας ευχαριστούμε γι' αυτά όλα κι εγώ σας ευλογών από καρδιάς ...;»


Χρόνια πέρασαν πολλά από τότε που αποχαιρέτησε τα παιδιά της. Τα είδε που ξανοίχτηκαν στο πέλαγο ζητώντας καλύτερες μέρες. Εκείνη ξέμεινε πίσω, μέσα στα χαλάσματα να περιμένει το γυρισμό.


Ώσπου ήρθε η μέρα. Ξημέρωσε θαρρείς Ανάσταση. Στην αρχή δειλά, ύστερα δυο δυο, αργότερα περισσότεροι, πήραν να ξαναστήνουν εκείνο το σπιτικό που τους είχε αφαιρεθεί με τη βία. Η μάνα, δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυα της. Είχε στην αρχή σκιαχτεί πως δεν θα ξανανταμώσει τα παιδιά της. Αλλά, εκείνα είχαν πάρει εικόνισμα μαζί και όρκο πως μια μέρα θα γυρνούσαν στην αγκαλιά της.


Σπίτια ξεφυτρώνουν εκεί που πριν είχαν βγει αγριόχορτο και λησμονιά. Οι τοίχοι και οι αυλές ασβεστώνονται ξανά, μέσα σε μικρούς τενεκέδες φυτεύεται βασιλικός. Τα περβάζια γεμίζουν γλάστρες. Και η καρδιά της ιμβριώτισσας μάνας χαρά και ελπίδα.


Η ξενιτεμένη μάνα, είναι η στοργική μάνα που δεν ξεχωρίζει τώρα πια τη γη που την θρέφει, εκείνη και τα παιδιά της. Αρκεί να είναι ανάμεσα σε ανθρώπους που πονούν για την ιστορία, το παρελθόν και το μέλλον. Να είναι ανάμεσα στα παιδιά της για να αρμενίζουν τον καιρό με ρότα την ελπίδα πως η λησμοσύνη δεν θα κλείσει τα μάτια και τα αυτιά της. Ακόμα ούτε και ο ίδιος ο θάνατος. Γι' αυτήν, την Ιμβριώτισσα μάνα,  θάνατος είναι μόνο η λησμονιά.