Sunday, March 24, 2013

H Μαρία

« Πάλι άρρωστη;» έκανε να παράπονο και λίγο από θυμό η μάνα. «Πάλι;» «Ακόμα δεν συνήλθες από το προηγούμενο κρύωμα και τώρα ξανά. Πρόσεξε παιδί μου μη σου μείνει τίποτα στα πνευμόνια και ύστερα θα τρέχουμε και δε θα φτάνουμε! Σου έχω πει χιλιάδες φορές, όταν βρέχει, να έχεις μια ομπρέλα, τώρα το χειμώνα όλοι έχουμε στην τσάντα μας μια ομπρέλα, δεν είναι τόσο δύσκολο!»
Η άρρωστη είναι η Μαρία. Πρωτοετής φοιτήτρια της Νομικής. Μάλιστα είχε περάσει και με πολύ καλή σειρά. Η μάνα και ο πατέρας θα θυμούνται για μια ζωή τη στιγμή που η Μαρία τους ανακοίνωσε την επιτυχία της. Οι γονείς κοιτάχτηκαν στα μάτια με δάκρυα στα μάτια και έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά τους άλλου. Οι κόποι μας Ανδρέα μου έπιασαν τόπο, είχε πει η μάνα σκουπίζοντας τα δάκρυα της. Ο πατέρας τρία μέτρα πιο ψηλός είχε τρέξει στην πλατεία για να κεράσει όλους τους φίλους του γι αυτή την μοναδική επιτυχία της κόρης του. Η Μαρία εκείνη τη μέρα είχε νιώσει βαθιά μέσα της τι σημαίνει μοναξιά. Μα δε μίλησε. Αγαπούσε τους γονείς της τόσο πολύ. Δεν ήταν καμιά αχάριστη. Μέσα σε τούτη την ανεπανάληπτη οικονομική κρίση να έχει την συμπαράσταση τους δεν ήταν μικρό πράγμα. Είχαν αναγκαστεί να ξεπουλήσουν όσο όσο εκείνο το μικρό κτηματάκι του παππού για να βγάλει εκείνη πέρα τα φροντιστήρια της Γ Λυκείου. Και τώρα θα τολμούσε να ζητήσει την προσοχή τους; Ε όχι! Ήταν η δική τους  χαρά, εκείνοι την αγόρασαν και τώρα καιρός ήταν να την γιορτάσουν.
Ο πατέρας της Μαρίας ένας καλός άνθρωπος γιος δασκάλου. Ο πατέρας του ήταν ο περίφημος Αντώνογλου, Γιάννης Αντώνογλου. Ο πρώτος δάσκαλος που αγωνίστηκε για να έχει όλη η δική τους περιοχή  και δημοτικό αλλά και γυμνάσιο. Μάλιστα σε μια εποχή που δύσκολη και επικίνδυνη. Ωστόσο τα κατάφερε και μάλιστα από τα δικά του χέρια βγήκαν λαμπροί επιστήμονες και άξιοι πολιτικοί. Ο πατέρας της Μαρίας, ο κυρ Θόδωρος, δε χάνει ευκαιρία να ξετυλίξει χιλιάδες ιστορίες για τον πατέρα του κάθε φορά που η περίσταση το απαιτεί. Δηλαδή κάθε φορά που θέλει να μιλήσει για τον εαυτό του.
Εμένα που με βλέπετε είμαι γιος του Γιάννη Αντώνογλου με τα όνομα! Έτσι ξεκινούσε για να ορθώσει λιγάκι το ανάστημα του. Το ότι πατούσε πάνω στους ώμους του πατέρα του το θεωρούσε φυσιολογικό. «Πατέρας μου είναι, απ αυτόν πήρα κι εγώ!» καμάρωνε και τύλιγε όσο πιο καλά μπορούσε τη φέτα για να τη ζυγίσει. Το μπακάλικο του ήταν η κρυψώνα του. Δεν έβγαινε συχνά από κεί, επειδή πίσω ακριβώς από το ταμείο ήταν η μεγάλη φωτογραφία του πατέρα του. Εδώ ήταν η σκιά του. Τριγυρνούσε μέσα στο μαγαζί. Σα να ήταν εκείνος. Δεν ήταν ο κυρ Θόδωρος μα ο γιος του Γιάννη Αντώνογλου.
Όσο για τη μάνα εκείνη ήταν η γυναίκα του κυρ Θόδωρου, του γιου του Γιάννη Αντώνογλου. Που και που ανέπνεε λίγο από τον αέρα της δόξας του πεθερού της, κι ας μην τον είχε γνωρίσει ποτέ.
«Δεν πειράζει» της έλεγε ο άνδρας της, γνωρίζεις εμένα και είναι ακριβώς το ίδιο.
Την αντίρρηση της βέβαια δεν τολμούσε να την εκφράσει. Ποια ήταν αυτή που θα τολμούσε να πει κουβέντα; Ο δικός της πατέρας ήταν ένας ασήμαντος υπάλληλος στο δημαρχείο. Δεν είχε κάνει ποτέ κάτι σημαντικό για να είναι εκείνη περήφανη και να έχει να καμαρώνει. Γραφείο σπίτι, σπίτι γραφείο.  Είχε ακούσει για τον δάσκαλο τον Αντώνογλου, και θεώρησε καλό να παντρέψει τη κόρη του με το γιο του δάσκαλου. Για να έχει κι εκείνος λίγο από τη δόξα… Η κυρία Σταυρούλα αγωνίζεται από τότε να έχει τα πάντα τέλεια στο σπίτι και στη ζωή της, για να μη της βρίσκει κανείς, ούτε το παραμικρό ψεγάδι για να της κοπανίσει καμιάν ώρα « τι σου βρήκε…». Το σπίτι και το φαγητό στην εντέλεια. Σκέτη εκκλησία. Να ντρέπεσαι να πατήσεις. Από μαγειρική; Άλλη δεν υπάρχει που να μαγειρεύει τοσο νόστιμα, τόσο περιποιημένα. Όλοι έχουν να λένε για της κυρίας Σταυρούλας τα ντολμαδάκια κι εκείνο το κοκκινιστό, άλλο πράγμα…
