Monday, August 20, 2012

Αργύρης

Οι μέρες του Αυγούστου λες και παίζουν κηνυγητό η μία με την άλλη. Ακόμα χειρότερα λες και κυνηγιούνται σε κατήφορο. Τόσο γρήγορα περνούν. Το μόνο που νιώθεις είναι ένα φύσημα ολούθε. Οι μεγάλοι το λένε Μελτέμια. Οι μικροί όμως ξέρουν οτι είναι ο Σεπτέμβρης που τα κάνει όλα αυτά. Στριμώχνεται για να έρθει μια ώρα αρχύτερα. Να μαζέψει τους μικρούς από τις θάλασσες και τα βουνά. Να τους μαντρώσει στις αυλές του σχολείου. Στις αίθουσες.
"Αντε σε λίγες βδομάδες κάθε κατεργάρης θα πάει στον πάγκο του", είπε η γιαγιά στον Αργύρη.
Εκείνος έριξε μια ματιά εξω από το παράθυρο. Ο ουρανός καταγάλανος. Η θάλασσα μόνο ήταν να να άφριζε. Φυσούσε. Το χωριό της γιαγιάς ήταν σήμερα αναστατωμένο από τον αέρα που περνούσε κρατώντας μια μεγάλη αόρατη σκούπα. Επαιρνε μαζί του ο,τι έβρισκε. Δεν του αντιστεκόταν κανείς.
Ξανακοίταξε τη γιαγιά του. Μαζεύτηκε πάνω στην πολυθρόνα του φοβισμένος.
"Δε θέλω να πάω στο σχολείο" είπε προσπαθώντας να σταματήσει μια σταγόνα ιδρώτα που κυλούσε καταμεσής στο μέτωπό του
Η γιαγιά ζάρωσε τα φρύδια της και πλησίασε πιο πολύ το εγγόνι της. Ετσι. Για να μπορεί να το κοιτάζει στα μάτια.
"Νόμιζα οτι βιαζόσουν να γίνεις μεγαλοδικηγόρος" του είπε
"Ναι, θέλω..." είπε ο Αργύρης
"Και λοιπόν; Πως θα γίνεις μεγάλος και τρανός αμα δεν τελειώσεις το σχολείο;" το γυρόφερνε η γιαγιά από εδώ κι από εκεί για να καταλάβει
"Δεν είναι αυτό.." είπε ο μικρός "Μου αρέσει το σχολείο...αλλά είναι εκείνος ο Νίκος...που μου κολλάει...με βρίζει...με χτυπάει...και δεν..."
Η γιαγιά ξανακάθισε πίσω στη θέση της. Ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας. Πήρε σοβαρό ύφος και είπε
"Το ξέρεις πολύ καλά μικρέ μου οτι ολόκληρο το Αιγαίο που βλέπεις από το παράθυρο σου δεν μπορεί να βουλιάξει μια τόση δα βαρκούλα. Αυτό γίνεται μόνο αν μπάζει νερά. Ετσι; Το ίδιο και στη ζωή μας. Κανένας και τίποτα δεν μπορεί να μας βλάψει αν δεν το αφήσουμε να μπει μέσα στο μυαλό μας. Οσο αφήνεις τον κάθε Νίκο να σεργιανά μέσα στη ψυχούλα σου, να ξέρεις οτι θα σε σκλαβώνει."
Ξαφνικά άνοιξε με γδούπο το παράθυρο και όρμηξε μέσα ακάθεκτος ο άνεμος. Σήκωσε ο,τι βρήκε μπροστά του. Εκανε άνω κάτω το δωμάτιο. Ετρεξε ο μικρός και το έκλεισε. Το μαντάλωσε γερά. Ο αγέρας έμεινε απ έξω.
"Ετσι να κάνεις" του είπε η γιαγιά και άνοιξε την αγκαλιά της για να κλείσει μέσα της τον Αργύρη που χαμογελούσε ύστερα από αρκετή ώρα.

No comments:

Post a Comment