Friday, June 29, 2012

Αόρατος

Μπορεί το παρακάτω πείραμα να είναι παλιό, ωστόσο τα αποτελέσματα του παραμένουν διαχρονικά:


violin.jpg


Κάποιο κρύο πρωινό του Ιανουαρίου, ένας άντρας κάθισε  σε ένα κεντρικό  σταθμό του Metro και ξεκίνησε να  παίζει το βιολί του. Έπαιξε για  περίπου 45 λεπτά. Κατά τη  διάρκεια αυτών των 45 λεπτών,  δεδομένου ότι ήταν ώρα αιχμής, πέρασαν από
 μπροστά του αρκετές χιλιάδες  άνθρωποι, οι  περισσότεροι πηγαίνοντας στη
 δουλειά τους.  Τρία λεπτά μετά την έναρξη της  μουσικής, ένας μεσήλικας κύριος
 παρατήρησε ότι υπήρχε ένας  μουσικός που έπαιζε βιολί, τον  κοίταξε για  λίγα δευτερόλεπτα και συνέχισε  το βιαστικό του βηματισμό. Ένα  λεπτό  αργότερα, ο βιολιστής εισέπραξε  το πρώτο του δολάριο, από μια  κυρία  που το πέταξε στο καπέλο του  καθώς περνούσε από μπροστά του  χωρίς να  σταματήσει καθόλου. Λίγο  αργότερα, κάποιος ακούμπησε στον  τοίχο και  τον άκουσε για λίγο, αλλά μετά  κοίταξε το ρολόι του και έφυγε  βιαστικός. Πιο πολύ από όλους  τους περαστικούς, ασχολήθηκε  μαζί του  ένα τρίχρονο αγόρι που ήθελε να  σταματήσει για να ακούσει, αλλά η  μητέρα του τον τράβηξε για να  συνεχίσουν τη διαδρομή τους. Το  παιδί  κοιτούσε συνεχώς προς τα πίσω  καθώς απομακρυνόταν. Το ίδιο  επαναλήφθηκε και με άλλα παιδιά  και τους γονείς τους, οι οποίοι -  χωρίς καμία εξαίρεση - τα τράβαγαν για να συνεχίσουν το  δρόμο τους. 
 Στα 45 λεπτά μουσικής, συνολικά  σταμάτησαν για να ακούσουν - έστω  και  για λίγο - μόνο 6 άνθρωποι.
 Περίπου 20 άνθρωποι έριξαν λεφτά  στο  καπέλο καθώς συνέχιζαν να  περπατούν, χωρίς να ελαττώσουν  την ταχύτητα  του βηματισμού τους.
Η συνολική  είσπραξη ήταν 32 δολάρια.
Όταν η  μουσική σταμάτησε και υπήρξε  σιωπή, κανείς δεν το πρόσεξε.
 Κανείς δε  χειροκρότησε, ούτε υπήρξε  κανενός άλλου είδους αναγνώριση.
 
 Αυτό που δεν ήξερε κανείς ήταν  ότι ο συγκεκριμένος βιολιστής  ήταν ο  Joshua Bell, ένας από τους καλύτερους  μουσικούς του κόσμου, και έπαιζε  με ένα βιολί Stradivarius αξίας 3,5  εκατομμυρίων δολαρίων,  κατασκευασμένο από τον ίδιο τον
 Antonio Stradivari το 1713. Δύο ημέρες  νωρίτερα, ο Joshua Bell έπαιξε σε ένα  κατάμεστο θέατρο της Βοστώνης  και η τιμή ενός κάτω-του-μετρίου  εισιτηρίου ήταν 100 δολάρια. Ο Bell  αμείβεται με περίπου 1000  δολάρια το λεπτό! 
 Το συγκεκριμένο πείραμα, δηλαδή  το να παίξει ο Joshua Bell στο σταθμό  του μετρό incognito, οργανώθηκε από  την εφημερίδα Washington Post, ως  μέρος μιας  κοινωνικής μελέτης  περί του τι εκλαμβάνουμε ως  σημαντικό,  τι μας αρέσει, και σε τι δίνουμε  προτεραιότητα. Η γενική  περιγραφή του  πειράματος ήταν: « Σε ένα  συνηθισμένο περιβάλλον, σε μια  ακατάλληλη  ώρα, αντιλαμβανόμαστε το ωραίο;
 Σταματάμε για να το  ευχαριστηθούμε;  Αναγνωρίζουμε το ταλέντο σε ένα  μη-αναμενόμενο περιβάλλον;»


 Πηγή: Washington Post,
Εδώ θα δείτε και το σχετικό βίντεο
http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2007/04/04/AR2007040401721.html

