Saturday, May 4, 2013

Στέλλα

Όταν η Στέλλα αποφάσισε να σπουδάσει νοσηλευτική ήξερε ότι το πρώτο πράγμα που έχει να παλέψει είναι ο φόβος της για το θάνατο. Φυσικά δεν γεννήθηκε έχοντας προίκα αυτό τον φόβο. Σε κάποια στροφή του δρόμου, καθώς βάδιζε τη ζωή της, βρέθηκε ανέτοιμη να διαχειριστεί τον ξαφνικό χαμό της μάνας της. Το πώς και το γιατί δεν έχουν σημασία. Εκείνο το σημάδι που έμεινε. Αυτή η ουλή στην ψυχή της. Αυτή πονούσε κάθε φορά που άλλαζε ο καιρός της. Κάθε φορά που συννέφιαζε το μέσα της και έμελλε να βρέξει δάκρυα, τότε ο πόνος από την πληγή ξυπνούσε και της ταλαιπωρούσε αφόρητα το παρόν της σκοτεινιάζοντας το μέλλον.
Λένε για τον χρόνο πως θεραπεύει, πως είναι γιατρός. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι καθόλου καλός γιατρός. Όλοι του οι ασθενείς πεθαίνουν. Αλλού να βρεις τη γιατρειά.  Η Στέλλα τον αγαπούσε τον χρόνο. Για κείνην ήταν δάσκαλος και μάλιστα καλός. Αυστηρός βέβαια. Δεν χαρίζονταν. Δίκαιος όμως. Ακριβοδίκαιος. Αν μάθεις τα χούγια του, τότε μπορεί να γίνει ο καλύτερος φίλος σου. Αν φίλος θα πει βέβαια να μαθαίνεις την αλήθεια ακριβώς και κατά πρόσωπο. Τέτοιος είναι ο χρόνος. Η Στέλλα τον αγάπησε. Για έναν ακόμα λόγο. Επειδή της μάθαινε μυστικά για τον θάνατο. Για την μητέρα της. Μα κυρίως για κείνην, για τον εαυτό της.
Η Νοσηλευτική ήταν απόφαση που έκρυβε μέσα της κάτι από την φιλία της με τον χρόνο. «Εκεί θα μάθεις πιο πολλά» της ψιθύρισε. Την πρώτη φορά που ήρθε σε επαφή μ αυτή τη σκέψη, ένιωσε έναν φριχτό πόνο προς το μέρος της ψυχής, σα να μάτωσε κιόλας. Έκλαψε. Συνήλθε και σκούπισε τα δάκρυα της. «Θα το κάνω» είπε. «Αυτό θα κάνω». Και πέρασε εκεί.  Σήμερα εργάζεται σε κάποιο Νοσοκομείο της πρωτεύουσας ενώ αύριο μπορεί να βρεθεί σε άλλο Νοσοκομείο της επαρχίας. Η ζωή και ο θάνατος δεν έχουν σπιτικό. Σαν τον αγέρα είναι, σαν το χρόνο. Γυροφέρνουν εδώ κι εκεί. Αλίμονο αν βρουν κάποιον απροετοίμαστο..
Χθες το απόγευμα περιποιούνταν την κυρία Ευδοκία. Μια αρκετά ηλικιωμένη γερόντισσα
«Δεν πιστεύω ότι αύριο κλείνω τα ενενήντα»  της είπε  «Τουλάχιστον έτσι μου λένε οι γιατροί. Δεν μπορώ να πω… έζησα μια καλή ζωή..εντάξει… εκτός από τους θανάτους… ωστόσο είναι καλό να ξέρεις ότι σε περιμένουν οι φίλοι σου στον Παράδεισο…»
Η Στέλλα για μια φορά ακόμα δάκρυσε. Ήταν διαφορετικά τούτα τα δάκρυα, δεν έκρυβαν πόνο… κάτι άλλο σάλευε στη ψυχή της… κάτι άλλο…
Ο νους της ήθελε να κάνει χιλιάδες ερωτήσεις. Να αποτραβήξει τις κουρτίνες από τη σκηνή του θεάτρου, επειδή θέατρο είναι η ζωή, και να δει την αλήθεια. Σάμπως όμως τι είναι η αλήθεια; Που βρίσκεται αυτή; Στη ζωή ή στο θάνατο;
Η κυρία Ευδοκία θα μπορούσε να της δώσει μια απάντηση. Ο χρόνος θα της έμαθε πιο πολλά μυστικά. Κι αν δεν ήθελε ν ακούσει;
Αν η κυρία Ευδοκία δεν ήθελε ν ακούσει, η Αναστασία τώρα είναι όλο αυτιά. Βλέπετε προχθές πήγε στο γιατρό και της είπε πως κάτι βλέπει στο στήθος της και πως πρέπει να την ξαναδεί. Από κείνη την ώρα η Αναστασία λέει ότι βλέπει απίστευτα χρώματα και ομορφιές γύρω της, σε κάθε εικόνα, σε κάθε πρόσωπο σε κάθε συναίσθημα. Όλα κείνα που πριν από τρεις μέρες της φαίνονταν ανούσια, βαρετά, καθημερινά, ξαφνικά σα να πέρασε ένα μαγικό χέρι από πάνω τους και τα χρωμάτισε, τους έδωσε λάμψη, ζωή, ζωντάνια. Τα ίδια πράγματα, που στο τέλος βλέπεις ότι δεν είναι τα ίδια.. Πόσο παράξενη είναι η ζωή όταν την φωτίζει η θαμπάδα του θανάτου..
