Monday, July 30, 2012

γρατζουνιά

Μια μέρα ο μπαμπάς αποφάσισε να πλύνει το καινούργιο του αυτοκίνητο. Ώρες αφιέρωνε για να το καθαρίσει, να το γυαλίσει. Την ώρα λοιπόν που μάζευε τα εργαλεία του, έρχεται η μικρή κορούλα του, παίρνει μια μικρή πέτρα και αρχίζει να γρατζουνίζει κάτι πάνω στην πόρτα του οδηγού. Ακούει εκείνος τον ήχο που κάνει η πέτρα καθώς γδέρνει το φρεσκογυαλισμένο χρώμα και τρέχει ανεμίζοντας ένα μεγάλο γαλλικό κλειδί. Ορμάει και χτυπά δυνατά το χέρι της μικρής. Πέφτει κάτω η πέτρα μαζί με τα σπασμένα δάχτυλα από το χέρι της. Το κοριτσάκι λιποθυμά από το πόνο και την αιμοραγία. Εκείνος όπως όπως κοιτά να τη συνεφέρει.
Μόλις συνήλθε την μεταφέρει στο κοντινότερο νοσοκομείο.
Εκεί οι γιατροί δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να της αφαιρέσουν όλα τα δάχτυλα.
Όταν συνέρχεται από την νάρκωση, ανοίγει τα μάτια της, βλέπει το χέρι της και με την παιδιάστικη αφέλεια ρωτάει τον πατέρα της:
"Μπαμπά, πότε θα μεγαλώσουν τα δάχτυλά μου;"
Μην αντέχοντας άλλο εκεί μέσα, φεύγει ο πατέρας και πηγαίνει στο αυτοκίνητό του. Ξεσπά επάνω του με κλωτσιές, μπουνιές.
Ξαφνικά το βλέμμα του πέφτει πάνω στην πόρτα με τις γρατσουνιές.
Πλησιάζει πιο κοντά.
Ήταν κάτι γραμμένο. Έλεγε:
"Μπαμπά, σ' αγαπώ"

Tuesday, July 24, 2012

Λεωφορείο

Για να νιώσεις τι σημαίνει καλοκαίρι στη πόλη, πρέπει να ταξιδέψεις με λεωφορείο που δεν έχει κλιματισμό.
Τα μεσημέρια, όταν η επίθεση της ζέστης είναι στο μεγαλείο της, οι άνθρωποι που περιμένουν υπομονετικά στη στάση εκτός από τον ιδρώτα σκουπίζουν και τις τελευταίες σταγόνες της υπομονής τους. Το πακέτο με τα χαρτομάντηλλα είχε αδειάσει και το τελευταίο χαρτομάντηλο ήταν έτοιμο να στιφτεί στα χέρια μου όταν ξεπρόβαλε το λεοφωρείο.
Τι τύχη! Σταμάτησε μπροστά μου. Ανοιξε η πόρτα και έμοιαζε σαν ο οδηγός να ήταν ο Αγιος Πέτρος. «Επιτέλους Παράδεισος» σκέφτηκα και ανέβηκα. Μα ήταν σα να κατέβηκα. Στα Τάρτατα. Εβραζε ο τόπος. «Πρέπει να αρχίσω να ξαναμετράω τα αμαρτήματα μου» είπα και χαμογέλασα με τις ανοησίες που λέει κάποιος όταν έχει ξεπεράσει τα όρια του.
Στάθηκα κοντά στο παράθυρο ελπίζοντας η Κολαση να έχει απεργία σήμερα.
Με την άκρη του ματιού μου είδα να ανεβαίνει μια οικογένεια που τελειωμό δεν είχε. Ανέβαιναν, ανέβαιναν...τρεις..πέντε..επτά..οκτώ...και οι γονείς..Χριστέ μου! Δέκα άνθρωποι.
Στριμώχτηκαν κοντά μου.
«Μάλλον έπεσα στη μέρα που δουλεύουν υπερωρία στη Κόλαση» σκέφτηκα.
Εκείνη την ώρα άρχισαν να μιλάνε, να γελούν, να ρωτά ο ένας τον άλλον, να απαντούν με χαμόγελο και χιούμορ...Τόσο που ξεχάστηκα...που σχεδόν είχε αλλάξει το σκηνικό...
Αστειεύονταν με όλα. Εκεί μέσα στη ζέστη, το καζάνι, την απογοήτευση και τη μιζέρια.
Είναι πολύ κρίμα που στη δική μου οικογένεια σπάνια μιλάει ο ένας στον άλλον πια.
Ξαφνικά ένιωσα κι εγώ μέλος της οικογένειας αυτής. Πήρα το λόγο.Είπα ένα αστείο. Γέλασα με τον μικρό που του έπεσε το παγωτό στα πόδια της μητέρας του.
Ξέρω πως τούτο το μεσημέρι και στο δικό μου σπιτικό δεν θα είναι πια το ίδιο.

