Tuesday, October 23, 2012

Ο πυροσβέστης

Πότε πέρασαν είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Για βάλε με το νου σου. Είκοσι τρία. Ο νους όμως δεν έχει χάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο. Η καρδιά Έφης ακόμα χτυπά στην ανάμνηση αυτής της μεγάλης πυρκαγιάς.
Εργαζόταν τότε στον τέταρτο όροφο μιας εταιρίας. Ήταν οι πρώτες μέρες της εκεί. Γεμάτη χαρά για την πρόσληψη είχε μόνιμα αντί για κραγιόν ένα τεράστιο χαμόγελο που θα το ζήλευε ακόμα και οι πιο γνωστές μάρκες καλλυντικών. Ας είναι. Εκείνο το μεσημέρι που γέμισε καπνούς το κτήριο και φωνές και σειρήνες και βογγητά, είχε χαθεί μέσα στο φόβο της. Κούρνιασε κάτω από το γραφείο της. Μπέρδεψε τη φωτιά με το σεισμό. Ακούνητη. Με λυγμούς που έβγαιναν πνιχτά από τα βάθη της καρδιάς της. Έβλεπε τους συναδέλφους της που έτρεχαν και πολύ θα ήθελε να τους ακολουθήσει. Μα την είχε αιχμαλωτίσει ο πανικός.
Ώσπου μέσα από τις φλόγες πρόβαλε ένας πυροσβέστης κρατώντας τη σωτηρία της στα χέρια του. Μαζί προχώρησαν ως την έξοδο. Σιγά σιγά. Προσεκτικά. Κι ας έπεσε πάνω στο πόδι του μια φλεγόμενη κολώνα. Κατάφεραν και βγήκαν ζωντανοί. Κοιτάχτηκαν. Τα μάτια τους είχαν γεμίσει δάκρυα. Αυτά φέρνει ο καπνός και η ευγνωμοσύνη.
Οι γιατροί ήταν κατηγορηματικοί για τον νεαρό πυροσβέστη. Δεν θα μπορούσε να ξαναχρησιμοποιήσει το πόδι του όπως παλιά.
Χθες το απόγευμα για πρώτη φορά άφησε την πατερίτσα του πήρε από το χέρι την κορούλα τους και πήγανε μαζί την πρώτη τους βόλτα στον διάδρομο. Η κόρη τους και αυτός. Ο άνδρας της Έφης. Για πάντα.

1 comment:

  1. H αγάπη μπορεί να νικήσει τις κακουχίες της ζωής...

    ReplyDelete