Thursday, January 26, 2012

Η ζωγραφιά

H Μαίρη ήταν ένα αποφασιστικό τετράχρονο κορίτσι. Την ενδιέφεραν τα πάντα, αλλά η ζωγραφική ήταν το καλύτερο της. Η μητέρα της της αγόραζε χαρτιά, χρωματιστά μολύβια, πινέλα κι η Μαίρη τα ξόδευε όλα σε καμια δυο μέρες.
Αυτή τη φορά είχε αποφασίσει οτι ήθελε να μάθει πως να ζωγραφίζει σπίτια.  οπου και να κοίταζες θα έβλεπες χαρτιά με ζωγραφιές που απεικόνιζαν κάθε είδος σπιτιού, με λογιώ λογιώ παράθυρα, με καπνοδόχους να καπνίζουν και τον καπνό κουλουριαστό να ανεβαίνει στον καταγάλανο ουρανό οπου θα συναντούσε κάποιο περαστικό σύννεφο. Γύρω από τα σπίτια ένα εκπληκτικό πράσινο λιβάδι πασπαλισμένο με πολύχρομα λουλούδια. Πόσο πολύ αγαπούσε τα λουλούδια η Μαίρη!
Εδειχνε τις ζωγραφιές της σε όλους. Μα κυρίως ήθελε να εντυπωσιάσει τον πατέρα της. Είναι μια περίοδος στη ζωή που η κόρες και οι μπαμπάδες τους δένονται πολύ γερά και η Μαίρη αγαπούσε τον πατέρα της και ήθελε να έχει δυνατή σχέση μαζί του, όμως εκείνος ήταν πολύ απασχολημένος. Η μητέρα με βαριά καρδιά  παρακολουθούσε τον άντρα της πόσο  σπάνια έπαιζε με τη Μαίρη και πως εκείνος αντιδρούσε κάθε φορά που εκείνη πήγαινε να του δείξει τις ζωγραφιές της.
"Ναι αγάπη μου, είναι πολύ ωραίες" της έλεγε αδιάφορα δίχως να ρίξει ούτε μια ματιά στις ζωγραφιές και ύστερα απαντούσε στο τηλεφωνό του η πήγαινε να ασχοληθεί με τις δουλειές του.
Μια μέρα η Μαίρη πέρασε πολλές ώρες για να ζωγραφίσει ένα σπίτι με πολλές λεπτομέρες. Ηταν καταπληκτικό. Χρωμάτισε τις κουρτίνες, τα κουτρινόξυλα, τα τραπέζια, τους τοίχους. Ολα. Εβαλε μέσα στο σπίτι τον εαυτό της, την μητέρα και τον πατέρα της να κοιτάζουν από το παράθυρο. Μπροστά από το σπίτι πάνω στο καταπράσινο γρασίδι έπαιζε ο Γκούφη. Το αγαπημένο της σκυλάκι που τόσο ήθελε να αποκτήσει.
"Μαμά κοίτα" είπε τρέχοντας να της δείξει τη ζωγραφιά της
"Μαιρούλα, τι υπέροχη που είναι! Η καλύτερη που έχεις φτιάξει!"
Αστραψε από χαρά η μικρή.
"Πάω να τη δείξω στο μπαμπά " είπε και έτρεξε στο γραφείο του.
Ηταν κλειδωμένο. Η μητέρα της είδε στο πρόσωπο της κόρης της την απογοήτευση. Πλησίασε κι εκείνη. Η μικρή δοκίμασε ξανά να γυρίσει το πόμολο.
"Μπαμπά;"
Τον άκουγαν να μιλά στο τηλέφωνο με κάποιον. Υστερα οι ομιλίες σταμάτησαν.
ΜΠΑΜΠΑ! φώναξε η Μαίρη και χτύπησε τη πόρτα. Θέλω να δεις τη ζωγραφιά μου!"
"Συγνώμη Μαίρη, έχω δουλειά" ακούστηκε η φωνή του μέσα από το δωμάτιο "Γιατί δεν τη δείχνεις σε κάποιον άλλον;"
"Δεν θέλω να τη δείξω σε κανέναν άλλον. Θέλω να τη δείξω στον μπαμπά μου. Είσαι ο μοναδικός μπαμπάς που έχω!"
Τα τελευταία της λόγια ήταν σχεδόν ψιθυριστά και όμως έμειναν εκεί κρεμασμένα στον αγέρα σαν κάποιον να τα είχε βροντοφωνάξει.
Η μητέρα της Μαίρης αισθάνθηκε ένα μεγάλο βάρος στη καρδιά της και την πλησιάσε να της δώσει μια ζεστή αγκαλιά. Αλλά πριν να προλάβει να κάνει ένα βήμα άκουσε ένα θόρυβο. Η πόρτα ξεκλείδωσε και εμφανίστηκε ο πατέρας. Εμοιαζε ενοχλημένος.
"Συγνώμη Μαίρη. Ημουν πολύ ανόητος". Φίλησε τη κόρη του στο μάγουλο "Ελα να δούμε την ζωγραφιά σου"
Η κόρη και ο μοναδικός πατέρας μπήκαν μέσα στο δωμάτιο για να καμαρώσουν το έργο τέχνης της Μαίρης.


"Γιατί είμαστε στο παράθυρο όλοι;" τη ρώτησε δείχνοντας τη ζωγραφιά της.
Η μικρή γέλασε πλατιά ευχαριστημένη που για πρώτη φορά ο πατέρας της σχολίαζε με ενδιαφέρον το έργο της
"Επειδή μπαμπά είναι η ώρα που θα βγει ο ήλιος. Περιμένουμε όλοι να τον δούμε να ανατέλλει" του είπε και τον αγκάλιασε τρυφερά. Οπως ο πρωινός ήλιος τα υπομονετικά συννεφα.

1 comment:

  1. Μαρία ΣκουλάξενουJanuary 29, 2012 at 11:06 AM

    Υπέροχο!!!!!

    ReplyDelete