Friday, July 20, 2012

Θεός

Μια φορά ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό.
Ηξερε ότι θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, μέχρι εκεί που έμενε ο Θεός, και έτσι έφτιαξε την βαλίτσα του, έβαλε μέσα λίγο κέικ, λίγα αναψυκτικά και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Όταν είχε προχωρήσει γύρω στα τρία τετράγωνα, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα, να κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και να κοιτάζει τα περιστέρια.
Το αγόρι την πλησίασε και κάθησε δίπλα της. Έιχε διψάσει ο μικρός. Άνοιξε την βαλίτσα του να πιεί ένα αναψυκτικό.
Παρατήρησε πως η κυρία ήταν πολύ πεινασμένη και έτσι έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ και της έδωσε. Εκείνη με ευγνωμοσύνη το δέχτηκε και του χαμογέλασε πλατιά.
Το χαμόγελο της ήταν τόσο υπέροχο που ήθελε να το ξαναδεί, έτσι της έδωσε και ένα κουτάκι χυμό. Εκείνη του ξαναχαμογέλασε. Το αγόρι ήταν ενθουσιασμένο.
Κάθησαν όλο το απόγευμα εκεί. Έπιναν, έτρωγαν, δίχως να πουν ούτε μια λέξη.
Όταν βράδυασε αρκετά, το μικρό αγόρι αισθάνθηκε κουρασμένο και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι. Αφού είχε προχωρήσει λίγα βήματα, γυρίζει και τρέχει στην κυρία και της δίνει μια μεγάλη αγκαλιά. Εκείνη του χάρισε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχε δει ποτέ στην ζωή του.
Όταν γύρισε στο σπίτι του η μητέρα του γεμάτη έκπληξη που το είδε με την υπέροχη χαρά ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του το ρώτησε:
- Τι σε έκανε τόσο χαρούμενο σήμερα;
- Εφαγα μεσημεριανό με τον Θεό, της απάντησε εκείνο.
Προτού του πεί κάτι η μητέρα του, εκείνο συνέχισε:
- Και ξέρεις ε; Αυτή έχει το πιο όμορφο χαμόγελο στον κόσμο.
Εν τω μεταξύ, η γυναίκα επίσης πολύ χαρούμενη επέστρεψε στο σπίτι της.  Ο γιος της την ρώτησε:
- Γιατί είσαι τόσο χαρούμενη σήμερα μητέρα;
- Έφαγα κέικ σήμερα στο πάρκο με τον Θεό, απάντησε αυτή.
Και πριν την ξαναρωτήσει κάτι ο γιος της συμπλήρωσε:
- Και ξέρεις ε; Είναι πολύ πιο νέος από ο,τι τον φανταζόμουν.


 


Yποτιμούμε την δύναμη που έχει ένα χαμόγελο, ένα άγγιγμα, μια καλή κουβέντα, μια αγκαλιά.
Ολα αυτά τα "μικρά και ασήμαντα" έχουν την δύναμη να γυρίσουν στην ζωή μας, τα πάνω κάτω.