Wednesday, June 27, 2012

ζευγάρι

Ζούσε κάποτε ένα ζευγάρι που αγαπιόταν πολύ. Ο άνδρας λάτρευε τη γυναίκα του και της το έδειχνε σε κάθε ευκαιρία. Εκείνη ήταν πανέμορφη, ευαίσθητη όμως πολύ φιλάσθενη.
Ξέσπασε πόλεμος και ο άνδρας χρειάστηκε να πάει να πολεμήσει. Πέρασε πολλές δυσκολίες και παρολίγο να χάσει και τη ζωή του ακόμα. Παρακαλούσε το Θεό να τον αξιώσει να γυρίσει πίσω στην γυναίκα του. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν η ώρα που θα την ξανάβλεπε και θα την ξανάσφιγγε στην αγκαλιά του. Η σκέψη αυτή του έδινε δύναμη και κουράγιο για να συνεχίσει να παλεύει για τη ζωή του.
Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, γεμάτος ανυπομονησία ξεκίνησε για το σπιτικό του. Στο δρόμο συνάντησε έναν οικογενειακό φίλο.
"Συλλυπητήρια" του είπε
"Για ποιο πράγμα;" ρώτησε ο άνδρας
"Για τη συμφορά που σας βρήκε" είπε ο φίλος του
"Ποια σύμφορά;"
"Δεν τα έμαθες; Η γυναίκα σου κόλλησε μια μολυσματική αρρώστια και έχει παραμορφωθεί το πρόσωπο της"
Ο άνδρας κάθισε στην μέση του δρόμο και έκλαψε για πολλή ώρα.
Συνέχισε το δρόμο του και κατα το απόγευμα έφτασε στο σπίτι του.
Η γυναίκα του κατάλαβε οτι είχε χάσει το φως του στον πόλεμο.
Παρόλα αυτά τον αγκάλιασε με την ίδια αγάπη και ζήσανε μαζί δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Η γυναίκα του πέθανε ένα πρωί και εκείνος αφού της έκλεισε τα μάτια, άνοιξε τα δικά του.
Για δεκαπέντε χρόνια προσποιήθηκε οτι ήταν τυφλός για να μην την πληγώσει….

Monday, June 25, 2012

Να θυμάσαι

Είναι αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε λίγες ώρες μετα από σεισμό στην Ιαπωνία, πριν λίγους μήνες. Θα μπορούσε να είναι και αυτή ένα παραμύθι, όμως... δεν είναι. Είναι η πραγματικότητα που μας θυμίζει πως τα παραμύθια δεν είναι πάντα μύθος.


Έχοντας πλέον ο σεισμός υποχωρήσει, διασώστες φτάνουν στα ερείπια του σπιτιού μιας νεαρής γυναίκας κι αντικρύζουν το πτώμα της μέσα στα χαλάσματα. Η στάση του σώματός της όμως ήταν σχετικά περίεργη, θυμίζοντας κατά πολύ την στάση που παίρνει πιστός έχοντας λυγίσει στα γόνατά του για να λατρέψει και να προσευχηθεί τον Θεό του. Τα συντρίμια του σπιτιού, είχαν καταπλακώσει την πλάτη και το κεφάλι της.


Αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις δυσκολίες, ο αρχηγός της ομάδας διάσωσης, αποφασίζει να βάλει το χέρι του μέσα από ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο για να φτάσει το σώμα της άτυχης γυναίκας. Είχε ακόμη μέσα του την ελπίδα ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Ωστόσο, τόσο το κρύο δέρμα όσο και η ακαμψία του σώματος, μαρτυρούσαν πως η γυναίκα είχε σίγουρα πεθάνει. Ο ίδιος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα άφησαν αυτό το σπίτι και κατευθύνθηκαν στα υπόλοιπα, αναζητώντας τα επόμενα υπό κατάρρευση κτίρια.


Κάποιοι ανεξήγητοι όμως λόγοι, παρακινούσαν τον αρχηγό της ομάδας να επιστρέψει στο κατεστραμένο σπίτι της νεκρής γυναίκας, καθώς μια εντυπωσιακή δύναμη τον καλούσε πίσω... Έτσι κι έγινε. Πλησίασε, γονάτισε και έβαλε ξανά το χέρι του ανάμεσα στο άνοιγμα που είχε εντοπίσει πριν, αναζητώντας ένα μικρό κενό κάτω από το νεκρό σώμα.


Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό! «Είναι ένα παιδί! Υπάρχει ένα παιδί!». Όλη η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του και προσεκτικά αφαίρεσε τις σωρούςτων γκρεμισμένων τμημάτων του σπιτιου, γύρω από την άτυχη γυναίκα. Πράγματι, μπροστά τους πλέον, υπήρχε ένα τριών μηνών αγοράκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με μοτίβα άνθεων, κάτω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Προφανώς, η γυναίκα είχε πραγματοποιήσει μια υπεράνθρωπη θυσία για την διάσωση του γιου της. Όταν όμως αντιλήφθηκε πως το σπίτι κατέρρεε, χρησιμοποίησε το σώμα της για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο κάλυμμα προστασίας για τον γιό της. Το μικρό αγοράκι, κοιμόταν ακόμα ήρεμο και γαλήνιο, ενώ ο επικεφαλής της ομάδας διάσωσης τον είχε πλέον στα χέρια του και τον απομάκρυνε από τα χαλάσματα.


Ο γιατρός, κατέφθασε γρήγορα για να εξετάσει το μικρό αγόρι. Αφού άνοιξε την κουβέρτα, εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο.Υπήρχε ένα μήνυμα κειμένου στην οθόνη που έγραφε:
«Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ 'αγαπώ»

Friday, June 22, 2012

Ξένοι

Τα απογεύματα του καλοκαιριού το Μώλ γεμίζει από μαθητόκοσμο. Χρώματα, φωνές, πειράγματα. Σκάλες ηλεκτρικές που ανεβοκατεβάζουν την ένταση των καλοκαιρινών διακοπών.
Το εστιατόριο στον τελευταίο όροφο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Γύρω από τα γεμάτα τραπέζια κυκλοφορούν πεινασμένα βλέμματα, με την αδημονία του κυνηγού έντονη. Το πρώτο τραπέζι που θα αδειάσει είναι ήδη πιασμένο.
Σε ένα από αυτά κάθεται μια παρέα παιδιών. Πέντε, έξι είχαν περικυκλώσει ένα δίσκο με φαγητά. Ομως δεν έτρωγαν όλοι. Κάποια κάρφωναν με βουλημία πατάτες, κρέας, σαλάτα την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι έμεναν ακούνητοι στις θέσεις τους. Η πείνα δεν τους είχε αγγίξει ακόμη και προτιμούσαν να μένουν αμέτοχοι.
Πλησιάζει μια μεσόκοπη γυναίκα. Γυρίζει προς το μέρος των χορτάτων.
"Παιδιά εσεις δεν τρώτε επειδή δεν πεινάτε η επειδή δεν έχετε χρήματα να πληρώσετε για το φαγητό σας;"
Ξαφνικά σταμάτησαν όλοι ο,τι έκαναν και παραξενεύτηκαν με το νοιάξιμο της που έμοιαζε με κήπο ολάνθιστο
"Επειδή" συνέχισε "Αν τα χρήματα είναι το θέμα πολύ ήθελα να σας κεράσω εγώ το φαγητό σας"
Τα παιδιά συγκινημένα της εξήγησαν με λίγες κουβέντες. Την ευχαρίστησαν.
"Ρε σεις" είπε ένας μικρός κοιτώντας τους υπόλοιπους στα μάτια. "Δηλαδή αυτή ήταν μια ξένη; Είναι δυνατόν ένας ξένος να σ αγαπάει; Χωρίς να σε ξέρει;"
Την ίδια ώρα λίγο παραπέρα ένα ζευγάρι χώριζε.
"Από σήμερα" έλεγε το κορίτσι στο αγόρι " δεν θέλω ούτε να σε ξέρω. Από σήμερα είμαστε δύο ξένοι. Τ ακούς; Δύο ξένοι"
Οι φωνές τους μπερδέυτηκαν με τα ερωτηματικά της παρέας των παιδιών και ανεβοκατέβαιναν για ώρα στις σκάλες του Μωλ.

Wednesday, June 20, 2012

"Καλή αντάμωση"

Για την παγκόσμια μέρα των προσφύγων παραθέτω τούτη την ιστορία που είναι παρμένη από τα ταξίδια του βιβλίου "Μικρασίας Έρως"