Η επιτυχία της Μαρίας ήταν η μεγάλη τους ευκαιρία για να ανέβουν ακόμα ένα σκαλοπάτι στην κοινωνία τους. Για να δουν τι μπορούν να κάνουν δυο καλοί γονείς, δίχως τις πλάτες των παππούδων. Μη νομίζετε όλα τα ήξεραν , όσα λέγονταν πίσω από τις πλάτες τους. Τώρα όμως ήταν αλλιώς. Η κόρη τους πέρασε στο πανεπιστήμιο. Άντε να δούμε τώρα ποιος θα μιλούσε;
Ο κυρ Θόδωρος πάντως βαθιά μέσα του δεν θα ήθελε είναι γιος του περίφημου δάσκαλου Αντώνογλου. Τον έχει κουράσει αυτός ο ρόλος τόσα χρόνια. Αλλά και πάλι… θα έβρισκε άλλη κρυψώνα… το κυριότερο έτοιμη κρυψώνα… μη χρειαστεί πολλή δουλειά… σαν το μπακάλικο του, βάζεις, ζυγίζεις, τυλίγεις, χαιρετάς…  τι θα μπορούσε να ήταν αν δεν ήταν αυτός που ήταν… και ποιος ήταν δηλαδή…
Η Μαρία η κόρη του γιου του δάσκαλου και εγγονή κάποιου άγνωστου πλην τίμιου δημόσιου υπαλλήλου ήταν το εισιτήριο για τα μεγάλα σαλόνια πια της πόλης. Θα την περιέφεραν ως την απόδειξη για το κατόρθωμα τους. Ευτυχώς που υπάρχει κι εκείνη.
Η Μαρία το είχε όνειρο μια μέρα να φύγει από αυτή τη πόλη που ένιωθε πως την έπνιγε. Μα δεν το ομολογούσε σε κανέναν. Μέσα σ αυτό το όνειρο περνούσε ώρες ατέλειωτες.  Ο νους της ταξίδευε, όλο ταξίδευε μακριά, σε μια πόλη που δεν την έχει ο χάρτης, που δεν έχει πανεπιστήμιο, που δεν έχει γονείς.. Το καλό κορίτσι, η καλή μαθήτρια, η υπάκουη και καλή κόρη ένιωθε πως ήθελε να ταξιδέψει. Ν ανοίξει τα φτερά της και με το φτερούγισμα της να γκρεμίσει όλα τα θέατρα του κόσμου, να μην υπάρχει κάτι που να της θυμίζει πόσο επίπονο είναι να υποκρίνεσαι με το ζόρι ένα ρόλο που μόνο πόνο φέρνει.
Κάθε φορά που έρχονταν η μάνα κα γλυκά την ρωτούσε αν χρειαζόταν κάτι η Μαρία έτρεχε γρήγορα μέσα στην κρυψώνα της, μη την βρει απροετοίμαστη η μάνα και ακούσει όσα με επιμέλεια η καλή κόρη έκρυβε. Στη στιγμή η κόρη άλλαζε ρόλο, και έπαιζε τόσο  όμορφα, τόσο πειστικά που και η ίδια απορούσε με τον εαυτό της, και στεναχωριόταν και έκλαιγε, σαν το μικρό παιδί που χάθηκε και γύρευε τους γονείς της. Μα εκείνη έψαχνε τον εαυτό της κι αυτό την άγχωνε πολύ και κυρίως την θύμωνε. Που δεν θυμόταν μερικές φορές ποια ήταν, που αγαπούσε κάτι από κείνην και της διέφευγε…
Εδώ γύρω στα χωριά στις Απόκριες γίνεται σωστό πανηγύρι. Κατάλαβε γιατί… Λες να είναι κάποια αρχαία επιδημία που μολύνει γενιές και γενιές … κι έτσι έμεινε έθιμο σαν από κείνα που το έχουν για να ξορκίσουν το κακό, τους καλικάντζαρους..  Πολύ φοριέται η μάσκα στα μέρη μας, λέει μόνη της και γελάει μερικές φορές. Οι παρέες της μια από τα ίδια. Αν ερχόταν κάποια επιτροπή από το Εθνικό Θέατρο για να κάνει ακροάσεις, πως τα λένε αυτά, για να δει ποιος έχει ταλέντο στην ηθοποιία το σίγουρο είναι ότι δεν θα έφευγε με άδεια χέρια. Θα έβρισκε πολλούς ταλαντούχους, μικρούς και μεγάλους και τούτη η επιλογή θα ήταν ίσως σωτηρία για πολλούς.
Οι συμμαθητές της Μαρίας ένα πολύχρωμο παζλ από σχέσεις που πιο πολύ έμοιαζαν με μάσκες. Μικρές μεγάλες, χρωματιστές, ασπρόμαυρες, έτοιμες για κάθε χρήση.  Στο σχολείο σπάνια έβρισκες μαθητή που να εννοούσε αυτό που έλεγε και να ήταν αλήθεια
«Διάβασες για το διαγώνισμα;»
«Τι να διαβάσω ρε, πας καλά; Βιβλίο δεν άνοιξα, βαριόμουν»


