Wednesday, March 7, 2012

Ληστεία

" Στείλε μου ο,τι έχεις", της είπε βιαστικά στο τηλέφωνο.
Δεν πρόλαβε να ρωτήσει τίποτα άλλο.
Της το έκλεισε βιαστικά.
Εκείνη πήγε να τον καλέσει ξανά στο κινητό.
Ξαφνικά ακούει την σιωπή να γκρεμίζεται με πάταγο στα πόδια της. Δαίμονες του παραμυθιού δυο μαυροφορεμένοι  εισβάλλουν στα πελώρια μάτια της. Τα κυριεύουν. Πάγος και φωτιά γίνονται ένα. Κάνει να σαλέψει η ψυχή, να πάρει ανάσα η καρδιά. Οι επόμενες στιγμές ακροπατούσαν στο πουθενά.
"Δώσε ό,τι έχεις",  μούγκρισε η κάνη ενός όπλου.
Επειδή τα πόδια της βυθίζονταν στην απόγνωση, τα αυτιά της δεν άκουσαν την προσταγή.
Τι είχε να δώσει;
Της ζητούσαν. Από μικρή.  Ο πατέρας. Στην σκιά του ο μικρός της αδερφός. Στην σκιά του η μητέρα της. Εκείνη όμως, ας ήταν η μικρότερη, ήταν για όλους. Τι ρόλος παράξενος. Ποιος τους μοιράζει  ερήμην;
"Γρήγορα!" , είπε ο πιο ψηλός και έκανε ένα βήμα προς την ταμειακή μηχανή.
Ο άλλος, άνοιξε την βιτρίνα.
Έριξε μια ματιά στο δρόμο. Οι περαστικοί ήταν ακόμα περαστικοί. Τι άχαρο! Τι επικίνδυνο! Τι μοναχικό! Τα βλέμματα φευγάτα. Όχι σαν χάδι, μα διάφανα. Χειραψία με τον θάνατο.  Να καλέσει για βοήθεια; Οι διαβάτες θα διαβούν γρηγορότερα. Η μοναξιά βασιλεύει και κυβερνά με σύνεση.
Στην ταμειακή δεν βρήκαν πολλά. Πως να χωρέσουν της ψυχής οι καταθέσεις σε μερικές μεταλλικές θήκες;
"Που τα έχεις;" της πέταξε μια πάνινη σακούλα.
Μυρωδιά σάπιου της έκλεισε την μύτη.
Όταν ήταν μικρή, είχε βρει έξω από το σπίτι τους μια τέτοια σακούλα με μια πεθαμένη γάτα μέσα. Της είχε κάνει εντύπωση το κεφάλι της γάτας. Της φάνηκε ότι χαμογελούσε.
Μα χαμογελούν και οι γάτες; την είχε κοροϊδέψει ο πατέρας.  Από εκείνο το περιστατικό μόνο η μυρωδιά της είχε μείνει. Και μια ανακατωσούρα στο στομάχι. Για τον πατέρα.
Πιο γρήγορα, πρόσταξε ο ένας στον άλλο και κοίταξαν τα ρολόγια τους.
Αισθάνθηκε  την ζάλη. Το ανακάτωμα. Της έπεσε κάτω η σακούλα. Ούτε που έδωσε σημασία. Η ζωή της είχε πέσει ακόμα πιο κάτω.
Πόσο χαμηλά ήταν ο Θεός; Μόνο Εκείνος θα μπορούσε πια να την μαζέψει. Εκείνη δεν είχε καθόλου διάθεση. Ούτε και δύναμη.  Ένιωσε το μπράτσο της να πονά.
Ο ψηλός με τα μαύρα την σήκωσε από το πάτωμα. Όχι δεν ήταν ο Θεός.
Και αυτή δεν ήταν η ζωή της.
Την έστησε στον τοίχο.
"Η τώρα η ποτέ," της είπε και κόλλησε την κάνη στο μέτωπό της.
Αέρας που δρόσισε την αντάρα της. Επιτέλους μια επιλογή.  Φώτισε το πρόσωπό της.
Ο καθρέφτης πίσω της, πήρε το χρώμα της ζωής της.
Κατακόκκινος.


 


Από το βιβλίο "Μικρασίας Έρως"

1 comment:

  1. ακουσα σημερα στον αντ1 ..το δακρυ της γυναικας..εγραψα το ονομα σας σε μια σελιδα στο μυαλο μου..σας βρηκα...αυτη η μικρη...που ολοι της ζητουσαν μου μοιαζει καπως....σημερα μου δωσατε μεγαλη ψυχικη χαρα....ελπιζω να με αποδεχτειτε στους φιλους σας.....

    ReplyDelete