"Αυτή θα ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής τους. Κάθε λεπτό που περνούσε σφυροκοπούσε αλύπητα την ψυχή . Οι μέρες οι καλές, σωστές αναμνήσεις τώρα πια, πέρασαν στον κήπο της καρδιάς. Στην στοργική  της αγκαλιά. Τα περασμένα χρόνια κομποδέθηκαν τώρα στα μπαγκάζια μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού. Αυτή έμελλε να κλείσει πίσω της τον χρόνο που σταμάτησε.
Το απόγευμα κυλούσε απελπιστικά αργά, καθώς η νεκροπομπή με τον σίγουρο προορισμό.
Το μαγαζί το έκλεισε στην ώρα του. Έβαλε το λουκέτο στην πόρτα, όπως κάθε βράδυ και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Ο Νικόλας, ο μπακάλης. Όλοι είχαν να το λένε πως το Σχοινούδι, μα και όλη η Ίμβρος, ήταν περήφανη για το Νικόλα.
Καθώς έπαιρνε την ανηφοριά, για να στρίψει δεξιά προς τους καφενέδες, η ματιά του δεν άντεξε και γύρισε να αποχαιρετήσει το μαγαζί του. Γωνιακό παντοπωλείο. Χτισμένο με κόπους και θυσίες. Παραξενεύτηκε και κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή θάρρεψε πως άκουσε τραγούδια και γέλια. Απέναντι, πάνω στα σκαλοπάτια που έβγαζαν στην εκκλησιά, είχαν στρώσει λέει μεζέδες οι φίλοι του και γλεντούσαν τραγουδώντας. Όπως τότε. Μερικά χρόνια πριν.  Έκανε να δει καλύτερα, όμως δεν μπορούσε, γιατί από τα δάκρυα είχε πολύ θολώσει το βλέμμα του.
Η ώρα περνούσε και η γυναίκα του τώρα θα τα είχε ετοιμάσει όλα.
Η Ζαχαρώ μέσα στους μποχτσάδες είχε βάλει όσα μπορούσε να χωρέσει ο πόνος της. Τίποτα παραπάνω. Μωρομάνα καθώς ήταν στο δεύτερο παιδί, κοντανάσαινε στην ιδέα της καινούργιας πατρίδας. Μα έτσι έπρεπε. Του το είχαν μηνύσει καθαρά του Νικόλα.
 Ήταν βράδυ, όταν έκλεινε τα κανάτια του μαγαζιού του από μέσα. Όρμησαν στο μαγαζί δυο σκοτεινοί καλικάτζαροι. Τον έπιασαν από το μπράτσο. Σφιχτά σαν τον Θάνατο.«Αν δεν φύγετε, το μαχαίρι θα χτυπήσει. Τυφλό καθώς είναι...»
Από καιρό τα σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά πάνω από την ζωή τους. Το νησί πια δεν τους ανάπαυε. Γιατί και κείνο από την πολύ εγκατάλειψη είχε πλαντάξει και φοβόταν. Δεν νταγιάντιζε τους κατοίκους του. Λέω πάλι, μπας και ήθελε να τους σώσει κιόλας. Ο Θεός ξέρει.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στην πόρτα του σπιτιού. Δεν μιλούσαν δυνατά. Το σκοτάδι που άρχιζε να πέφτει, ήταν σαν το κλαδευτήρι που πριόνιζε τα νιάτα τους. Κοίταξαν γύρω για τον μικρό.
 Δημητρέ!
Στην πόρτα φάνηκε αυτός. Σαστισμένος. Φοβισμένος. Ο κόμπος στον λαιμό του να του στερεί την ανάσα, όπως του την στερούσε τώρα η μοίρα. Αυτός ο κόμπος θα ήταν στο εξής το θυμητάρι του κάθε που θα συναντούσε την φυγή , όποια και αν ήταν αυτή.
Τα διαβατήρια τα είχε φέρει ο πατέρας της Ζαχαρώς, ο Νικόλας.
Βασανισμένος από την αδούλωτη αγάπη του για την ζωή. Η ανείπωτη γλύκα του βιολιού του, ζυμωμένη με την ιστορία αυτού του τόπου. Τα πανηγύρια, τα γλέντια, οι χοροί, να αρμενίζουν στο Αιγαίο. Δικοί του οι σκοποί. Από του Νικόλα τις δοξαριές έμαθαν τα κύματα να λικνίζονται παρασέρνοντας καράβια και ταξιδευτές. Ο Νικόλας.
Η αλύγιστη κορμοστασιά. Η απαντοχή του Δημητρού.
 Άφησαν πάνω στο τραπέζι, αναμμένη την λάμπα, να φέγγει το φευγιό τους, να οδηγεί την σκοτεινιά του νου και φωτίζει τα βήματά τους μέσα στην νύχτα.
Περνούν μέσα από τα σοκάκια ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι σκιές τους μακραίνουν, λες και θέλουν να ελευθερωθούν, να κρυφτούν μέσα στις άλλες σκιές που κρυφοκοιτούν πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα. Μερικές από αυτές σαν να κουνούν τα χέρια, άλλες σαν να σκουπίζουν τα μάτια τους. Όλοι ξέρουν και ματώνει άλλη μια φορά η ψυχή τους. Πόσο θα αντέξει ακόμα; Προσπερνώντας το αγίασμα της Παναγίας , δροσίζουν τα ξαναμμένα μάγουλά τους.
Να κοιτάξει πίσω κανείς δεν τόλμησε. Μόνο ο Δημητρός ψέλλισε:
 «Καλή αντάμωση…»