Monday, July 16, 2012

καθρέφτες

Διηγούνται πως τα πολύ παλιά χρόνια, σε ένα μικρό μακρινό χωριό, ήταν ένα μέρος που το έλεγαν "Το Σπίτι με τους χίλιους καθρέφτες".
Ένα μικρό, ευτυχισμένο σκυλάκι, έμαθε για αυτό το μέρος και μια μέρα αποφάσισε να το επισκεφτεί. Όταν έφτασε εκεί, χαρούμενα ανέβηκε τις σκάλες και έφτασε μέχρι την πόρτα. Κοίταξε μέσα με τα αυτιά του τεντωμένα και την ουρά του να πηγαίνει πέρα δώθε, όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε άλλα χίλια ευτυχισμένα σκυλάκια να τον κοιτούν και νανκουνάνε τις ουρίτσες τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Τους χαμογέλασε πλατιά και εκείνα του ανταπέδωσαν το χαμόγελο. Φεύγοντας σκέφτηκε πως είναι ένα υπέροχο μέρος αυτό το σπίτι. Αποφάσισε να το επισκέπτεται πιο συχνά.
Στο ίδιο χωριό, ζούσε ένα άλλο σκυλάκι, που δεν ήταν τόσο ευτυχισμένο όσο το πρώτο.  Αργά αργά σκαρφάλωσε τα σκαλιά μέχρι την εξώπορτα. Με κατεβασμένο το κεφάλι κοίταξε μέσα από την πόρτα. Τότε είδε χίλια σκυλάκια, μουρτζούφλικα να τον κοιτούν. Γρύλισε εκείνο δυνατά, δείχνοντας τα δόντια του. Τρομαγμένο τότε είδε πως χίλια σκυλάκια ανταπέδωσαν το γρύλισμα.  Καθώς έτρεχε να φύγει σκέφτηκε πως δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο πιο απαίσιο μέρος από αυτό. Βέβαια αποφάσισε να μην ξανάρθει ποτέ πια.
Θαρρώ λοιπόν πως όλα τα πρόσωπα στον κόσμο είναι καθρέφτες.
Άραγε τι από τον εαυτό σου βλέπεις στους ανθρώπους που συναντάς στον δρόμο σου;

Friday, July 13, 2012

Η τέντα


Δεν σήκωνε άλλες αναβολές. Το δίχως άλλο έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα.


Το μικρό διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο το έκαιγε ο ήλιος. Εμπαινε μέσα από τις χαραμάδες τις κομματιασμένης τέντας και ορμούσε ακάθεκτος σε κάθε γωνιά. Πυρπολούσε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Και στο δωμάτιο της γριούλας, της κυρα Θοδώρας και στο δωμάτιο του γιου της, του Αλέκου. Δεν σεβόταν ούτε τα χρόνια της , ούτε την αρρώστια του.


«Να κοιτάξεις αύριο να φέρεις τον τεντά» του είπε καθώς δρόσιζε η μέρα ύστερα από τη δύση.


«Ποιον; Αυτόν εκεί στη γωνία;» ρώτησε ο γιος και έβηξε αδύναμα


«Ξέρεις κανέναν άλλον;» του είπε η μάνα ανακατεύοντας το βραδυνό τους φαγητό πάνω στο μικρό ματάκι της κουζίνας


Εκείνος κάτι μουρμούρισε και ύστερα στρώθηκε στην τηλεόραση μπροστά.


Η γριούλα αφού τέλειωσε το φαγητό, πήρε την σφουγγαρίστρα, έριξε νερό στο μπαλκόνι, σφουγγάρισε, πότισε τις γλάστρες, μαζί και το βασιλικό. Εριξε ένα βιαστικό βλέμμα στο γιο της και έκανε σχέδια για την αυριανή μέρα.


Οταν την αλλη μέρα τέλειωσε ο τεντάς την δουλειά του, αποκλείοντας τον ήλιο από την καθημερινή εισβολή του, μπήκε στο μικρό σαλονάκι. Ήπιε μονορούφι το κρύο νερό που του έφερε στο δίσκο με το σεμενάκι η κυρά Θοδώρα και είπε


«Αντε, το καλύτερο σας έβαλα!»


«Εχει εγγύηση για πολλά χρόνια» ρώτησε η γριούλα και τα μάτια της άστραψαν.


Τα γέλια του γιου της τα έκοψε ξαφνικά ο βήχας του.


Έπεσε ξαφνική σιωπή στο σπίτι. Ανακατεύτηκαν βλέμματα, ενοχές.