Η Στέλλα μέσα στο νοσοκομείο αναζητά το φάρμακο που θα εξαφανίσει τη δική της ουλή, τη δική της πληγή. Να πάψει να ματώνει κάθε φορά που ανασκαλεύονται οι στάχτες και φανερώνεται η φωτιά που της κατακαίει τα σωθικά. Ο θάνατος της μάνας, ο ξαφνικός χαμός, δίχως το περιθώριο του αποχαιρετισμού… Είναι σαν τις σχέσεις τις εφηβικές που σταματούν με ένα sms , με ένα ψέμα «θέλω λίγο χρόνο με τον εαυτό μου να σκεφτώ», σαν να πέφτεις από τα σύννεφα λες και το σπίτι σου είναι εκεί  κι όχι θεμελιωμένο γερά πάνω σε βράχο. Πάντα αναρωτιόταν η Στέλλα τι κάνουν οι άνθρωποι πάνω στα σύννεφα και πέφτουν ξαφνικά όταν μαθαίνουν κάτι που τους τρομάζει, που τους ξαφνιάζει. Τι γυρεύουν οι άνθρωποι πάνω στα σύννεφα;
Κάθε βδομάδα, κάθε Παρασκευή περνάει από το νοσοκομείο ο Γιάννης. Ένας εικοσιπεντάχρονος φοιτητής. Αυτό τον καιρό τελειώνει το μεταπτυχιακό του στην Ιστορία. Περνάει από το νοσοκομείο θα πει ότι κάνει κάποιες τακτικές θεραπείες που τον βοηθούν στο να μη χάσει την ακοή του τελείως.
«Όταν η μητέρα μου ήταν έγκυος» του αρέσει να διηγείται την περιπέτεια του πολλές φορές,  « την έβαλαν μπροστά σ ένα μεγάλο δίλημμα, να κάνει έκτρωση η να γεννήσει το παιδί που θα πάσχει από σοβαρή πνευματική καθυστέρηση. Εκείνη αποφάσισε το δεύτερο. Και τώρα να’μαι εδώ έτοιμος να πάρω το διδακτορικό μου στην Ιστορία και το μόνο μου πρόβλημα να είναι η ακοή… Ετσι για να έχω να θυμάμαι πως είναι να περνάει ο θάνατος ξυστά από κοντά σου… την ανάσα του θα την κουβαλώ μια ζωή… για να μου θυμίζει να χαμογελώ, ακόμα κι όταν οι περιστάσεις είναι απαγορευτικές»
Το χαμόγελο του Γιάννη είναι το μαγικό φίλτρο ζεσταίνει την καρδιά όταν περνάει τόσο κοντά ο θάνατος. «Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα» λέει καμιά φορά για να συμφωνήσει και ο κύριος Νίκος. Αυτός μπορεί να μην ήλθε τόσο κοντά όμως ένα περιστατικό που έζησε καιρό πριν τον έκανε να αλλάξει τελείως ως άνθρωπος. Τώρα κοιτά και βλέπει. Δεν κοιτά μόνο.
«Άκου Στέλλα» της είπε ένα βράδυ καθώς τρώγανε μαζί στο κυλικείο του Νοσοκομείου. Δεν τον ένοιαζε καθόλου που έπρεπε να μαζεύει τα σεντόνια από τα κρεβάτια και να τα πηγαίνει στον κλίβανο, ούτε να αδειάζει τους ματωμένους κάδους των αρρώστων.