Monday, June 18, 2012

κόλαση και παράδεισος

Κάποτε ένας κινέζος μαθητής ρώτησε τον δάσκαλο του:
«Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Παράδεισο και στην Κόλαση;»
Ο δάσκαλος του απάντησε: «Πολύ μικρή, ωστόσο έχει μεγάλες συνέπειες.
Έλα θα σου δείξω την Κόλαση»...
Μπήκαν σε ένα δωμάτιο, όπου μια ομάδα ανθρώπων κάθοταν γύρω από μια τεράστια χύτρα  γεμάτη ρύζι. Όλοι όμως έμοιαζαν απελπιστικά πεινασμένοι.
Ο καθένας είχε από ένα παράξενο  κουτάλι που το κρατούσε από την άκρη με προσοχή κι έφτανε ως  τη χύτρα.
Κάθε κουτάλι, όμως, είχε τόσο μακρύ χερούλι που  δεν μπορούσαν να το φέρουν στο στόμα τους. Η πείνα και η ταλαιπωρία ήταν φοβερή.
-«Έλα» είπε μετά ο δάσκαλος. «Τώρα θα σε πάω στον  Παράδεισο».
Μπήκαν σε ένα άλλο δωμάτιο, πανομοιότυπο με το πρώτο, υπήρχε η ίδια χύτρα ρυζιού, οι ίδιοι ανθρώπων και τα ίδια περίεργα κουτάλια. Εκεί όμως όλοι έμοιαζαν πραγματικά  ευτυχισμένοι.
-«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο μαθητής. «Γιατί εδώ είναι όλοι   ευτυχισμένοι, ενώ στο άλλο δωμάτιο είναι τόσο δυστυχισμένοι, τη στιγμή που όλα είναι ίδια και πανομοιότυπα;»
Ο δάσκαλος χαμογέλασε και απάντησε:
«Εδώ έμαθαν να ταΐζουν ο  ένας τον άλλον.....»

Sunday, June 17, 2012

πατέρας

Σε πενήντα χρόνια από σήμερα,
δεν θα έχει σημασία τι αυτοκίνητο είχα,
σε ποιο σπίτι έμενα,
πόσα χρήματα είχα στην τράπεζα


Ομως ο κόσμος, ίσως να είναι λιγάκι καλύτερος
επειδή ήμουν σημαντικός στη ζωή ενός μικρού παιδιού.

Thursday, June 14, 2012

Συμπόνοια

Πυκνή ζέστη. Δεν υπάρχει χώρος για ανάσες. Τα πνευμόνια ψάχνουν απεγνωσμένα μια όαση όπως τα άγρια ζώα μια λιμνούλα σε περίοδο ξηρασίας.
Τα αυτοκίνητα δυσκολεύουν ακόμα πιο πολύ αυτή την προσπάθεια. Λες και ρουφούν ο,τι απέμεινε αδιαφορώντας για την ανάγκη επιβίωσης μας. Η άσφαλτος πεινασμένη φωτιά κατατρώει αδιάκριτα ανθρώπους και αμάξια.
Μέσα στο αυτοκίνητο μου στο δρόμο της επιστροφής. Θυμός και ζέστη εκρηκτικό μείγμα για μέρες σαν κι αυτές. Εφυγα το πρωί ξεχνώντας το πορτοφόλι μου. Θυμός επειδή για άλλη μια φορά πληγώθηκα με την διαπίστωση πως έστω και άδειο μου είναι απαραίτητο. Συνήθως περιφανεύομαι οτι τα καταφέρνω και χωρίς αυτό. Κόκκινο το φανάρι κόκκινο και το μέσα μου.
Στο φανάρι ακουμπούσε ένας άστεγος.
Ξαφνικά από μια ρωγμή του εγωισμού μου τρύπωσε δροσιά
Ψάχνω τις τσέπες μου. Στο βάθος βρίσκω ένα Ευρώ. Πλησιάζω.
"Αυτό έχω μόνο" του λέω. Που να του εξηγώ οτι έχω ξεχάσει το πορτοφόλι μου στο σπίτι
"Αν είναι το μοναδικό που έχεις, κράτα το" μου είπε και προσπάθησε να μου το επιστρέψει.
Κρατώντας το χέρι του του εξήγησα με δυο λέξεις τι είχε γίνει.
Η συμπόνοια του μετέτρεψε το φανάρι σε μια όαση δροσιάς και ελπίδας.