Ο τεντάς φεύγοντας είπε στη κυρά Θοδώρα


«Σε δέκα χρόνια θα με κεράσεις και καφέ, έτσι;» και την φίλησε τρυφερά. Ο γιος είχε κρυφτεί μέσα στις σκιές που άφησε στην θέση του ο ήλιος..

Tuesday, July 10, 2012

σπίτι

Ένας ηλικιωμένος μαραγκός είχε φτάσει στην ηλικία να πάρει σύνταξη. Είπε στον προϊστάμενο του, στον κατασκευαστή πως σχεδίαζε να εγκαταλείψει τις  δουλειές που είχαν σχέση με το χτίσιμο για να ζήσει μια πιο ανέμελη ζωή με τη γυναίκα του και την ευρεία του οικογένεια. Οπωσδήποτε θα του έλειπε ο μισθός, αλλά έπρεπε να συνταξιοδοτηθεί. Κάπως θα τα βόλευαν.
Ο κατασκευαστής λυπήθηκε που ο καλύτερος του εργάτης θα έφευγε και του ζήτησε αν θα μπορούσε να χτίσει ένα τελευταίο σπίτι, έτσι σαν προσωπική χάρη. Ο μαραγκός συμφώνησε αλλά έβλεπε ότι η καρδιά του δεν ήταν δοσμένη στην δουλειά του. Δεν έκανε την έκανε καλά, δεν χρησιμοποίησε καλά υλικά. Ήταν ένας άσχημος τρόπος να τελειώσει την καριέρα του.
Όταν ολοκλήρωσε την εργασία του, ήρθε ο εργοδότης να επιθεωρήσει το σπίτι.
Έδωσε το κλειδί της εξώπορτας στον μαραγκό.
"Αυτό είναι το σπίτι σου", του είπε, "το δώρο μου για σένα".
Ο μαραγκός σοκαρίστηκε.
"Τι ντροπή"!
Αν ήξερε ότι αυτό που έφτιαχνε προορίζονταν γι εκείνον θα το είχε κάνει τόσο διαφορετικά!


Έτσι και με μας. Χτίζουμε τις ζωές μας, μέρα με τη μέρα, συχνά βάζοντας κάτι λιγότερο από ο,τι μπορούμε στο κτίριο μας. Ύστερα σοκαρισμένοι καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να ζήσουμε μέσα στο σπίτι που χτίσαμε. Άν μπορούσαμε να το ξαναχτίσουμε σίγουρα θα το κάναμε διαφορετικά. Αλλά δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω.
Ο μαραγκός είσαι εσύ.
Κάθε μέρα καρφώνεις ένα καρφί, βάζεις ένα σανίδι και σηκώνεις έναν τοίχο. Η ζωή είναι " κάντο μόνος σου"  σχέδιο. Οι στάσεις και οι επιλογές σου που κάνεις σήμερα, χτίζουν το σπίτι που θα ζήσεις αύριο.
Γι' αυτό λοιπόν: Χτίζε με σοφία.

Sunday, July 8, 2012

πιο πολύτιμο

Μια σοφή γυναίκα, ταξίδευε στα βουνά. Κάποια μέρα, βρήκε μέσα σε ένα χείμαρο μια πολύτιμη πέτρα. Την άλλη μέρα, συνάντησε έναν άλλο ταξιδιώτη, που ήταν πεινασμένος, και η σοφή γυναίκα, άνοιξε το σακκίδιο της για να μοιραστεί μαζί του το φαγητό της. Ο πεινασμένος ταξιδιώτης, είδε την πολύτιμη πετρα και ζήτησε από την γυναίκα να του την δώσει. Εκείνη το έκανε δίχως να διστάσει. Ο ταξιδιώτης έφυγε, χαρούμενος για την καλή του τύχη. Ηξερε οτι η πέτρα άξιζε πολλά, για να του δώσει την σιγουριά μιας ολόκληρης ζωής.
Αλλά, λίγες μέρες αργότερα, γύρισε για να επιστρέψει την πέτρα στην σοφή γυναίκα.
"Σκεφτόμουν" είπε "...δηλαδή ξέρω πόσο πολύτιμη είναι αυτή η πέτρα, αλλά σου την επιστρέφω με την ελπίδα οτι θα μου δώσεις κάτι πιο πολύτιμο. Δώσε μου ό,τι  έχεις μέσα στην καρδιά σου...κυρίως; εκείνο που σε έκανε να μου δώσεις αυτή την πέτρα!"