Το παράξενο βέβαια είναι ότι όσοι από τους συμμαθητές βεβαίωναν πως δεν άνοιξαν βιβλίο, στα διαγωνίσματα έπαιρναν πάντα 20. Καθόλου παράδοξο όμως, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο χώρος του σχολείου είναι γεμάτος θαύματα….
Προτού γίνουν τόσο ικανοί παίκτες στο κρυφτό οι συμμαθητές της, η ίδια, πέρασαν από την βασική εκπαίδευση. Από τα σπίτια μέσα μέχρι τις αλάνες, μέχρι τους δρόμους, κάθε μικρός πρέπει να παίξει κρυφτό. Είναι μέρος της ανάπτυξης.
Οι μάνα κρύβει το πρόσωπο με την παλάμη της και ύστερα το παίρνει, το μωρό γελά, ευχαριστημένο που από τόσο μικρό μαθαίνει πως στην ζωή του αυτή την διαδικασία θα την τελειοποιήσει και θα την περάσει στις επόμενες γενιές.
Οι γονείς της Μαρίας καμαρώνουν για την κόρη τους, για τον εαυτό τους, για κείνα που ήθελαν να κάνουν οι ίδιοι και δεν τόλμησαν. Η Μαρία ζει στο μυαλό της μια φανταστική ζωή. Κάπου αλλού, με άλλους, σε άλλους. Οι συμμαθητές της αφήνουν να φανεί μόνο όσα έχουν εκπαιδευτεί να δείχνουν.
Για την Μαρία ήρθε ο καιρός να πάει στη σχολή της. Πέρασε στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα. Για τούτη την μετακίνηση της, στο σπίτι, έχουν να γίνουν πολλά. Ποιος απ όλους θα τολμήσει  να μιλήσει από τα καμαρίνια, πριν το μακιγιάζ, πριν την παράσταση;


3 comments:

  1. Δάσκαλε
    η Μαρία μπορεί να φύγει...
    δεν ξερω όμως αν θα ξεφύγει

    ReplyDelete
  2. Κάθε γονιός ζει και ανπνέει για την επιτυχία του παιδιού του...

    ReplyDelete
  3. Αγαπητέ Νίκο, κακώς. Και ως γονιός και ως άνθρωπος νομίζω κακώς να ζεις για την επιτυχία οποιουδήποτε άλλου. Ο ρόλος σου είναι να στηρίξεις, να δώσεις βάσεις και εισιτήριο για να φύγουν εκεί που νιώθουν τα ίδια επιτυχημένα. Ο Θεός να μας ανοίγει τα μάτια και τις καρδιές για να μην καταστρέφουμε τις δικές τους...

    ReplyDelete