Tuesday, June 12, 2012

Λόγια

Ποιος να το πίστευε! Πέντε χρόνια έχουν περάσει. Πέντε ολόκληρα χρόνια.
Τόσο καιρό είχε να μιλήσει με την μάνα του. Λες και πήρες ένα μαχαίρι και έκοψες στα δυο τον πόνο και την αγωνία της.
"Να το ξέρεις" του είχε πει "δεν μ αρέσει ο δρόμος που έχεις πάρει..δεν θα σε βγάλει σε καλό"
Κι εκείνος αλλοπαρμένος με φουσκωμένα τα πανιά από την έξαψη του καινούργιου και τον αναψοκοκκίνισμα της νιότης της είχε μιλήσει άσχημα.
"Με ποιο δικαίωμα επεμβαίνεις στη ζωή μου; Εσύ κοίτα να κλωσίσεις την μιζέρια σου και άσε εμένα να πάθω τα χειρότερα. Μη σου ξεφύγει μόνο κανένα σκαλοπάτι εκεί που καθαρίζεις σκάλες με το φθαρμένο σφουγγαρόπανο. Δεν μπορώ άλλο, τ ακους; Δεν μπορώ!"
"Γιε μου" επέμενε εκείνη "δεν είναι δρόμος αυτός για σένα...έχει παγίδες..έχει κινδύνους που δεν τους βλέπεις..."
"Αει παράτα με με μωρέ!" της πέταξε "Είσαι πεθαμένη και δεν το έχεις πάρει ακόμα είδηση"
Η ηχώ αυτής της συζήτησης στοίχειωνε τα χρόνια που πέρασαν. Μέχρι χθες.
"Πολύ τραυματισμένη βρέθηκε στο σπίτι της ηλικιωμένη..." άκουσε στις ειδήσεις και ένας κόμπος στάθηκε στο στήθος του. Ο χώρος του φάνηκε γνωστός. Το δάκρυ του ανέβλυσε καυτό.
Για πότε έφτασε στο νοσοκομείο δεν το κατάλαβε.
"Μάνα.." της είπε και της κράτησε το χέρι μουσκεύοντας της το με τα δάκρυα του
"Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια της και ύστερα από πέντε χρόνια του είπε τις παρακάτω λέξεις που θα του μείνουν για πάντα ζωντανές στην καρδιά του
"Σ' αγαπώ γιε μου" και σάλπαρε για το ταξίδι της.
Μαζί της πήρε και όλο το βάρος από την καρδιά του γιου της να το αποθέσει στα σύννεφα του ουρανού ωστε εκείνος να μπορεί να πετάξει λεύτερος μέχρι εκεί που θέλει κι ακόμα πιο ψηλά.

Sunday, June 10, 2012

Βροχή

Από το πρωί φαινόταν οτι ο ουρανός ξύπνησε θυμωμένος. Τον ενοχλούσε το γαλάζιο του. Βιάστηκε να το καλύψει με γκρίζα και σκοτεινά σύννεφα. Χώρια που βροντοκοπούσαν οι πόρτες εκεί πάνω. Λες και μπαινόβγαιναν οι άγγελοι στα ουράνια δώματα ορμητικά.
Βιαστικά έφυγα για το γραφείο. Δίχως ομπρέλλα. Οι έγνοιες της μέρας που κατέφθανε σκοτεινιασμένη παρέσυραν τις σκέψεις μου μακριά. Οταν κατάλαβα την έλλειψη ήταν αργά.
Το απόγευμα δεν άργησε να φτάσει η βροχή. Αυστηρή. Επιθετική. Ωστόσο με την δική της μοναδική γλύκα.
Οι άνθρωποι τρέχουν εδώ κι εκεί να προστατευτούν. Ολοι έχουμε την εντύπωση πως το βασικό μας συστατικό, η ζάχαρη, θα λιώσει.
Τσαλαβουτώτας στις μικρές λιμνούλες που καθρέφτιζαν τον σκοτεινό ουρανό, σαν παιχνίδι που το λέγαμε κουτσό έφτασα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Με την άκρη του ματιού μου ωστόσο έπιασα μιαν εικόνα που με έκανε να σταματήσω στο λεπτό.
Μέσα στη μέση του δρόμου κυλούσε το καρότσι της μια γριούλα. Διχως δεύτερη σκέψη τρέχω κοντά της.
"Θέλετε να σας βοηθήσω; Να σπρώξω το καρότσι; Που πάτε; Να σας φέρω ομπρέλλα;"
"Οχι ευχαριστώ!" μου απάντησε "Είναι τόσο ωραία η αίσθηση της βροχής στο δέρμα μου. Γι΄αυτό βγήκα εξω!"
Κι ύστερα λέμε οτι του ουράνιο τόξο βγαίνει μετά τη βροχή. Ψέματα.