Thursday, July 5, 2012

κινητό

"Καλά δεν θα το πιστέψεις!" της είχε πει και τα μάτια του άστραφταν
"Τι είναι καλέ; Θα με σκάσεις!" του έπιασε τα χέρια και τον κουνούσε πέρα δώθε, όσο εκείνος στεκόταν ακίνητος έχοντας δέσει τα χέρια του πίσω από τη πλάτη.
"Τα νταααν!" φώναξε και της έδειξε το καινούργιο του τηλέφωνο. "Δεν θα το πιστέψεις! Το κέρδισα στον διαγωνισμό! Ανάμεσα σε 5000 συμμετοχές! Δεν είναι υπέροχο;"
Από τότε ο Γιάννης και η Μαρία υιοθέτησαν και το κινητό. Εγινε το τρίτο μέλος της σχέσης. Η Μαρία ζήλευε μερικές φορές, όμως ήταν τόση η χαρά του Γιάννη που ξεπερνούσε τον θυμό της με ένα καλωσυνάτο χαμόγελο.
Την περασμένη Τρίτη πήγαν στο TheMall για να αγοράσουν ένα δωράκι για την αδελφή της Μαρίας. Είχε τα γενέθλια της.
Ο Γιάννης κάθε λίγο και λιγάκι χαίδευε το κινητό του μέσα στην τσέπη του. Σαν να το καθησύχαζε επειδή το αμελούσε.
"Γιάννη, έλα λίγο που σε θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για ένα μπλουζάκι" του μήνυσε η Μαρία.
Εκείνος βαριεστημένα σηκώθηκε. Την ώρα εκείνη πέρασε ξυστά από δίπλα του ένας νεαρός. Υστερα κι ένας άλλος.
"Είστε καλά ρε;" τους φώναξε θυμωμένα ο Γιάννης "Μέσα στο Μώλ παίζετε κηνυγητό; Να σας δει ο σεκιουριτάς να σας πω εγώ!"
Αναστατωμένος όπως ήταν πήγε στη Μαρία
"Καλό είναι!" της είπε δίχως να κοιτάξει καθόλου. Είχε το νου του στους νεαρούς. Έβλεπε τον εαυτό του να τους έχει πιάσει και να τους μοιράζει χαστούκια. Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στη τσέπη. Ξαφνικά ένιωσε τον κόσμο να χάνεται. Σκοτίνιασε απότομα. Εψαξε κάπου να πιαστεί από κάπου.
"Το κινητό μου..." ψιθυρισε και σωριάστηκε στο πάτωμα.
Ετρεξαν όλοι να τον συνεφέρουν. Η Μαρία του άδειασε ένα μπουκάλι νερό στο κεφάλι.
"Μην κάνεις έτσι..." τον παρακάλεσε
"Μου το πήρανε..." είπε εκείνος ξεψυχισμένα.
Ακούστηκε το κινητό της Μαρίας.
Το εβγαλε από τη τσάντα της.
"Δεν το πιστεύω..." είπε και ξεροκατάπιε... "Μου τηλεφωνείς;" είπε...
Τα μάτια του Γιάννη σα να άνοιξαν λίγο πιο πολύ
"Ναι..." είπε δειλά η Μαρία
"Συγκνώμη..." ακούστηκε από την άλλη άκρη "βρήκα τελεφωνο και πήρα να έρθετε εντώ να σας  ντώσω" είπε με σπαστά ελληνικά μια γυναικεία φωνή.
Εδωσαν ραντεβού στην είσοδο. Ο Γιάννης δεν μπορούσε να περπατήσει. Ξανακάθησε. Πέρασε μισή ώρα.
"Θα έχει φύγει..." είπε καθώς πήγαιναν μαζί να συναντήσουν τη γυναίκα
Στην είσοδο ωστόσο υπομονετικά περίμενε μια μεσόκοπη γυναίκα. Στο χαμόγελο της έγραφε "Εγώ είμαι"
Εκείνη την ώρα όλοι οι επισκέπτες του Μωλ ένιωσαν μια γλύκα στην ψυχή τους. Ας μην ήξεραν γιατί. Σε έναν σκληρό κόσμο η ανέλπιστη καλωσύνη γιάτρεψε κάποια κρυφή τους πληγή.