«Μια μέρα που λες, είχα ανέβει μέχρι τον Λυκαβηττό. Δεν είχα φτάσει επάνω στο πάρκιν αλλά έκανα μια παράκαμψη και βγήκα σε κάποιο βραχάκι κοιτώντας την Αθήνα. Είχα σκέψεις πολλές. Η εικόνα αυτή με ηρεμούσε. Περνούσε το βλέμμα μου μέσα από τα σπίτια, μέσα από τα βουνά, μέσα από το χρόνο και τον ουρανό…  Ξαφνικά γυρνάω πίσω μου και βλέπω ένα δακρυσμένο κορίτσι να  πλησιάζει αργά αργά στο βραχάκι που καθόμουν… Σηκώθηκα και το πλησίασα… «Τι σου συμβαίνει;» το ρώτησα. «Φοβάμαι πάρα πολύ τα ύψη κύριε» μου είπε «αλλά έκανα πολλές προσπάθειες, υπεράνθρωπες προσπάθειες να ξεπεράσω τον φόβο μου για να σας πλησιάσω»  «Μα γιατί;» ρώτησα το κορίτσι όλο περιέργεια « Επειδή σας έβλεπα να κάθεστε  μοναχός και σιωπηλός στην άκρη του βράχου και σκέφτηκα να έρθω να δω αν είστε καλά, αν χρειάζεστε κάτι…»
«Κατάλαβες Στέλλα»; Ρώτησε ο κύριος Νίκος υπονοώντας και δείχνοντας μια ακόμα κερδισμένη μάχη της ζωής. Έτσι είναι οι πολεμιστές του ήλιου. Μια μάχη χαμένη για το σκοτάδι. Τι είναι ο θάνατος αν δεν είναι η μοναξιά σου για την οποία κανένας δεν δίνει δεκάρα;
Η Στέλλα έσκυψε μέσα της. Να αφουγκραστεί τον ήχο της σιωπής. Μα δεν την άφηναν οι φωνές που απλώνονταν μέσα στο νου της. Ο θάνατος της στέρησε τη μάνα της. Γιατί έπρεπε να ανοίξει αυτή η χαράδρα ανάμεσα σε κείνην και τη μητέρα; Γιατί να υπάρχουν οι δυο όχθες, οι δυο πλευρές, οι δυο κόσμοι; Γιατί θα πρέπει οι άνθρωποι να μάθουν να ζουν με το «χώρια» πια και όχι με το «για πάντα μαζί» ; Να μην είναι αιώνια η ευτυχία; Γελάμε κι ύστερα βιαστικά να πούμε «Μπα σε καλό να μου βγει τούτο το γέλιο…» Μην το ακούσει ο θάνατος και μας το στερήσει κι αυτό.
Τα μαθήματα της Στέλλας μέσα στο νοσοκομείο δεν έχουν τελειωμό. Ο χρόνος της είπε ότι θα έχει στη διάθεση της όσο χρειάζεται για να αποφοιτήσει με άριστα. Αυτό σημαίνει βέβαια πως ο δρόμος της θα είναι μακρύς.
Τις προάλλες έδειχνε η τηλεόραση το τραγικό ατύχημα που είχε ένας νεαρός καθώς τον παρέσυρε ένα αυτοκίνητο την ώρα που διέσχιζε το δρόμο. Δεν τα κατάφερε. Σα σίφουνας πέρασε ο Θάνατος και τον πήρε μαζί του. Ταυτόχρονα άνοιξε άλλη μια ρωγμή απουσίας. Μοναξιάς. Οι φίλοι και συμμαθητές του του έγραφαν γράμματα και τα άφηναν στο σημείο του ατυχήματος. «Σ αγαπάμε». «Δε θα σε ξεχάσουμε ποτέ». «Μας λείπεις». Η Στέλλα μόλις είδε αυτά τα σημειώματα ένιωσε έναν πόνο στο στήθος. Σα να γύρευε να πάρει αγέρα, σα να μη της έφτανε ο αέρας του δωματίου. Έτρεξε στην αυλή. Ο ανοιξιάτικος ουρανός, σχεδόν πασχαλινός, την προϋπάντησε.  Κοντοστάθηκε. Σαν κάποιος να της μιλούσε. Σαν κάποιον ν άκουγε. Σαν ταινία πέρασαν από μπροστά της τα σημειώματα των παιδιών, ο συμμαθητής τους, η απουσία, ο χρόνος. Τίναξε τα μαλλιά της. Αποφασιστικά. Ηρθε η ώρα για τις τελειωτικές εξετάσεις. Ηταν έτοιμη. Με γρήγορο βήμα μπήκε ξανά μέσα στο νοσοκομείο και κατευθύνθηκε…..

No comments:

Post a Comment