Friday, June 8, 2012

Ωκεανός

Ένα μικρό Ψαράκι είμαι.. "Συγνώμη", είπε ένα πολύ μικρό ψάρι του Ωκεανού, "Είσαι πιο μεγάλος από μένα, οπότε μπορείς να μου πεις πού μπορώ να βρω αυτό το πράγμα που λέγεται Ωκεανός;"
"Ο Ωκεανός", απάντησε το μεγαλύτερο ψάρι, "μα...είναι εδώ που βρίσκεσαι τώρα".
"Τι;  Αυτό;;" Μα αυτό είναι νερό!! Αυτό που ψάχνω είναι ο Ωκεανός" είπε απογοητευμένο το μικρό ψάρι και απομακρύνθηκε κολυμπώντας για να ψάξει κάπου αλλού.


Σταμάτα να ψάχνεις σα μικρό ψαράκι.
Δεν υπάρχει τίποτα  για να ψάξεις.
Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να κοιτάξεις!

Wednesday, June 6, 2012

αναγνώριση

Η φασαρία πέρασε έξω από την κλειστή πόρτα της αίθουσας. Ο διάδρομος είχε γεμίσει από μπερδεμένες φωνές. Κλωθωγυρίζουν γύρω από το θυμό και την αμηχανία. Αναστατώνονται από τις εσώτερες φωνές και θυμώνουν ακόμα πιο πολύ.
Μέσα στην αίθουσα ο αέρας είχε βαρύνει και είχε σωριαστεί στο πάτωμα.
"Εγώ κύριε επιμένω!" φώναξε για άλλη μια φορά ο Σπύρος. "Δεν μπορώ να καταλάβω την διαφορά ανάμεσα στο "διανοητικά ανάπηρος" και "διανοητικά άρρωστος".
"Σου είπα να μην το ξαναπείς!" από τα πίσω καθίσματα ακούστηκε η βραχνή φωνή του Θανάση. "Τι δεν καταλαβαίνεις;"
Ολοι ήξεραν πως η αδερφή του Θανάση πολεμούσε μια τέτοια αρρώστια.
"Αει παράτα με ρε!" του είπε ο Σπύρος ανάμεσα στις άλλες που έμοιαζαν σαν ταραγμένη θάλασσα. "Για μένα όλοι ίδιοι είναι. Απλά δεν γουστάρω να τους κάνω παρέα. Δεν γουστάρω. Εντάξει;"
"Σπύρο αμέσως στο γραφείο του Διευθυντή!" τσίριξε ο δάσκαλος που έβλεπε την κατάσταση να του ξεφεύγει από τον έλεγχο.
Επειδεικτικά εκείνος σηκώθηκε. Κλώτσησε την καρέκλα του καταπάνω στον Θανάση. Λίγο ακόμα ήθελε και θα του την πετούσε στο κεφάλι. Ο Θανάσης έκανε πως σηκώνεται να ανταποδώσει αλλά το ξανασκέφτηκε. Το βλέμμα του, τα είπε όλα.
Το κουδούνι δεν άργησε να σκορπίσει στον αέρα τις πληγές από τον πόλεμο.
Στην πόρτα σταματάει τον Θανάση ένας μικρόσωμος συμμαθητής. Από εκείνους τους ντροπαλούς που λες πως είναι αόρατοι. Σε κάθε τμήμα είναι κάποιοι σαν κι αυτόν.
"Σ' ευχαριστώ πολύ Θανάση" του είπε "Ολοι λένε τα ίδια πράγματα και για μένα, για την σχιζοφρένεια μου"
Εκείνη την ώρα πέρασε κάποιο συννεφο και ξέπλυνε με την βροχή του όλα τα λασπόνερα.