Tuesday, July 3, 2012

Αστερίας

Kαλοκαίρι. Να μην θυμίσω την ιστορία εκείνη με τον άνθρωπο που έσωζε αστερίες;


Την ξέρεις έτσι;


Στην παραλία μια μέρα ένας άνθρωπος που περπατούσε, είδε από μακριά κάποιον άλλον άνθρωπο που έσκυβε μάζευε και πετούσε πίσω στην θάλασσα μερικά πράγματα.


Τον πλησίασε και είδε  οτι αυτά τα πράγματα ήταν αστερίες που είχαν ξεβραστεί στην αμμουδιά.


Αφού τον παρατήρησε λοιπόν για ώρα,  δεν μπόρεσε άλλο να κρατηθεί τον πλησίασε και τον ρώτησε:


- Γιατί μπαίνεις στον κόπο και το κάνεις αυτό; Είναι δεκάδες οι αστερίες που πεθαίνουν στην αμμουδιά. Δεν έχει νόημα αυτό που κάνεις!


Και ο άλλος απάντησε:


- Έχει νόημα για τούτον εδώ, και τον πέταξε μέσα στην θάλασσα για να συνεχίσει την ζωή του μέσα εκεί.

Sunday, July 1, 2012

Ονειρο

Ξύπνησε με έντονη την αίσθηση του ονείρου της. Πέρασαν αρκετές στιγμές από δίπλα της προσπαθώντας να την συνεφέρουν. Κοίταξε ασυναίσθητα το ημερολόγιο.
"Πρώτη Ιουλίου" διάβασε μηχανικά και έτριψε τα μάτια της προαπαθώντας να αποφασίσει αν θα συνεχίσει το όνειρο η θα σηκωθεί από το κρεβάτι της.
Σηκώθηκε. Σέρνοντας σχεδόν τις παντόφλες της πήγε στη κουζίνα. Εκεί την περίμενε ο άνδρας της.
"Τι έγινε; Καλημέρα!" της είπε σμίγοντας τα φρύδια του με ανησυχία "Σε βλέπω κάπως παράξενη. Ελα, έχω ψήσει καφεδάκι." και της πλησίασε το φλυτζάνι με τον αχνιστό καφέ.
"Είδα ένα πολύ ζωντανό όνειρο" είπε εκείνη κοιτώντας πέρα από τον ορίζοντα, που δεν ήταν άλλος από την τέντα του μπαλκονιού που έκριβε την απέναντι πολυκατοικία.
"Τι όνειρο;" ρώτησε ο άνδρας της
"Να, οτι κουβέντιαζα συνέχεια με την μάνα μου. Σα μάνα με κόρη. Λέγαμε λέγαμε..."
"Με...τη μάνα σου;" χαμογέλασε εκείνος "Μα...αυτή είναι με άνοια στο γηροκομείο.."
"Αυτό είναι που με θλίβει" αναστέναξε αυτή. "Τώρα κάθε φορά που θέλω να μιλήσουμε στεναχωριέμαι απιστευτα. Δε βρίσκει τις λέξεις, τις αναμνήσεις...με πιάνει η ψυχή μου. Παλιότερα θεωρούσα δεδομένο οτι θα την έχω πάντα διαθέσιμη και έχασα τις ευκαιρίες....πόσο μου λείπει...πόσο..." είπε και ξανακοίταξε πέρα από την τέντα που της εφραζε τα μάτια. Εκεί βρισκόταν το όνειρο που χάθηκε.
Οταν  η κόρη τους χαιρέτησε βιαστικά φεύγοντας για το Πανεπιστήμιο εκείνη την πήρε στην αγκαλιά της. Δεν θα άφηνε άλλη ευκαιρία να πεθάνει μαζί με το δικό της όνειρο.
"Θέλω να μιλάμε..." της είπε και την φίλησε τρυφερά. Κι ας μην καταλάβαινε αυτή. Ακόμα.