Wednesday, June 20, 2012

"Καλή αντάμωση"

Για την παγκόσμια μέρα των προσφύγων παραθέτω τούτη την ιστορία που είναι παρμένη από τα ταξίδια του βιβλίου "Μικρασίας Έρως"


"Αυτή θα ήταν η τελευταία νύχτα της ζωής τους. Κάθε λεπτό που περνούσε σφυροκοπούσε αλύπητα την ψυχή . Οι μέρες οι καλές, σωστές αναμνήσεις τώρα πια, πέρασαν στον κήπο της καρδιάς. Στην στοργική  της αγκαλιά. Τα περασμένα χρόνια κομποδέθηκαν τώρα στα μπαγκάζια μπροστά στην εξώπορτα του σπιτιού. Αυτή έμελλε να κλείσει πίσω της τον χρόνο που σταμάτησε.
Το απόγευμα κυλούσε απελπιστικά αργά, καθώς η νεκροπομπή με τον σίγουρο προορισμό.
Το μαγαζί το έκλεισε στην ώρα του. Έβαλε το λουκέτο στην πόρτα, όπως κάθε βράδυ και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Ο Νικόλας, ο μπακάλης. Όλοι είχαν να το λένε πως το Σχοινούδι, μα και όλη η Ίμβρος, ήταν περήφανη για το Νικόλα.
Καθώς έπαιρνε την ανηφοριά, για να στρίψει δεξιά προς τους καφενέδες, η ματιά του δεν άντεξε και γύρισε να αποχαιρετήσει το μαγαζί του. Γωνιακό παντοπωλείο. Χτισμένο με κόπους και θυσίες. Παραξενεύτηκε και κοντοστάθηκε. Για μια στιγμή θάρρεψε πως άκουσε τραγούδια και γέλια. Απέναντι, πάνω στα σκαλοπάτια που έβγαζαν στην εκκλησιά, είχαν στρώσει λέει μεζέδες οι φίλοι του και γλεντούσαν τραγουδώντας. Όπως τότε. Μερικά χρόνια πριν.  Έκανε να δει καλύτερα, όμως δεν μπορούσε, γιατί από τα δάκρυα είχε πολύ θολώσει το βλέμμα του.
Η ώρα περνούσε και η γυναίκα του τώρα θα τα είχε ετοιμάσει όλα.
Η Ζαχαρώ μέσα στους μποχτσάδες είχε βάλει όσα μπορούσε να χωρέσει ο πόνος της. Τίποτα παραπάνω. Μωρομάνα καθώς ήταν στο δεύτερο παιδί, κοντανάσαινε στην ιδέα της καινούργιας πατρίδας. Μα έτσι έπρεπε. Του το είχαν μηνύσει καθαρά του Νικόλα.
 Ήταν βράδυ, όταν έκλεινε τα κανάτια του μαγαζιού του από μέσα. Όρμησαν στο μαγαζί δυο σκοτεινοί καλικάτζαροι. Τον έπιασαν από το μπράτσο. Σφιχτά σαν τον Θάνατο.«Αν δεν φύγετε, το μαχαίρι θα χτυπήσει. Τυφλό καθώς είναι...»
Από καιρό τα σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά πάνω από την ζωή τους. Το νησί πια δεν τους ανάπαυε. Γιατί και κείνο από την πολύ εγκατάλειψη είχε πλαντάξει και φοβόταν. Δεν νταγιάντιζε τους κατοίκους του. Λέω πάλι, μπας και ήθελε να τους σώσει κιόλας. Ο Θεός ξέρει.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν στην πόρτα του σπιτιού. Δεν μιλούσαν δυνατά. Το σκοτάδι που άρχιζε να πέφτει, ήταν σαν το κλαδευτήρι που πριόνιζε τα νιάτα τους. Κοίταξαν γύρω για τον μικρό.
 Δημητρέ!
Στην πόρτα φάνηκε αυτός. Σαστισμένος. Φοβισμένος. Ο κόμπος στον λαιμό του να του στερεί την ανάσα, όπως του την στερούσε τώρα η μοίρα. Αυτός ο κόμπος θα ήταν στο εξής το θυμητάρι του κάθε που θα συναντούσε την φυγή , όποια και αν ήταν αυτή.
Τα διαβατήρια τα είχε φέρει ο πατέρας της Ζαχαρώς, ο Νικόλας.
Βασανισμένος από την αδούλωτη αγάπη του για την ζωή. Η ανείπωτη γλύκα του βιολιού του, ζυμωμένη με την ιστορία αυτού του τόπου. Τα πανηγύρια, τα γλέντια, οι χοροί, να αρμενίζουν στο Αιγαίο. Δικοί του οι σκοποί. Από του Νικόλα τις δοξαριές έμαθαν τα κύματα να λικνίζονται παρασέρνοντας καράβια και ταξιδευτές. Ο Νικόλας.
Η αλύγιστη κορμοστασιά. Η απαντοχή του Δημητρού.
 Άφησαν πάνω στο τραπέζι, αναμμένη την λάμπα, να φέγγει το φευγιό τους, να οδηγεί την σκοτεινιά του νου και φωτίζει τα βήματά τους μέσα στην νύχτα.
Περνούν μέσα από τα σοκάκια ο ένας πίσω από τον άλλον. Οι σκιές τους μακραίνουν, λες και θέλουν να ελευθερωθούν, να κρυφτούν μέσα στις άλλες σκιές που κρυφοκοιτούν πίσω από τα μισόκλειστα παράθυρα. Μερικές από αυτές σαν να κουνούν τα χέρια, άλλες σαν να σκουπίζουν τα μάτια τους. Όλοι ξέρουν και ματώνει άλλη μια φορά η ψυχή τους. Πόσο θα αντέξει ακόμα; Προσπερνώντας το αγίασμα της Παναγίας , δροσίζουν τα ξαναμμένα μάγουλά τους.
Να κοιτάξει πίσω κανείς δεν τόλμησε. Μόνο ο Δημητρός ψέλλισε:
 «Καλή αντάμωση…»


3 comments:

  1. Eleni Harlafti - ProspathopoulouJune 20, 2012 at 1:56 PM

    Δεν υπάρχουν λόγια Δημήτρη μου. Εχουν σταθεί κόμπος στο λαιμό μου...

    ReplyDelete
  2. Εγώ δεν άντεξα Δημήτρη, γύρισα και κοίταξα πίσω...
    Δάκρυσα

    ReplyDelete
  3. πόσο ευαίσθητο και αληθινό..!!!!!

    ReplyDelete