Monday, June 4, 2012

Αδικία

"Γιατί τόση αδικία Θεέ μου;" φώναξε ως τα έγκατα της ψυχής του.  "Δεν καταλαβαίνω τον τρόπο που απονέμεις δικαιοσύνη στο κόσμο! Αυτό το αεροπλάνο που έπεσε στη Νικαράγουα έπρεπε να πέσει πάνω στις παράγκες των φτωχών; Γιατί; Απάντησε μου! Γιατί;" έλεγε και ξανάλεγε μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του.
"Ελα ησύχασε..." άκουσε μια φωνή από δίπλα του.
Γύρισε να δει. Θολή ήταν η μορφή ενός νεαρού άνδρα. Τα δάκρυα του δεν τον άφηναν να δει καθαρά
"Ποιος είσαι εσύ;" τον ρώτησε
"Θέλω να απαντήσω στις ερωτήσεις σου.." του είπε
"Δηλαδή, είσαι...είσαι..." δεν τολμούσε να ολοκληρώσει την πρόταση του
"Θα πάμε μαζί κάπου και θα σε αφήσω εκεί κρυμμένο" του είπε ο νέος εκείνος άνδρας, δίχως να απαντήσει στην ερώτηση για την ταυτότητα του. "Απο εκεί θα πάρεις τις απαντήσεις που ζητάς"
Προχώρησαν έξω από την πόλη. Σ άλλο χρόνο. Σ άλλο τόπο.
Σ' ένα λιβάδι βρέθηκαν. Το έκοβε σα μαχαίρι στα δυο ένας δρόμος. Στην όχθη του δρόμου ξεκουραζόταν μια βρύση. Κερνούσε γάργαρο νερό στον κουρασμένο ταξιδιώτη.
"Κρύψου σ εκείνου του δένδρου την κουφάλα και βλέπε" του είπε ο νεαρός και έφυγε
Δεν πέρασε ώρα και φτάνει στην βρύση ένας πλουσιος ταξιδιώτης. Τα ρούχα του, το παρουσιαστικό του, το άλογο του μαρτυρούσαν τα πλούτη του. Ξεπέζεψε. Εφαγε. Ηπιε νερό και πήρε να μετρά το σακούλι με τα νομίσματα του. Εκατό χρυσά. Τα μέτρησε και δεύτερη φορά. Σηκώθηκε να φύγει. Στην απροσεξία του δεν κατάλαβε οτι του έπεσε το σακούλι και χάθηκε μέσα στα χόρτα.
Σε λίγο φτάνει δεύτερος ταξιδιώτης. Σταματά κι εκείνος να πιει νερό, να δροσιστεί. Κάνει έτσι και βρίσκει το πουγγί με τα χρυσά. Το παίρνει και φεύγει τρέχοντας.
Τρίτος διαβάτης φτάνει. Φτωχός. Δύσμοιρος. Ξαποστάζει. Βγάζει από το σακούλι του λίγο ψωμί και το μασουλάει. Την ώρα εκείνη ορμά σαν ταύρος ο πρώτος ταξιδιώτης κατα πάνω του. "Τα λεφτά μου!" του λέει "Φέρτα!" Ο φτωχός δεν καταλάβαινε. Στην απελπισία του ο πρώτος τον δέρνει τόσο πολύ που τον αφήνει νεκρό και φεύγει στεναχωρημένος.
"Λοιπον;" ρώτησε ο νεαρός που εμφανίστηκε θαρρείς πάλι από το πουθενά
"Αδικία! Μεγάλη αδικία!" απάντησε θυμωμένα
"Για να δεις πως αν και δεν βλέπεις καθαρά απαιτείς κάτι που νομίζεις εσύ σωστό μάθε τούτο: Ο δεύτερος διαβάτης είχε ένα χωράφι. Ο γείτονας του ήταν ο πρώτος. Ο πλούσιος. Κατάφερε και του το πήρε για πενήντα χρυσά. Ο δεύτερος παρακαλούσε για δικαιοσύνη. Στο τέλος όπως είδες πήρε πίσω τα χρήματα του και μαλιστα διπλά. Ο τρίτος, ο φτωχός είχε εγκληματίσει. Γυρνούσε εδώ κι εκεί για εξιλέωση. Παρακαλούσε να βρει τον ίδιο θάνατο με τον οποίο σκότωσε κι εκείνος μια φορά. Οσο για τον πρώτο σε λίγο θα ζητήσει καταφύγιο σε μοναστήρι για να βρει τον εαυτό του και να σώσει τη ψυχή του."
Αφωνος εκείνος παρακολουθούσε την εικόνα που δεν γνώριζε να ξετυλίγεται θαυμαστά μπροστά στα μάτια του.
"Δεν τα ξέρουμε όλα..." μουρμούρισε
"Και παρόλα αυτά αξιώνουμε να ισχύει η μισή μας αλήθεια ως ολόκληρη..." είπε ο νέος και εξαφανίστηκε με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε.